«Ρατσιστές» ίσως γεννιόμαστε, ανεκτικοί μπορούμε να γίνουμε

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Κόσμος / 15.03.19 ]

 Πριν από μερικές δεκαετίες ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε επισημάνει ότι «κόλαση είναι οι άλλοι». Σήμερα, παρά τις τάσεις παγκοσμιοποίησης και μετάβασης σε κοινωνίες πολυπολιτισμικές, όπου οι ιδεολογικές αλληλεπιδράσεις και η πολυμορφία αποτελούν αναπόδραστη ανάγκη, η άποψη του φιλοσόφου επιβεβαιώνεται. Συγκεκριμένα, οι διαπροσωπικές σχέσεις διαπνέονται από πνεύμα εχθρότητας, ενώ το άτομο επιχειρεί την αναδίπλωση και την περιχαράκωσή του, βιώνοντας έντονα το αίσθημα του φόβου απέναντι στο διαφορετικό. Στο σημείο αυτό, προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη η επικράτηση της ανεκτικότητας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι του εθνικισμού, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, που ελλοχεύουν.

Πράγματι, παρατηρείται σε ευρεία κλίμακα μια στροφή ενός τμήματος του πληθυσμού στην υιοθέτηση εθνικιστικών φρονημάτων. Ταυτόχρονα, πολιτικά κόμματα των οποίων ο ιδεολογικός πυρήνας είναι κατεξοχήν εθνικιστικός αποκτούν φανατικούς οπαδούς. Φανατισμός, ο οποίος συνίσταται στην τυφλή προσήλωση σε κάποια ιδέα ή πρόσωπο, και η μισαλλοδοξία, η οποία σχετίζεται με το μίσος που βιώνουμε προς αυτόν που έχει διαφορετικές ιδέες, ταλανίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως μαρτυρά η επίταση των φαινομένων, βίας, λεκτικής ή σωματικής, απέναντι στους διαφορετικούς. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τα ρατσιστικά και εθνικιστικά κρούσματα στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο, όπου η περιθωριοποίηση και η εξόντωση των διαφορετικών και των ξένων αποτελούν πρωταρχικό μέλημα για ένα τμήμα του πληθυσμού. Τελικά, αν αναλογιστούμε τον ιδεολογικό άξονα των τριών αυτών εννοιών, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο κοινός παρονομαστής τους είναι ο μη σεβασμός της διαφορετικότητας του άλλου, η επιβολή της ομοιομορφίας, η εμπαθής υποστήριξη της δικής μας ταυτότητας και η έλλειψη ανεκτικότητας προς τους άλλους. 

Η ανεκτικότητα προβάλλει για πρώτη φορά ως αναγκαίο αίτημα για την ομαλή συνύπαρξη ατόμων και λαών τον αιώνα των Φώτων, δηλαδή κατά τη διάρκεία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που έχει ως απώτερο στόχο τον ανθρωποκεντρισμό. Απόρροια των ανθρωπιστικών και φιλελεύθερων ιδεών είναι οι αγώνες για ανεξιθρησκία, για κατάργηση της ποινικοποίησης του φρονήματος, για εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, για ελευθερία λόγου και σκέψης. Τέλος, άρρηκτα συνυφασμένοι με την αρχή της ανεκτικότητας είναι οι αγώνες για την καθιέρωση γνήσιων δημοκρατικών θεσμών, όπου ο φιλελευθερισμός, η πολυφωνία και ο πλουραλισμός θα αποτελούν αναπότρεπτη πραγματικότητα.

Επομένως, με τον όρο «ανεκτικότητα» αναφερόμαστε στην εσωτερική δύναμη που εκφράζεται με τη δεκτικότητα σε άλλες απόψεις, με απώτερο στόχο τη δημιουργική προσέγγιση και την πρόοδο, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Έτσι, η ανεκτικότητα αποτελεί μια σημαντική ηθική αρετή που εμπνέει όχι μόνο την αποδοχή της διαφορετικότητας αλλά και το σεβασμό της. Το προβαλλόμενο αίτημα για «δικαίωμα στη διαφορά και ισότητα στη διαφορετικότητα» συνιστά αμυντικό μηχανισμό του σύγχρονου ανθρώπου, απέναντι σε μια κοινωνία με νοοτροπία ολοκληρωτική, η οποία επιστρατεύοντας ισοπεδωτικούς μηχανισμούς επιβάλλει την ομοιομορφία και την εξάλειψη της ποικιλομορφίας και της διαφορετικότητας.

