Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις κατά της Μόσχας τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, ειδικά στη Γηραιά Ήπειρο. Για να ανταποκριθεί σε αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) οργανώνει επιβράδυνση της δραστηριότητας με κίνδυνο υψηλότερου ποσοστού ανεργίας. Η ευρωζώνη διολισθαίνει σε ύφεση καθώς η καρδιά της κινεζικής οικονομίας χτυπά ήδη σε αργή κίνηση. Μόνο τα ενεργειακά ολιγοπώλια τρίβουν τα χέρια τους.
Το καλοκαίρι του 2022, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υποβάθμισε τις προοπτικές του για την παγκόσμια οικονομία. Το ίδρυμα της Ουάσιγκτον αναμένει τώρα ότι η αύξηση του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) για το έτος 2023 θα είναι δύο μονάδες χαμηλότερη από ό,τι αναμενόταν τον Ιανουάριο (δηλαδή ισχυρότερη διόρθωση από αυτή που είχε κάνει ο οργανισμός το 2008 μετά τη χρεοκοπία της τράπεζας Lehman Brothers). Αυτό αντιπροσωπεύει απώλεια δραστηριότητας άνω των 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα σοκ όσο το μέγεθος της καναδικής οικονομίας.
Μετά την βίαιη ύφεση που συνδέεται με την πανδημία του Covid-19, η ανάκαμψη που ακολούθησε αποδείχθηκε εξίσου θεαματική με ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και τις νέες οργανωτικές μορφές στην εργασία (τηλεργασία).
Το 2021, άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές. Διαδοχικά επιδημικά κύματα έχουν επηρεάσει περιοχές του πλανήτη με διαφορετικό τρόπο. Με κάθε νέο κύμα, ένα τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας υπέφερε, καθώς έσπαζαν οι κρίκοι των αλυσίδων παραγωγής. Μετά από αρκετές δεκαετίες παγκοσμιοποίησης, αυτές οι αλυσίδες είχαν γίνει πολύ μεγάλες και περίπλοκες. Οι δυσκολίες προμήθειας πολλαπλασιάστηκαν και, ενώ ορισμένα εξαρτήματα εξαντλήθηκαν, οι διαδικασίες παραγωγής σταμάτησαν — όπως συνέβη με τα μικροτσιπ. Το κλείσιμο των λιμανιών και η επιβράδυνση των αεροπορικών συνδέσεων διέκοψε τη ροή των εμπορευμάτων. Οι τιμές μεταφοράς από τις πολυεθνικές μεταφορικές εταιρείες εκτοξεύθηκαν. Αν η μεταφορά ενός κοντέινερ (εμπορευματοκιβώτιο) κόστιζε 1.400 δολάρια τον Ιανουάριο του 2020, κοστίζει 11.000 δολάρια τον Σεπτέμβριο του 2021. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2022, το κόστος μειώνεται στα 4.700 δολάρια, αλλά παραμένει πολύ πάνω από την προ Covid εποχή. Σταδιακά, η άνοδος των τιμών μεταφέρεται σε όλα τα στάδια των παραγωγικών διαδικασιών. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από την κερδοσκοπία που ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων. Τον Δεκέμβριο του 2021, ο δείκτης τιμών όπως υπολόγισε το ΔΝΤ ήταν 56% πάνω από αυτόν του Δεκεμβρίου του 2019.
