Στην εξοχή

[ Νίκος Προσκεφαλάς / Ελλάδα / 16.03.20 ]

Θα ανέβουμε στον απέναντι λόφο, γυρεύοντας ανάσα κι ησυχία. Να μην ακούμε φωνές. Αγαπάει την ηρεμία η σύνθεση, θέλει μυαλό καθαρό ο στοχασμός. Θα κοιτάξουμε ύστερα από κει πάνω τον ορίζοντα, όσο πιάνει το μάτι μας. Να τη δούμε την απελπισία καθαρά απλωμένη σαν τεράστιο χακί χαλί παραλλαγής. Να το δούμε της αρρώστιας της τοξικής το χρώμα, πώς τους σκεπάζει, πώς μας σκεπάζει όλους. Νέους και πρεσβύτες, ευπαθείς ομάδες κι απαθείς μονάδες, μεγιστάνες του πλούτου και φτωχούς μεροκαματιάρηδες. Μια κοινωνία αταξική σε χρόνο ρεκόρ, μπροστά στο φάσμα του θανάτου το χακί. Κατάφερε λοιπόν η αρρώστια κι η ανάγκη ό,τι δεν κατάφεραν οι ιδεολογίες και τα εμπνευσμένα θρησκευτικά κηρύγματα. Την εξίσωση. Τη θεωρία και την πραγματικότητα των πάντων.

Θα βγάλουμε ύστερα απ’ το σάκο μας δυο, τρία βιβλία. Τον Βιντγκενστάιν πρώτα. «Αυτό που υπάρχει και δε λέγεται με λόγια…το μυστικό στοιχείο». Και τον Σαρτρ. «Ένας άνθρωπος αξίζει όσο όλοι οι άνθρωποι». Κι έπειτα θα πιάσουμε δουλειά, παρέα με το αεράκι του βουνού και τα σύννεφα. Να ξηλώσουμε σιγά σιγά και σταθερά το φονικό δίχτυ του εχθρού, που μας γέλασε και μόνο ιούς και μνημόνια μας κέρασε. Πόντο πόντο ως το τέλος.

Γιατί σαν να το βλέπουμε σιγά σιγά κι ας πενθούμε. Ανάμεσα στους αρμούς του παγκόσμιου ειδώλου, που αρρωστημένα το λατρέψαμε και που τόσα χρόνια σαν Μινώταυρος καταπίνει τις ζωές μας, μια νέα δειλή κι αιώνες καταπιεσμένη οικουμενικότητα ταπεινής αλληλεγγύης μοιάζει, ή παλεύει δειλά κι αυθόρμητα να ξεπροβάλει. Μήπως και καταφέρει ό,τι δεν κατάφερε η κρίση του χρήματος, που γέννησε τέρατα. Αλλά ποια ζωή, ή ποιο όραμα, ή ποια ελπίδα χτίζεται ποτέ πάνω στην απάτη του χρήματος;

Εκεί μόνο, πίσω από το πένθιμο πρόσωπο της αρρώστιας, στο εύφορο χωράφι της θνητότητας είναι καιρός να  βγάλει επιτέλους βλαστούς και ρίζες μια ανθρωπιά παγκόσμια και να απλωθεί σαν αλμυρή θάλασσα ελπίδας, που θα αφήσει το αλάτι της το αντισηπτικό, στα υπόγεια της συνείδησης. Με τράπεζες δικές της κι αποθεματικά. Και με εργάτες πρόθυμους να υφάνουν το κέντημά της πριν ξανασηκώσει κεφάλι το τέρας. Ας μείνουν πίσω οι αρνητές της ουτοπίας, στους βάλτους του κάμπου. Ή όσοι επικαλούνται τους άτεγκτους κι αδυσώπητους νόμους της ιστορίας (που ναι, τίποτα δε μας δίδαξε) και την ανθρώπινη φύση (που ναι, λησμονά τα πάντα στο πέρασμα του χρόνου). Δεν υπάρχει άλλος καιρός για χάσιμο. Δεν μπορεί να μένει άλλο άδειος ο σάκος μας. Μαθαίνει, κι ας ξεχνάει, ο άνθρωπος απ’ τον εμπειρότερο, το σοφότερο, τον πιο αλάνθαστο δάσκαλο όλων, τον πόνο. Να σκέφτεται και να ζει αλλιώς. Αν κάποτε κεφαλαιοποιούσε τούτη την υπεραξία, ίσως και να παραγόταν ανθρωπιά…

Θα κατέβουμε απ’ το λόφο πριν νυχτώσει, στις πλατείες, στα σοκάκια, στους μεγάλους δρόμους. Το πρόσωπό μας θα λάμπει, στο μισοσκόταδο του δειλινού, όπως τo πρόσωπο των νεογνών στην αγκαλιά της μάνας.