Η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα, όμως, αποτελούν παράγοντες πλούτου και εχέγγυο για την εξέλιξη και την ευημερία. Επομένως, η ανεκτικότητα, η οποία διαφυλάσσει την ποικιλομορφία και το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα των εκδηλώσεων της σύγχρονης ζωής,

Η αρχή της ανεκτικότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά στις κοινωνικές σχέσεις. Πράγματι, ζούμε σε κοινωνίες ετερόκλητες, όπου συγχωνεύονται διαφορετικές ιδεολογίες και συγχρωτίζονται άτομα που είναι φορείς διαφορετικών πολιτισμών και ιδεολογιών. Η διαφορετικότητα αυτή, δεδομένου ότι ο άνθρωπος φοβάται το διαφορετικό και αμύνεται απέναντι σε αυτό, εγκυμονεί κινδύνους για την κοινωνική ευδοκίμηση και ισορροπία. Η επικράτηση, όμως, πνεύματος ανεκτικότητας καθιστά δυνατή την αρμονική συμβίωση των ατόμων και την εποικοδομητική συνεργασία τους.

 Η συνεργασία, όμως, ατόμων με διαφορετικές ιδέες, απόψεις και πολιτισμικές εμπειρίες καθιστά εφικτή τόσο την πολιτιστική όσο και την επιστημονική ανάπτυξη. Όντως, η αλληλεπίδραση και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ατόμων με διαφορετική κουλτούρα, η χρήση ποικίλων τεχνοτροπιών και η δημιουργική υιοθέτηση διαφορετικών παραδόσεων συντελεί στη δημιουργία ανανεωτικών τάσεων και καινούριων ρευμάτων στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Αναφορικά δε με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, η ανεκτικότητα διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην ανταλλαγή απόψεων και την από κοινού αναζήτηση της προόδου και της εξέλιξης, πέρα από εγωκεντρισμούς και ιδιοτέλειες. Τελικά, μέσω της ανεκτικότητας, άτομα και λαοί μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για το κοινό καλό, όντας ικανοί να σεβαστούν τις διαφορετικές ιδεολογίες.

Η διαφορετικότητα των ιδεολογιών εξάλλου, πολιτικών ή θρησκευτικών, αποτέλεσε και αποτελεί τον μοχλό της εξέλιξης και της προόδου. Οι ιδεολογικές ζυμώσεις που συντελούνται σε παγκόσμια κλίμακα ανά τους αιώνες διασφαλίζουν τη δυναμική κατάσταση της κοινωνίας και αποτρέπουν τον κίνδυνο της ιδεολογικής αποσάθρωσης και αποτελμάτωσης που ελλοχεύει. Ταυτόχρονα, η πολυφωνία και η απρόσκοπτη μέθεξη των ατόμων στο διάλογο προφυλάσσουν και διασφαλίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Βέβαια, η σημασία της ανεκτικότητας στον πολιτικό – ιδεολογικό τομέα είναι θεμελιώδης, αφού καθιστά εφικτή την ύπαρξη διαφορετικών ιδεών, οι οποίες καθίστανται σεβαστές και ευκταίες σε μια κοινωνία που διαπνέεται από δημοκρατικές αντιλήψεις και συνήθειες.

Επίσης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ηθική της ανεκτικότητας συμβάλλει τα μέγιστα στην εδραίωση του διεθνιστικού πνεύματος, που αποτελεί οργανική ανάγκη για την ανάπτυξη των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Πράγματι, σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας επιτάσσει τον επαναπροσδιορισμό των διαπροσωπικών και διακρατικών σχέσεων, οι ευχές για επιστροφή σε κλειστές κοινωνίες δεν ευσταθούν. Έτσι, ένας ανθρωπιστικός διεθνισμός, υπαρκτός, εφικτός προβάλλει ως κύριο αίτημα την ειρήνη. Αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των λαών, τις σέβεται και τις αποδέχεται. Η ανεκτικότητα, όμως, έγκειται στην αποδοχή και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Τελικά, η αρχή της ανεκτικότητας σήμερα συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας διεθνιστικής κουλτούρας, που προάγει την ανοχή στη θρησκευτική, εθνική ή φυλετική διαφορετικότητα.

