Σαραμάγκου: Το φονικό μίσος των ομοίων

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 18.06.21 ]

Ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας Ζ. Σαραμάγκου(1922-2010) είναι από τους αγαπημένους μου, καθώς είναι από εκείνους που ασχολήθηκαν με την ανθρώπινη «τύφλωση», την οποία προσέγγισε ως ένα ακραίο όριο των εκκεντρικοτήτων, των αυταπατών της φιλαυτίας και των παθών μας, που αλλιώς ονομάζεται τρέλα. Ο πλανήτης Γη, έγραφε, κατάντησε ένα «πλοίο των τρελών», που ροκανίζουν χάριν παιδιάς το σκαρί του, ενώ σκέφτονται με όρους σκοταδιού και λόγο θαμπωμένο. Παραδόξως, οι «τυφλοί» νομίζουν πως βλέπουν ό,τι φαντάζονται και λογίζουν την τρέλα τους ως λογική.

Όλα, βέβαια, ξεκίνησαν από ένα είδος επιστήμης, βασισμένο στην καρτεσιανή φυσική –ένα είδος ορθού λόγου σαν το κρεβάτι του Προκρούστη- που έγινε μία δήθεν μάθηση του φωτός, που, όμως, κόβει ό,τι περισσεύει, θεωρώντας το παράλογο, ως κάτι σκοτεινό και μεταφυσικό. Αυτός ο ακραίος διαχωρισμός της «μέρας από τη νύχτα» αποκλείει κάθε διαλεκτική και κάθε συμφιλίωση, απορρίπτει τα μισόφωτα, τις αποχρώσεις, το λυρισμό, την άρρηκτη ενότητα της φύσης και το ασυμβίβαστο μοίρασμα της τραγικής ύπαρξης, αποκλείει την Τραγωδία, που συντελείται μέσα στην ενότητα του χρόνου και των πραγμάτων. Όλα εδώ είναι ή Φως ή Σκοτάδι. Ή το ένα ή το άλλο. Έτσι, η αλήθεια περιχαρακώνεται, το ίδιο και η τάξη, αποκλείοντας όλες τις ενδιάμεσες καταστάσεις από την επικράτειά της. Ζούμε στην εποχή του homo mente captus (παράφρονος ανθρώπου) μας είπε ο Σαραμάγκου πριν αναχωρήσει από τη ζωή. Ζούμε στον καιρό εκείνου του είδους ανθρώπου, του φασιστάνθρωπου που επιχειρεί να λύσει το αίνιγμα των επιλογών του, εμβαθύνοντας ακραία την αρνητικότητά του και φιλοσοφώντας με σφυριά, τσεκούρια και μαχαίρια.

 Έχει πλέον εξοριστεί η δυνατότητα ενός Λυρισμού της Επιθυμίας και η δυνατότητα μιας Ποίησης του Κόσμου και της Καρδιάς, χάθηκε εκείνη η θετική, «μερική τρέλα» που μέσα στην τελειωτική, παροξυμμένη μοναξιά του λυρισμού της, έβρισκε μέσα από μια άμεση αντιστροφή, το αρχικό τραγούδι του κόσμου. Γι’ αυτό πλέον πορευόμαστε «τυφλοί» χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς νόστο, κατευθείαν στο τίποτα, χωρίς καν την κραυγή του τέλους. «Λένε, έγραφε ο Σαραμάγκου, πως μισεί κανείς τον άλλο μόνο όταν μισεί τον εαυτό του, το χειρότερο όμως απ’ όλα τα μίση είναι αυτό που βαραίνει όταν δεν μπορείς ν’ αντέξεις την ομοιότητα του άλλου…». Ο άνθρωπος συνεχίζει την ιστορία του εσωτερικού μαρασμού, των συνεχών μεταμορφώσεων, από σκουλήκι σε πεταλούδα, από ανόργανος σε οργανικό, από σαλιγκάρι σε χρυσαλίδα, αλλά κάποιες φορές όταν η αντίδραση στο μαρασμό εξωτερικεύεται, τότε η μεγάλη οργή των πράων οδηγεί στις μεγάλες εκπυρώσεις και αλλαγές.

