Στις 6 Μαΐου 1856 γεννήθηκε ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, γερμανοεβραίος ψυχίατρος και ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Δεν ήξερα αν ο πιο επιτυχής τίτλος για την αναφορά στον Σίγκμουντ Φρόυντ είναι το «Καλή σας νύχτα κύριε Φρόυντ»(τίτλος του βιβλίου του Π. Βλάχου), ή αν θα έπρεπε να ήταν το «Ασυνείδητο: η ντουλάπα με τα πτώματα», ή ακόμη «Φρόυντ ένας μυθολόγος» σύμφωνα με την άποψη του Λεβί Στρως, ή τέλος αυτή του «επινοητή» σύμφωνα με την άποψη του Βίτγκενσταϊν. Ο τίτλος που επέλεξα, τελικά, καθορίστηκε από την πρόθεση του Π. Βλάχου να αποτυπώσει με μυθιστορηματικό τρόπο την επιστημονική βιογραφία του «δι-ερμηνευτή» της ανθρώπινης ψυχής, Φρόυντ (κάποιοι όπως ο Λομπρό μιλάνε και για «μεταφραστή», ή ερμηνευτή με την έννοια που αποδίδεται και στους πρώτους διερμηνείς, τους ιερείς!). Εξάλλου, ο πατέρας της ψυχανάλυσης δεν ήταν μόνο «οι μελέτες για την υστερία», όπου σημειωτέον η συμβολή του Μπρόγιερ ήταν καθοριστική, αφού ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο ασυνείδητο. Επίσης, η ερμηνεία της προδοσίας του Φρόυντ από τον Άντλερ και τον Γιουνγκ με όρους «Οιδιπόδειου συμπλέγματος» παραγνωρίζει όλες τις ρήξεις του Φρόυντ: πρώτα με τον ευεργέτη του Breuer, έπειτα με τον λατρεμένο Fliess, ή με τον Ferenczi κ.ά. Ας μη λησμονούμε ότι της Elisabeth von R (Έλενορ) του Φρόυντ είχε προηγηθεί η Άννα Ο του Μπρόγιερ. Η εσωτερική (επιστημονική και ανθρώπινη) σύγκρουση –ακόμη και οι νευρωσικές καταστάσεις- του Φρόυντ δεν αποδίδονται στην πραγματική έντασή της, εκτός έναν ανήσυχο ύπνο δίπλα στη Μάρθα. Εδώ ο Βλάχος στη μυθιστορηματική αποτύπωση της επιστημονικής ζωής του Φρόυντ προσπαθεί να δείξει ότι αυτός ταυτίζεται με την ασθενή του πράγμα που όμως αντιβαίνει στην ίδια την άποψη του ψυχαναλυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πραγματικότητα η «Έλενορ» είχε διακόψει οριστικά την επαφή της με τον Φρόυντ γιατί αυτός μαρτύρησε τα μυστικά της στη μητέρα της. Στην ιστορία η Έλενορ (σημ. δεν ξέρεις αν είναι η Έλενορ πρωταγωνίστρια ή ο Φρόυντ) με την απόλυτη ηθική της που εξιδανικεύεται στο πρόσωπο του πατέρα της (το φροϋδικό Οιδιπόδειο, ή το λακανικό «στο όνομα του πατρός»), θα συγκρουστεί με την επιθυμία της (σεξουαλικότητας), ήτοι τον έρωτα για τον σύζυγο της αδελφής της. Τα συναισθήματα απογυμνωμένα από την απαγορευμένη επιθυμία θα γίνουν τα «ταγικά υπολείμματα» της τραγωδίας. Για τον Φρόυντ είμαστε αυτό (συνείδηση) και το άλλο που αγνοούμε (ασυνείδητο). Με άλλα λόγια, η συνείδησή μας υποφέρει από τη μη γνώση του ασυνειδήτου. Υπ’ αυτή την οπτική η «τρέλα» είναι ένα φαινόμενο της σκέψης. Η Έλενορ απώθησε την απαγορευμένη επιθυμία (όχι για το συγκεκριμένο πρόσωπο που δεν ήταν του γούστου της, αλλά για