Η ανοχή στη διαφορετικότητα αποτελεί αναμφίβολα σπουδαία αρετή για τον σύγχρονο άνθρωπο, αφού η σημερινή εποχή απαιτεί περισσότερο από ποτέ τον ανεκτικό και όχι τον φανατικό-μισαλλόδοξο τύπο ανθρώπου. Πράγματι, ο φανατικός άνθρωπος υιοθετεί ως στάση ζωής τον παρωπιδισμό και την αδιαλλαξία, γεγονός που τροχοπεδεί τον γόνιμο διάλογο και την επικοινωνία. Το μισαλλόδοξο άτομο θεωρεί ορθές κάποιες ιδέες αποκλειστικά και μόνο γιατί ο ίδιος τις έχει υιοθετήσει. Αντίθετα, απορρίπτει τις ιδέες των διαφορετικών όχι για την ουσία τους, αλλά για την προέλευσή τους. Συνεπώς, η στάση του είναι ανορθολογική και ακραία εγωιστική. Αντίθετα, ο ανεκτικός αναζητά την αλήθεια, έχει μια πολυπρισματική και κριτική θεώρηση των πραγμάτων και επιζητεί την καλοπροαίρετη κριτική, γνωρίζοντας ότι στο διάλογο δεν επιδιώκουμε να σώσουμε τις απόψεις μας, αλλά να ανακαλύψουμε την αλήθεια.

Επαγωγικά σκεπτόμενοι μπορούμε να αντιληφθούμε την ιδιαίτερη σημασία της ανεκτικότητας, σε μια κοινωνία που χειμάζεται από τα οξύτατα προβλήματα του εθνικισμού, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Βέβαια, η ανεκτικότητα δεν αποτελεί πανάκεια για τα νοσηρά φαινόμενα που τροχοπεδούν την εξέλιξη, ωστόσο συμβάλλει στη διαμόρφωση ατόμων με υγιή προσωπικότητα, που σέβονται τις δημοκρατικές αρχές και τη διαφορετικότητα. Έτσι, η ανεκτικότητα συμβάλλει στην καταπολέμηση των ανωτέρω φαινομένων, που οδηγούν στη φαλκίδευση της ατομικής ελευθερίας.

Κατ’ αρχάς, η διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και η όξυνση της κριτικής σκέψης δρουν ανασταλτικά στη δημιουργία ατόμων φανατικών και μισαλλόδοξων. Όντως, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εκεί όπου επικρατεί η αδιαλλαξία και η αμβλυμμένη κριτική σκέψη, καθώς τα άτομα που διέπονται από αυτά τα στοιχεία καθίστανται ιδιαίτερα ευεπίφορα στη χειραγώγηση και την εμπάθεια. Αντίθετα, τα ανεκτικά άτομα είναι ανοικτά στις διαφορετικές απόψεις, ασκούν γόνιμη κριτική στα γεγονότα και δεν υιοθετούν άκριτα πεποιθήσεις και ιδεολογίες. Φιλτράρουν και επεξεργάζονται τις πληροφορίες, σέβονται τις απόψεις των άλλων και επιδιώκουν το διάλογο. Έτσι, έχουν μια σφαιρική εποπτεία της πραγματικότητας, γεγονός που θωρακίζει την προσωπικότητα τους και τους καθιστά απρόσβλητους από τη νόσο του φανατισμού που οδηγεί στον πνευματικό ευνουχισμό.

Επιπρόσθετα, η ανεκτικότητα, ως μια κατεξοχήν ηθική αρετή, συντελεί στην ηθικοποίηση του ανθρώπου, που αντιστρατεύεται φαινόμενα όπως ο εθνικισμός και ο φανατισμός. Πράγματι, ο εθνικισμός προϋποθέτει άτομα που δε σέβονται τα δικαιώματα των άλλων λαών, δηλαδή άτομα με ιμπεριαλιστικές τάσεις, που επιδιώκουν την κάλυψη των δικών τους συμφερόντων. Ωστόσο, η ανεκτικότητα απαλλάσσει το άτομο από τα πάθη και το οδηγεί στην αυτογνωσία. Το ανεκτικό άτομο, έχοντας απαλλαγεί από την πεποίθηση ότι είναι παντογνώστης, τολμά να ελέγξει τις πράξεις του, δηλαδή αποτολμά την αυτοκριτική και την ενδοσκόπηση. Τελικά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ανεκτικότητα αποτρέπει την υιοθέτηση άτεγκτων και ανήθικων μέσων.

