Σαν να πέφτεις από την ταράτσα και να προσγειώνεσαι όρθια
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 06.07.22 ]Ώρα 9, βραδάκι Τρίτης και περιφέρομαι στα σοκάκια του κάστρου. Ψάχνω το “arte povera”. Στην αυλή του θα συντελεστεί μια γυναικεία σύμπραξη (Η Λούλα Αναγνωστάκη έκανε κατακόκκινο έναν ουρανό με λέξεις στο χαρτί, η Ελένη Καμποσιώρη, υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση της Αθηνάς Τσικνιά, θα προσπαθήσει να μας κάνει και εμάς να δούμε αυτό το κατακόκκινο κι ίσως μας δώσει ένα κομμάτι φεύγοντας). Στην πίσω αυλή, με το χορτάρι να αναδίνει τη μυρωδιά της μπόρας που προηγήθηκε και με το εσπεριδοειδές που είναι φυτεμένο να γέρνει ελαφρά προσφέροντας αυτή την ώρα άρωμα στα δάχτυλα, αρκεί το χέρι σου να απλώσεις και να τρίψεις απαλά ένα μονάχα φύλλο, έχουμε κάμποσοι απόψε μαζευτεί να δούμε πώς ο ουρανός γίνεται κατακόκκινος. Με γυναικεία άγνωστη συντροφιά μου υποδεικνύουν να καθίσω. Μας παίρνει λίγα δευτερόλεπτα να γνωριστούμε. Είναι η Φωτεινή (φιλόσοφος) και η Ισμήνη (φοιτήτρια στο Παιδαγωγικό). Όμορφα μας ταιριάξανε. Κουβέντες φιλικές και με ζουμάκι και δεν σε απασχολεί διόλου η μικρή καθυστέρηση στην έναρξη. (Έξτρα πλεονέκτημα της πίσω αυλής: το αλκοόλ).
Και βγαίνει η Σοφία Αποστόλου -περασμένα 50 (οπότε ή πίνεις ή γίνεσαι φυτό), καθηγήτρια γαλλικών- στην αυλή του arte povera, ψέματα στην ταράτσα βγήκε. Δήμος Κορυδαλλού, Κανάρη 4, στον έκτο όροφο. Από εκεί μας αφηγήθηκε πως οι απελπισμένοι είναι οι πιο καλοί επαναστάτες, είδαμε με τα μάτια της τον Χρηστάκη που γουστάρει να πηδάει μια αστή, τον ακούσαμε να της τάζει πως όταν πάνε στη Μόσχα θα της αγοράσει μια γούνα κι ένα καπέλο ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα (στο σημείο αυτό πρόσεξα στον τοίχο τη σκιά του Μίσκιν αλλά δεν αντέδρασα μην καρφωθεί), πήραμε μια κλίση όλως ελαφρά λόγω ροπής προς το κακό. Κάτι από μέσα φταίει, μας καθησύχασε, μας έδειξε τον Γιάννη να φέρνει την Τάνια, πράγματι όμορφη και καλλίφωνη, αφού η Σοφία της έμαθε και γαλλικά, μα δεν τη γλίτωσαν, τη σταγονίτσα, ούτε η ωραία της φωνή ούτε τα γαλλικά της από το κύκλωμα, γιατί ή είσαι από τους πολύ δυνατούς ή δεν είσαι τίποτα.
Η Σοφία Αποστόλου που περίμενα να δω ήταν σπασμένη (για την ακρίβεια την είχα στο μυαλό ως υλικό ανάμεσα σε μυλόπετρες). Η Σοφία Αποστόλου που είδα ήταν μια γυναίκα που έπεσε από την ταράτσα και προσγειώθηκε όρθια (με τη ρωγμή της, ναι, μα όρθια).
Αφού δεν ήθελε να είναι μέσος όρος κι αφού τα χέρια οι άνθρωποι δεν ξέρουνε τι να τα κάνουν. Όρθια αχάιδευτα κορμιά. Ποιήματα άγραφα. Έχουμε κάτι μέσα μας να σπάει;
Ουρανός κατακόκκινος. Πήρα ένα γενναίο κομμάτι για τη σκέψη.
Πέτυχε η σύμπραξη, της πίσω αυλής, της arte povera, της μπόρας που προηγήθηκε, της νύχτας μέσα στα τείχη, της νύχτας στην ταράτσα, των γυναικών που συνυπήρξαν με τα γεννήματά τους.
Στον γυρισμό προς την πύλη του κάστρου παρέα αντρική πίνει τσιπουράκια έξω από ένα παντοπωλείο. Ακούνε μουσική σιγανά από ένα κινητό τηλέφωνο. Στέκομαι μπροστά στο τραπεζάκι τους. Τους ρωτώ τι ακούνε. Κάτι φρέσκο, μου απαντούν, Γρυπάρης, 1939 «μήπως δεν σ’ αγαπούσα».
Παρακάτω βουτάω το κλαδί ενός δέντρου να μυρίσω το λουλούδι του που μοιάζει με τσαμπί. Καμία μυρωδιά. Συνοφρυώνομαι, λες κι ήταν υποχρεωμένο να μυρίζει. Μου χαμογελά με κατανόηση ένας άντρας με το ποτό του στο χέρι που είδε τη γκριμάτσα. Καλησπέρα, του λέω. Good evening, απαντά.
Voulez vous danser avec moi? (το γενναίο μου κομμάτι)
*τελευταία παράσταση σήμερα 9:15