Είναι φορές που το σαλιγκάρι συρρικνώνεται και κλείνεται στο καβούκι του έξω από τη χαρά και πέρα από τη θλίψη. Πλήρης μαρασμός και αφυδάτωση από συναισθήματα, δηλαδή τρέλα. Ο κίνδυνος είναι εκεί έξω, απροσδιόριστος, πραγματικός, ή μη, πάντως ανάλογος με την ψυχική διάθεση. Η συρρίκνωση, η κατάθλιψη, το κλείσιμο στο καβούκι είναι η έσχατη άμυνα απέναντι στην απώλεια ταυτότητας, στην απώλεια νοήματος, στην απώλεια πραγματικής, δηλαδή αγαπητικής επικοινωνίας, να ’χεις κάποιον να σ’ αγαπά, να μπορείς να βλέπεις σ’ αυτόν τον εαυτό σου(και τώρα η άμυνα απέναντι σ' έναν ιό). Στην εκούσια ή ακούσια μοναξιά ο εχθρός είναι πάντα εκεί έξω, είναι πάντα εκεί μέσα, είσαι εσύ “όμοιέ μου, αδελφέ μου”, είναι ο άλλος ως κόλαση, είναι ο εντός μας ξένος, ο άλλος μας εαυτός. Αυτός ο εαυτός με τη μορφή του άλλου που απορρίπτεται, ή μάλλον έχει απορριφθεί προ πολλού από ανάγκη, επιλογή ή τύχη. Το σαλιγκάρι απορρίπτει με το να μαζεύεται. Το κλείσιμο, η καφκική συρρίκνωση σημαίνει το φόβο απέναντι στον άλλο, τον ξένο πλην τόσο οικείο εαυτό, τον απωθημένο και εξορισμένο εαυτό που κάποτε –όχι πάντοτε- επιστρέφει από την υπερορία για να απαγγείλει τις κατηγορίες του. Και τότε, υπάρχει το ενδεχόμενο να αρχίσει η ρώσικη ρουλέτα μεταξύ των δύο εαυτών, το έσχατο και πιο δραματικό παιχνίδι που μπορούν να παίζουν μόνο οι άνθρωποι της άκρας ευαισθησίας.

“Ο άνθρωπος αντίγραφο”, λοιπόν, του Ζοζέ Σαραμάγκου είναι ακριβώς η συνάντηση με τον άλλο μας εαυτό. Ο καθηγητής της ιστορίας Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο, αυτός που προτείνει το μάθημα της ιστορίας να διδάσκεται όχι από πίσω προς τα μπρος, αλλά από μπροστά προς τα πίσω –σαν το ταξίδι της πέστροφας προς τις πηγές-, ο παντρεμένος που δεν ξέρει γιατί παντρεύτηκε, ο διαζευγμένος που δεν ξέρει γιατί χώρισε, ο δεσμευμένος που δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που τον συνδέει με τη Μαρία Ντα Παζ, αυτός που ζει και δεν θυμάται πια γιατί ζει, αυτός που δέχεται ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο ως την πλέον ακραία παραβίαση της ελευθερίας του και ως πατερναλισμό (από εδώ προκύπτει η τρομερή οργή των πράων), ο Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο είναι ένας τυπικός σαραντάρης κι ένας απέραντα μοναχικός άνθρωπος, που ανακαλύπτει τυχαία, αλλά την κατάλληλη στιγμή, βλέποντας μία βιντεοκασέτα, τον άλλο του εαυτό, έναν όμοιό του, έναν σωσία, ένα πανομοιότυπο αντίγραφό του, το διπλό του, την αρμονική του εαυτού του. Τότε αρχίζει η αναζήτηση και η ανακάλυψη του άλλου εαυτού, του πανόμοιου που είναι ένας δευτεροκλασάτος ηθοποιός, ο Αντόνιο Κλάρο, που ζει στην ίδια πόλη. Ο ήρωας θα ξεκινήσει την “εκστρατεία” παρά τις προειδοποιήσεις της μάνας-Κασσάνδρας για τις καταστροφικές συνέπειες που θα έχει αυτός ο Δούρειος Ίππος για την Τροία. Οι δύο όμοιοι εαυτοί συγκρούονται διεκδικώντας ο καθένας για τον… εαυτό του την πρωτοτυπία, όπως ο Κάιν από τον Άβελ την πρωτοκαθεδρία. Ο άλλος δεν αναγνωρίζεται παρά ως το αντίγραφο, μια απλή μίμηση της φύσης! Τελικά, η ανθρώπινη περιπέτεια της αναζήτησης νοήματος και του άλλου μας εαυτού οδηγεί σε μια επιγραφή που γράφει: “Άβυσσος”.