Ο Ρόμπερτ Σούμαν υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της ρομαντικής περιόδου. Είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του για πιάνο αλλά και για τις διαταραχές της ψυχικής του υγείας.
Ο Σούμαν άργησε πολύ να ασχοληθεί με τη μουσική. Ο πατέρας του ήταν συντηρητικός βιβλιοπώλης και αδιαφορούσε για την επιθυμία του γιου του να μάθει μουσική. Τον πίεσε μάλιστα να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λειψία αδιαφορούσε για τις σπουδές του, κάπνιζε μανιωδώς πούρα, έπινε μεγάλες ποσότητες μπύρας και σαμπάνιας, ενώ περνούσε τις νύχτες του σε πορνεία και καπηλειά. Συγχρόνως κατάφερε να πείσει τη μητέρα του να ασχοληθεί με τη μουσική και να σπουδάσει πιάνο στη Βιέννη.
Στο σπίτι όπου διέμενε ως φοιτητής, γνώρισε την Κλάρα Βικ και την ερωτεύτηκε. Ο πατέρας της Κλάρας, και δάσκαλος του Σούμαν, όταν κατάλαβε τι συμβαίνει τους απαγόρευσε να συναντιούνται. Αυτό τον συντάραξε. Άρχισε να συνθέτει μανιωδώς σονάτες για πιάνο, παίζοντας ακατάπαυστα. Το ζευγάρι τελικά παντρεύτηκε το 1840, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της Κλάρας, και απέκτησε οχτώ παιδιά.
Την περίοδο αυτή η ψυχική του υγεία του Σούμαν άρχισε να κλονίζεται. Θεωρούσε ότι διακατεχόταν από δύο προσωπικότητες. Ίδρυσε ένα μουσικό περιοδικό στο οποίο έγραφε χρησιμοποιώντας δύο ψευδώνυμα, το «Ευσέβιος» και το «Φλορεστάν». Τα πρόσωπα αυτά ήταν φανταστικά, μαρτυρούν όμως το διχασμό της προσωπικότητάς του καθώς ο καθένας είχε στα κείμενα διαφορετικό «ύφος».
Ο Σούμαν στην προσπάθειά του να γίνει βιρτουόζος στο πιάνο τραυμάτισε τα χέρια του και συγκεκριμένα το μεσαίο δάχτυλο. Τοποθέτησε στο πάνω μέρος της παλάμης του έναν «μηχανισμό», δικής του κατασκευής, πιστεύοντας ότι θα διόρθωνε το πρόβλημα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να επιδεινώσει το τραύμα του. Ο Σούμαν ήταν κοντός και εύσωμος, με μικρά χέρια τα οποία στο άνοιγμα της παλάμης δεν έφταναν την επιθυμητή έκταση της οκτάβας στο πιάνο. Σε μια έκρηξη θυμού, λέγεται ότι έκοψε τις σάρκες ανάμεσα στα δάχτυλά του θεωρώντας ότι θα μπορούσε να φτάσει την έκταση της οκτάβας. Τα περιστατικά αυτά τον έκαναν σταδιακά να εγκαταλείψει το πιάνο και να αφιερωθεί στη σύνθεση, τη μουσική κριτική και τη διεύθυνση ορχήστρας.
Η περίοδος σύνθεσης, παρόλο που η ψυχική του υγεία επιδεινωνόταν συνεχώς, θεωρείται από τις παραγωγικές της ζωής του. Συνέθεσε αριστουργήματα, με γνωστότερα ίσως το Καρναβάλι, το Άλμπουμ για τη νεότητα, τις Σκηνές του δάσους, μουσική δωματίου, κονσέρτα για πιάνο και έγχορδα αλλά και τραγούδια.
Το 1850 ανέλαβε χρέη Καλλιτεχνικού Διευθυντή στη Μουσική Ακαδημία του Ντύσελντορφ. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Συνέθετε μανιωδώς έργα ενώ η γυναίκα του θεωρούνταν η μεγαλύτερα πιανίστα της εποχής. Η Κλάρα ερμήνευε τα έργα του και τον στήριζε στις κρίσεις του. Σύμφωνα με φήμες της εποχής όμως, η Κλάρα διατηρούσε κρυφό δεσμό με έναν άλλο μεγάλο συνθέτη της εποχής και φίλο του Σούμαν, τον Γιοχάνες Μπραμς. Σε ένα κονσέρτο στην Ολλανδία ο Σούμαν έπαθε νευρικό κλονισμό ουρλιάζοντας ότι ακούει φωνές από το υπερπέραν να του φωνάζουν και να τον καλούν κοντά τους. Σε μια νέα κρίση, βγήκε από το σπίτι του φορώντας τη ρόμπα και τις παντόφλες της γυναίκας του. Τρέχοντας πήρε φόρα και έπεσε από μια γέφυρα στον παγωμένο Ρήνο. Ο κόσμος τον μάζεψε και τον μετέφερε στο σπίτι του. Όταν ερωτήθηκε γιατί έκανε κάτι τέτοιο, απάντησε «Με κυνηγούσε το Σολ δίεση!». Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Σούμαν μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο, κοντά στη Βόννη μετά από επιθυμία της γυναίκας του.
Πέθανε το 1856, σε ηλικία 46 ετών, έχοντας χάσει εντελώς τα λογικά του, χτυπημένος από τη σύφιλη...