Σαν βαλσάκι
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 07.05.20 ]Έξω βροντάει κι αστράφτει πάλι. Είπαν ότι θα βρέξει. Δεν ξέρω πως (στην εποχή που όλα προβλέπονται και κυρίως προβλέπεται το πως θα προβλεφθούν), θυμήθηκα τις γιαγιάδες μου Εριφύλη, Δομνίκη και Ειρήνη να ρωτούν τον πατέρα τους και προπάππο μου Θεόφιλο, νεαρές γυναίκες: «Πατέρα είπαν ότι έφτιαξαν ένα κουτί που το λένε ραδιόφωνο. Πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μουσική. Λες;»
«Ξέρω κι εγώ παιδάκι μ’» απάντησε ο προπάππος εκεί στην τόσο μακρινή Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. «Αυτοί ό,τι είπαν το ’καναν». Δίκιο είχε.
Σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά (η γιαγιά μου η Εριφύλη γεννήθηκε το 1881, ίδια χρονιά που γεννήθηκε κι ο Στέφαν Τσβάιχ) κάθομαι και ακούω τη βροχή να πλησιάζει με αστραπές και βροντές. Σα να πλησιάζει το καθολικό μου πριν που το άφησα να τεμπελιάζει για αρκετό καιρό. Η ώρα είναι απόβραδο, σχεδόν απόδειπνο υπό άλλες συνθήκες. Σε λίγο θα έρθει η Ελένη-Εριφύλη από το μπαλέτο. Η δισέγγονη εκείνης της Εριφύλης που είχε γεννηθεί το 1881. Θα χοροπηδάει ο καιρός. «Έλα μπαμπά να δούμε τηλεόραση». Ό,τι είπαν το ’καναν. Α, ρε παππού Θεόφιλε που δεν σε γνώρισα ποτέ. Έξω βροντάει κι αστράφτει. Βροχερός καιρός. Κοντά ενάμιση αιώνα βροχερός καιρός. Που να 'ξερες…
Μόλις «πάτησα το κουμπί» κι άκουσα ένα βαλσάκι. Του Γιόχαν Γιόχανσον ήταν. Ένα μικρό θεματάκι από την ταινία «Η θεωρία των πάντων». Αλλά που να ξέρεις εσύ παππού για τη θεωρία των πάντων. Τώρα ακροβατεί ένα σόλο πιάνο προσέχοντας να μην πέσει στο βάραθρο της σιωπής.
Βλέπω τους γονείς μου να κατεβαίνουν τα σκαλιά σε όλα τα προηγούμενα ποιήματά μου. Δεν κοιτάζονται. Είναι πολύ νέοι. Διαρκώς κατεβαίνουν, ώσπου φτάνουν στη θάλασσα. Είναι χειμώνας. Βοριάς καιρός. Ο πατέρας λέει, «σ’ αγάπησα για πάντα». Η μητέρα δεν απαντάει. Φεύγει.
Από το ραδιόφωνο ακούγεται ένα απογευματινό βαλσάκι. Αρχίζει να βρέχει. Ο πατέρας και η μητέρα τρέχουν και κρύβονται σε μια ενάλια εκκλησία. Συνεχίζουν να χορεύουν. Το ίδιο απογευματινό βαλσάκι που ακούω τώρα εγώ.
Ένα επιλύχνιο βαλσάκι. Κλείνω το ραδιόφωνο, το βαλσάκι ακόμη ακούγεται.
Ο πατέρας και η μητέρα χορεύουν. Έχουν ακόμα πολλά σκαλιά να κατεβούν. Κι εγώ πολλά ποιήματα να γράψω. Ποτέ όμως δεν προλαβαίνουμε να γράψουμε όλα μας τα ποιήματα. Ποτέ δεν προλαβαίνουμε να χορέψουμε όλους μας τους χορούς.
Δεν είναι που πατάς ένα κουμπί και η μουσική αρχίζει. Είναι που η μουσική δεν τελειώνει. Κι ας υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που θα πεθάνουν. Που πέθαναν χωρίς να την έχουν ακούσει. Εμείς πάντα θα πατάμε το κουμπί με την ελπίδα ότι κάποιος ακούει.
Και ο πατέρας με τη μητέρα θα χορεύουν ένα απογευματινό βαλσάκι σαν αρχιτεκτονική του κενού που φτιάχνει ενάλια εκκλησάκια. Ένα αντίο. Μια καλημέρα. Κάτι ακόμα, τέλος πάντων.