«Πότε είναι κανείς σπίτι του;»

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 03.07.20 ]

O Ράινερ Μαρία Ρίλκε,γράφει για τη νοσταλγία: «Αυτό ’ναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύµα/και να µην έχεις πατρίδα µες στον χρόνο». Για τον Όμηρο η Ιθάκη είναι το σύμβολο αιώνιας νοσταλγίας και η Οδύσσεια το κατεξοχήν ποίημα της νοσταλγίας. Αναζητώντας το «νόστιμον ήμαρ» ο Οδυσσέας θα φτάσει στην Ιθάκηγια να ξαναφύγει σε τρεις μέρες με το κουπί του στον ώμο και να περιπλανηθεί εκ νέου. Ο Σεφέρης γράφει ότι είναι ευτυχισμένος αυτός που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. Για τη νοσταλγία μίλησαν ο Δάντης, ο Τέννυσον, ο Προυστ, ο Πεσσόα, ο Κάλβος, ο Καβάφης, η γενιά του τριάντα, ο Ταρκόφσκυ...

Στην «Άγνοια» ο Κούντερα επιστρέφει στον Ομηρο για να τον ξαναδιαβάσει διαφορετικά. Για τον Ταρκόφσκι δεν είναι  μόνον η νοσταλγία του ταξιδευτή μακριά από την πατρίδα του, αλλά ταυτόχρονα και η νοσταλγία που προκαλεί το εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου που ψάχνει να βρει τις παλιές βεβαιότητες, η αδυναμία επικοινωνίας σε έναν κόσμο που δεν ανήκει. Ίσως ταυτίζεται με την αλήθεια όπως την είδε ο Αξελός: «όλες οι αλήθειες εμφανίζονται ως θριαμβικές μορφές της περιπλάνησης».

Η νοσταλγία είναι ο κοινός τόπος της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αμερική ή την Γερμανία, των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου, των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, των Ελλήνων μεταναστών του 70, των οικονομικών μεταναστών προς την Ελλάδα, των παλιννοστούντων, των πρόσφατων Ελλήνων μεταναστών του 2010 και των προσφύγων του σήμερα. Από την τραγωδία ως το δημοτικό τραγούδι η λογοτεχνία έχει πηγή έμπνευσης τα θέματα της περιπλάνησης, του νόστου, της προσφυγιάς.

Ο ξεριζωμός και η μοναξιά της Λιαλιώς την αναγκάζουν να καταφύγει στη νοσταλγία και στο όνειρο για επιστροφή στην πατρίδα, στους δικούς της ανθρώπους. Μα και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης επιστρέφει νοσταλγικά, είτε σε νοερό είτε σε πραγματικό επίπεδο, στο παρελθόν του, στη Σκιάθο των παιδικών του χρόνων. Η νοσταλγία είναι η δύναμη από την οποία αντλεί την έμπνευσή του.

Το βιβλίο «Η νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» της Μπαρμπαρά Κασσέν (εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Σεσίλ-Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Μελάνι, 2015) εξετάζει παράλληλα με τη «νοσταλγία», τη σχέση μεταξύ πατρίδας, εξορίας και μητρικής γλώσσας, το ρίζωμα και τον ξεριζωμό. Η νοσταλγία, μας λέει η Κασσέν προέρχεται από τις λέξεις «νόστος» και «άλγος». Ωστόσο δεν απαντά στην Οδύσσεια, αλλά «είναι στην πραγματικότητα το όνομα μιας νόσου καταχωρισμένης ως τέτοιας μόλις τον 17ο αιώνα». Είναι γερμανο-ελβετική λέξη. Την επινόησε ο Γιόχαν Γιάκομπ Χάρντερ, προκειμένου να κατονομάσει τον πόνο της πατρίδας, το Heimweh από τον οποίο υπέφεραν οι πιστοί, ακριβοπληρωμένοι Ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου 14ου

Η Κασσέν αναλύει τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, με τον θάνατο, όπως και με την αιωνιότητα, και τη σχέση του με την πατρίδα για να καταλήξει σε μια θεώρηση του κόσμου απαλλαγμένη από κάθε ανήκειν.