Την ίδια στιγμή, η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ πρόσθεσε μεγαλύτερη πίεση στην παγκόσμια οικονομία. Η Ουάσινγκτον όχι μόνο διατήρησε την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών, αλλά και την ανέβασε. Σε αυτό το πλαίσιο, η ζήτηση από τους Αμερικανούς καταναλωτές παρέμεινε ανοδική, ιδίως για προϊόντα που παράγονται συνήθως στο εξωτερικό. Αυτό ώθησε τις πολυεθνικές να ανακατευθύνουν τη ροή των αγαθών στην αμερικανική αγορά, επιδεινώνοντας έτσι τις δυσκολίες εφοδιασμού στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτές οι εντάσεις δεν αγνοήθηκαν, αλλά θεωρήθηκαν προσωρινές. Οι αλυσίδες ανεφοδιασμού έπρεπε να συγχρονιστούν ξανά με την επιστροφή στην κανονικότητα. Ωστόσο, νέα σοκ προκαλούνται από την πολιτική «μηδενικού Covid» της Κίνας και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καθώς και την έκρηξη στις τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών. Ο δείκτης τιμών ενεργειακών βασικών εμπορευμάτων, όπως υπολογίστηκε από το ΔΝΤ, αυξήθηκε κατά 43% το πρώτο εξάμηνο του 2022. Συνεπώς, βρίσκεται 162% πάνω από το προ Covid επίπεδο.
Τα κέρδη στους τομείς της ενέργειας, των διυλιστηρίων και των υπηρεσιών μεταφορών σημείωσαν ιστορικές διαστάσεις. Λαμβάνει χώρα μια μαζική μεταφορά πόρων (ληστεία) από τις τσέπες των εργαζομένων και τον υπόλοιπο παραγωγικό ιστό προς αυτό που ολοένα και περισσότερο μοιάζει με έναν τομέα rentier (εισοδηματιών). Ωστόσο, αυτά τα κέρδη δεν αντικατοπτρίζουν κάποια ιδιαίτερη καινοτομία ή ανάληψη κινδύνων. Αντίθετα, πρόκειται για τομείς υψηλής συγκέντρωσης όπου κυριαρχούν τα ολιγοπώλια. Οι μεγα-εταιρείες επωφελούνται από την ειδική θέση τους και τιμωρούν την υπόλοιπη οικονομία.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) επιχειρούν να ελέγξουν τον πληθωρισμό, καθώς και την ανεργία, που απειλούν να τινάξουν τον κοινωνικό ιστό στον αέρα. Γι’ αυτό δημιουργούν ένα υφεσιακό περιβάλλον αρκετά ισχυρό για να μετριάσει τις μισθολογικές απαιτήσεις και άρα τη ζήτηση. Ελπίζουν έτσι ότι θα ρίξουν τις τιμές (πληθωρισμό), αποφεύγοντας τις κοινωνικές εκρήξεις και τις απαιτήσεις για μισθολογικές αυξήσεις.
Σε αντίθεση με την κρίση των subprime(κρίση τοξικών προϊόντων -φούσκα ακινήτων- των τραπεζών το 2008), που οι αναδυόμενες οικονομίες είχαν σχετικά αντιμετωπίσει αφού υποστηρίχθηκαν από τον κινεζικό δυναμισμό, η τρέχουσα κρίση θα επηρεάσει ολόκληρο τον κόσμο. Ζούμε εν ολίγοις μια πραγματική κρίση παγκοσμιοποίησης, που αποκαλύπτει όλες τις παθογένειές της. Η εμφάνιση του ιού και η έξαρσή του συνδέεται στενά με τη συστημική περιβαλλοντική κρίση, ιδίως με την υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος στις αναδυόμενες χώρες. Οι κραδασμοί εξαπλώνονται με το μπλοκάρισμα στις αλυσίδες εφοδιασμού και επιδεινώνονται από την μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή θέση ορισμένων πολυεθνικών στην αγορά.
Συμπέρασμα: Η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται τις τελευταίες δεκαετίες τείνει να ενισχύσει τις εντάσεις, χωρίς να διαφαίνεται κάποια αλλαγή πορείας…
*Σχόλια και σημεία άρθρου του Ραούλ Σαμπονιάρο, οικονομολόγου στο Τμήμα Αναλύσεων και Προβλέψεων του Γαλλικού Οικονομικού Παρατηρητηρίου (OFCE) στην Le Monde Diplomatique
Γ.Χ. Παπασωτηρίου