τον έρωτα καθ’ εαυτό, όπως διέγνωσε ο… αμαξάς διανοούμενος) στη ντουλάπα του ασυνείδητου. Αυτό της επέφερε τη σωματοποίηση της ψυχικής οδύνης. Αυτοί που δεν δέχονται την έννοια του ασυνείδητου όπως ο Λομπρό αντιτείνουν ότι η γυναίκα θα μπορούσε να υπερβεί τη σύγκρουση, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις απαγορεύσεις. Να γίνει, δηλαδή, μια ετερόδοξη, μια Αντιγόνη. Αλλά εδώ (και στον Φρόυντ) κυριαρχεί η υπακοή της Ισμήνης και όχι η ανυπακοή της Αντιγόνης. Περιέργως, ο Φρόυντ επεδίωκε την «κάθαρση» με την ανάμνηση υπό τη μορφή εξομολόγησης (ψυχανάλυση) με την άρση της «αντίστασης» της μνήμης του ασθενούς και όχι με τον επαναστατικό τρόπο της Πράξης της ανυπακοής στους κατεστημένους ηθικούς κανόνες, με την ενεργοποίηση δηλαδή ομόλογων ετερόδοξων καταστάσεων. Αυτή η φροϋδική στάση θίγεται ακουσίως στο μυθιστόρημα μέσω της περιγραφής του ανίκανου, στρατιωτικού συζύγου, ο οποίος είναι σχεδόν απών, πλην όμως είναι ο φορέας των ναζιστικών «καθαρών» ιδεών. Σε κάθε περίπτωση είναι αυτός που δεν επιτρέπει τη δημιουργία ομόλογων καταστάσεων. Δηλαδή, έναν νέον έρωτα που θα «έσβηνε» το παλιό τραύμα, που δημιούργησε η απώθηση και εντέλει ματαίωση.
Τέλος του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα, μεσοπόλεμος. Οι Εβραίοι, ο αντισημιτισμός και η ξενοφοβία, ο ναζισμός και η ανεύρεση από τους εξαθλιωμένους και αποκλεισμένους της ενότητας μέσω της σβάστικας, ο Τρότσκι, και όλα όσα θα δημιουργήσουν το βρασμό που θα τινάξει το καπάκι στον αέρα, είναι εδώ, στη Βιέννη, και περιγράφονται αδρά πλην καίρια. Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεταξύ των εποχών, στη μετάβαση από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον, γι’ αυτό εκείνοι που βρίσκονται στο μεταίχμιο (οι αποκλεισμένοι κ.ά, αλλά, κυρίως, οι γυναίκες) βιώνουν την ανασφάλεια και την Αγωνία που είτε ενδοβάλλεται (εν-έχω, ενοχή) είτε εξωστρέφεται με την ίδια βία. Είναι η εποχή κατά την οποία επικρατεί το σύνθημα «μεγαλοσύνη ή αυτοχειριασμός» και ο Βίτγκενσταϊν πάει εθελοντής στο μέτωπο για να μην αυτοκτονήσει. Αλλά αν ο πόλεμος είναι μια μετάθεση της βίας σ’ έναν συλλογικό Άλλο –οι Αμερικανοί αν δεν έκαναν τον πόλεμο στο Βιετνάμ θα έχαναν τον θεό τους γράφει ο Μέηλερ-, η κοινωνική (διαπροσωπική, οικογενειακή) βία μετατίθεται σ’ ένα άλλο (κοντινό συνήθως) πρόσωπο που γίνεται το αντικείμενο μιας μισαγάπης: Μίσους γιατί είναι η προσωποποίηση της Αγωνίας μας (ο σαρτρικός άλλος που είναι η κόλασή μας) και Αγάπης γιατί είναι όμοιός μας (ο «Εγώ είναι ο άλλος» του Ρεμπώ). Τελικά, στο βιβλίο του Π. Βλάχου η Έλενορ ιάται, στην πραγματικότητα, όμως, η ιστορία τελειώνει στην πρώτη ρήξη, στο πρώτο «καλή σας νύχτα κύριε Φρόιντ», δηλωτικό της αποτυχίας της ψυχαναλυτικής θεραπείας