Το δοκίμιο  αρχίζει με τις φράσεις:«θα 'λεγε κανείς ότι επιστρέφω σπίτι μου, αλλά σπίτι μου δεν είναι. Ίσως γιατί δεν υπάρχει σπίτι μου. Ή, ακριβέστερα, γιατί νιώθω πιο πολύ στο σπίτι μου, κάπου που είναι σαν στο σπίτι μου, όταν δεν είμαι σπίτι μου. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;»

Η νοσταλγία δεν είναι απλώς ο καημός της πατρίδας και η επιστροφή σ’ αυτή. Ξεκινώντας από την προσωπική της εμπειρία αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ της πατρίδας, της εξορίας και της γλώσσας. Πρόκειται για ένα θέμα που είναι καθολικό και άκρως πολιτικό: «Από αυτή ακριβώς την εμπειρία θέλω να ξεκινήσω: από το συναίσθημα που ενδόμυχα αποκαλώ ασυγκράτητη νοσταλγία και που με κατακλύζει σε κάθε «επιστροφή» μου στην Κορσική. Ένα συναίσθημα έντονο, αλλόκοτο, αφού προγόνους σ' αυτό το νησί δεν έχω, δεν έχω γεννηθεί, δεν έχω περάσει εκεί ούτε τα παιδικά μου χρόνια ούτε τα νιάτα μου». Εκεί είναι στο σπίτι της «καθ’ όσον δεν είναι στο σπίτι της». Εκεί είναι ο τάφος του άντρα της και ο μελλοντικός δικός της. Δηλώνει ότι θέλησε να αναστοχαστεί τη νοσταλγία, επειδή αγαπά τον Όμηρο, τον Οδυσσέα, τα ελληνικά, τη Μεσόγειο. Αναπτύσσει το θέμα της με άξονα τρεις χαρακτηριστικούς νοσταλγούς, τον Οδυσσέα, τον Αινεία και την Άρεντ, αφού αναφερθεί στο δικό της σπίτι στο γραφικό ψαροχώρι Πίνο της Κορσικής. Για την ίδια σπίτι είναι η Κορσική κι ας γεννήθηκε στο Παρίσι. Νοιώθει σπίτι της αυτόν τον τόπο ακριβώς επειδή είναι φιλοξενούμενη και ζει εκεί την εμπειρία του κόσμου αφού «κάθε νησί είναι μια άποψη του κόσμου».

Ο νόστος του Οδυσσέα, μας λέει, είναι εξίσου παράδοξος με τη νοσταλγία γιατί όταν φτάνει στην πατρίδα του δεν την αναγνωρίζει και όταν επιστρέφει πρέπει να ξαναφύγει για να πάει σε τόπο που δεν γνωρίζουν από θάλασσα καθώς δεν αναγνωρίζουν το κουπί που έχει στους ώμους του. Επιλέγει τη θνητότητα αντί της αιώνιας νεότητας που του δίνει η Καλυψώ αρκεί να γυρίσει στο σπίτι του. Στο σπίτι του έχει ταυτότητα. Η νοσταλγία και το ταξίδι του ταυτίζεται έτσι με την απόδοση ταυτότητας. Ταυτίζεται όμως και με την περιπλάνηση, «το σπίτι του είναι η Μεσόγειος». Είναι ο Οδυσσέας ο τυχοδιώκτης, ο νομάς, ο κάτοικος του κόσμου, ο κοσμοπολίτης ήρωας και ένας «μπουρζουάς» σε αναζήτηση της ταυτότητάς του.