Παράλληλα, η ανεκτικότητα δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εδραίωση της ψυχικής ισορροπίας του ατόμου, γεγονός που ευνοεί τη διαμόρφωση αφανάτιστων και διαλλακτικών χαρακτήρων. Όντως, συχνά, άτομα ανερμάτιστα και ανασφαλή, αποσκοπώντας στην αυτοεπιβεβαίωσή τους προσκολλώνται άκριτα σε κάποιες ιδέες, τις οποίες υποστηρίζουν ένθερμα και φανατικά. Η ανεκτικότητα όμως, εμφυσώντας στο άτομο την αγάπη για τον συνάνθρωπο και το σεβασμό προς τις πεποιθήσεις του, συμβάλλει στην ανάπτυξη των κοινωνικών συναισθημάτων και στην τόνωση των διαπροσωπικών σχέσεων. Έτσι, το άτομο εισπράττει την αναγνώριση από τον άλλο και κατ΄αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η συναισθηματική του επάρκεια. Συνεπώς, δεν έχει ανάγκη να αγκιστρωθεί σε εθνικιστικές ιδεολογίες για να αυτοεπιβεβαιωθεί.

Ταυτόχρονα, η ανεκτικότητα προστατεύει και διαφυλάσσει τις κοινωνικές δομές από τις διαβρωτικές συνέπειες του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού. Πράγματι, τα ανωτέρω φαινόμενα εμφανίζονται στις κοινωνίες, όταν επικρατεί ο στείρος ατομικισμός, η μισαλλοδοξία, οι κοινωνικές ανισότητες και οι αδικίες. Όμως, η ανεκτικότητα, καλλιεργώντας τον αλληλοσεβασμό, την κατανόηση και την αλληλεγγύη, δημιουργεί κλίμα συνεργασίας και συναίνεσης. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η παροχή βοηθείας και συμπαράστασης στους διαφορετικούς, που προσπαθούν να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σώμα και να αφομοιώσουν τους ισχύοντες κανόνες. Έτσι, αποφεύγεται η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Τέλος, η δεκτικότητα απέναντι στον άλλο και η αναγνώριση του ως ενός δυνάμει φίλου έχει ως συνέπεια την άμβλυνση του συμφεροντολογικού πνεύματος.

Τέλος, η επικράτηση της αρχής της ανεκτικότητας αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την εδραίωση μιας κοινωνίας αφανάτιστης και χωρίς μισαλλοδοξία, καθώς ευνοεί και καθιστά εφικτές τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η βαθιά γνώση της κουλτούρας των λαών και οι πολιτισμικές ανταλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα την κατάρριψη των στερεότυπων αντιλήψεων που υποδαυλίζουν το φανατισμό.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η έλλειψη ανεκτικότητας έχει βιολογικές ρίζες. Συγκεκριμένα, εκδηλώνεται στα ζώα ως αίσθημα εδαφικότητας, ενώ θεμελιώνεται σε συναισθηματικές αντιδράσεις συχνά επιφανειακές. Εξάλλου, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η κοινωνία έχει την τάση να μην ανέχεται τις διαφοροποιήσεις, την αποκλίνουσα συμπεριφορά από τους κοινώς αποδεκτούς κανόνες. Ταυτόχρονα, τα άτομα αδυνατούν να αποδεχθούν το διαφορετικό, που γεννά έναν αδάμαστο και βασανιστικό φόβο. Συνεπώς, η έλλειψη ανεκτικότητας πηγάζει από τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, αποτελεί ενστικτώδη αντίδραση – κατάλοιπο του ζωώδους ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.

Ταυτόχρονα, αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός το ότι η ανεκτικότητα είναι αρετή όσο δε μετατρέπεται σε παθητικότητα απέναντι στο ανυπόφορο. Πράγματι, ο απόλυτος ενδοτισμός απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις αποτελεί ακραία και αρνητική μορφή ανεκτικότητας, που αμαυρώνει την ενάργεια της ψυχής και έχει απροσμέτρητες κοινωνικές επιπτώσεις τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία. Αναμφίβολα, η κοινωνική νοσηρότητα, η ατομικιστική συμπεριφορά, το οικολογικό πρόβλημα και η δυσλειτουργία των θεσμών απορρέουν από την άκρατη ανεκτικότητα. Τελικά, πρέπει να είμαστε ανεκτικοί, δηλαδή να σεβόμαστε το διαφορετικό, και ταυτόχρονα να υιοθετούμε κριτική στάση απέναντι στα πράγματα.

Δεδομένου ότι η μη ανεκτικότητα αποτελεί επίκτητη στάση συμπεριφοράς του ατόμου, καθίσταται φανερό ότι στην αρετή της ανεκτικότητας το άτομο φθάνει βαθμιαία, λαμβάνοντας τη σωστή αγωγή. Κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης, το άτομο οφείλει να θωρακίσει την προσωπικότητά του απέναντι στο φανατισμό, έτσι ώστε να μην είναι ευεπίφορο σε αρνητικές και μισαλλόδοξες στάσεις ζωής. Αυτό θα γίνει εφικτό, εάν το άτομο αναπτύξει κοινωνικά αισθήματα και επιδιώξει την ομαλή του ένταξη στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, θα γίνει αποδεκτό από τους άλλους, οι οποίοι θα αναγνωρίσουν την υποκειμενική του ετερότητα συμβάλλοντας έτσι στην αυτοεπιβεβαίωσή του.

Παράλληλα, το άτομο πρέπει να γίνει δέκτης μιας βαθιάς ανθρωπιστικής παιδείας που θα οξύνει το κριτικό πνεύμα και τον σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ως παιδαγωγική θέση η Διαπολιτισμική Αγωγή, η οποία φιλοδοξεί να καλύψει τις ανάγκες που προκύπτουν από την εξέλιξη των μονοπολιτισμικών κοινωνιών σε πολιτισμικές. Η διαπολιτισμική αγωγή, λοιπόν, είναι σε θέση να συμβάλει στην εμπέδωση της ανεκτικότητας.

Η εμπέδωση της ανεκτικότητας μέσω της διαπολιτισμικής αγωγής καθίσταται εφικτή, αφού η διαπολιτισμική αγωγή εδραιώνει τις αρχές αυτές και τις αξίες που καθιστούν το άτομο ανεκτικό στη διαφορετικότητα. Πράγματι, η ανεκτικότητα είναι συνυφασμένη με τον σεβασμό απέναντι σε άτομα με διαφορετική κουλτούρα, γλώσσα, θρησκεία και πεποιθήσεις. Η Διαπολιτισμική αγωγή, όμως, στηρίζεται στην ισότητα και την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλα τα άτομα της κοινωνίας ανεξάρτητα από εθνολογικούς ή κοινωνικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα, αποσκοπεί στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιών της κάθε κουλτούρας.

Επιπρόσθετα, η διαπολιτισμική αγωγή αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ποικιλομορφίας και αποκηρύσσει την πολιτισμική ισοπέδωση και αφομοίωση λόγω πολιτισμικού επεκτατισμού. Συνάμα, επισημαίνει ότι δε δύναται να διαχωριστούν οι πολιτισμοί σε ανώτερους και κατώτερους, αφού η συνεισφορά τους στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου είναι εξίσου σημαντική. Έτσι, προτείνει την ύπαρξη αρμονικής σχέσης ανάμεσα στις κουλτούρες μέσω διαλόγου. Τελικά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η διαπολιτισμική αγωγή συμβάλλει στην εδραίωση της ανεκτικότητας, αφού διαμορφώνει άτομα ολοκληρωμένα, που σέβονται και κατανοούν την αξία κάθε κουλτούρας.

Τελικά, στο πλαίσιο ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου, όπου οι αξίες επαναπροσδιορίζονται και οι κοινωνικές δομές μετασχηματίζονται, η αρχή της ανεκτικότητας καθιστά την προσέγγιση λαών με διαφορετική κουλτούρα εφικτή. Οι εφιαλτικές πληγές του παρελθόντος είναι καιρός να επουλωθούν και οι λαοί, εμπεδώνοντας την αρχή της ανεκτικότητας, καλούνται να συμπορευτούν στο μονοπάτι που οδηγεί στην πρόοδο.