 «Όταν ο ξεριζωμός επισυμβαίνει χωρίς ελπίδα επιστροφής, η κεντρική φιγούρα είναι εκείνη του εξορισμένου. Ο Οδυσσέας μετατρέπεται σε Αινεία, αυτόν που οι Έλληνες έδιωξαν από τη φλεγόμενη Τροία και του οποίου την περιπλάνηση περιγράφει αντί του Ομήρου ο Βιργίλιος... και όταν δεν υπάρχει η επιθυμία της επιστροφής, η ίδια φιγούρα μετατρέπεται σε εκείνη του μετανάστη, που αποκτά διαφορετικές ρίζες». Νοσταλγός ο Αινείας αφού, διωγμένος από την Τροία, κουβαλώντας στη πλάτη τον πατέρα του περιπλανιέται. «Πλανιέται από τόπο σε τόπο, έως ότου η Ήρα, η οποία τον καταδιώκει με το μίσος της, δεχτεί να τον αφήσει να ιδρύσει αυτό που θα γίνει μια μέρα η Ρώμη, αλλά υπό έναν όρο: να ξεχάσει τα ελληνικά και να μιλά «δι’ ἑνός στόματος», λέει ο Βιργίλιος, με τους Λατίνους και όπως αυτοί. Το ιδρυτικό έπος είναι εν προκειμένω και  ιδρυτικό γλώσσας»... Ο Αινείας δεν θα μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά, τη γλώσσα των κατοίκων του τόπου στον οποίο εγκαθίσταται. Η εξορία επιβάλλει να εγκαταλείψουμε τη μητρική γλώσσα … τη νέα πατρίδα τη φτιάχνουμε με τη γλώσσα του άλλου». Για τον Αινεία η εξορία είναι μια επιστροφή στον καταγωγικό τόπο, στη Ρώμη που είναι ανοιχτή σε όλους τους ξένους, «παράδειγμα της συμπεριλαμβανόμενης ετερότητας». Το τέλος της εξορίας είναι μια ευτυχής επιμειξία. Από τη μια λοιπόν «περιπλάνηση και επιστροφή [Οδύσσεια] κι από την άλλη, «φυγή και εξορία» [Αινειάδα].

Για την ελληνίστρια συγγραφέα «δύο είναι οι μοναδικές γλώσσες, η ελληνική, αξέχαστη, και η λατινική, αυτοκρατορική- δύο είδη ηγεμονίας, η πολιτισμική και η πολιτική. Κι έπειτα όλες οι άλλες, στις οποίες επιτρέπουμε να είναι απλώς «ηλίθιες», idiotes, δηλαδή απολιτικές και βάρβαρες». Για τον Χάιντεγκερ υπάρχουν τα ελληνικά και τα γερμανικά. Η εξορία επιβάλλει να εγκαταλείψουμε την μητρική γλώσσα. Ποια είναι η ουσία της «μητρικής» γλώσσας; «η ικανότητα να επινοείς». Η Άρεντ, γράφει η Κασσέν, δεν είναι εξόριστη από τη χώρα της, τη Γερμανία, όσο από τη γλώσσα της, τη γερμανική. Η μητρική γλώσσα συγκροτεί την πατρίδα της. Δεν ένιωθε Γερμανίδα ούτε Εβραία. Δεν αγάπησε ποτέ οποιονδήποτε λαό ή συλλογικότητα παρά μόνο τους φίλους της. Η δική της ουσία ήταν η φιλοσοφία και σ’ αυτή την περίπτωση «αυτό που μετράει είναι η γλώσσα. Η  Χάνα Άρεντ θεωρεί ότι η νοσταλγία εκφράζεται μέσω της γλώσσας: «η μητρική γλώσσα είναι το μόνο που μπορούμε να πάρουμε μαζί απ' την παλιά πατρίδα μας, και εγώ πάσχισα πάντα να διατηρήσω ανέπαφο και ζωντανό αυτό το αναντικατάστατο πράγμα». Τα γερμανικά που αγάπησε πριν τα μιλήσουν οι ναζί, η γλώσσα της ποίησης και της φιλοσοφίας, είναι αυτά που της θυμίζουν την πατρίδα. Η μητρική γλώσσα άλλωστε διαμορφώνει το Είναι μας και κάθε γλώσσα είναι εκτός εδάφους, εξόριστη. Ωστόσο η Άρεντ έχει πολλές «καταγωγικές γλώσσες»: «τα γερμανικά, γλώσσα της ποιητικής και φιλοσοφικής πατρίδας της, τα γαλλικά της πρώτης της εξορίας, τα αγγλικά-με γερμανική-προφορά της δεύτερης υπηκοότητάς της, τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, γλώσσα των πολιτικών της προγόνων». Απομακρύνεται έτσι από την αρχική της θέση πως η «ανακάλυψη» είναι το ίδιον της μητρικής γλώσσας: «Ανακαλύπτουμε» διαφορετικά σε κάθε γλώσσα και, φυσικά, η μετάφραση είναι κι αυτή μια «ανακάλυψη». Οι πρόσφυγες, οι εξόριστοι δεν είναι  αποσυνάγωγοι αλλά η πρωτοπορία της «ανθρώπινης συνθήκης».

Βασικό ερώτημα που θέτει η Κασσέν είναι:«Μήπως λοιπόν ο καλύτερος τρόπος να επιστρέψουμε στην πατρίδα, στο πέρας μιας οδύσσειας μεταλλαγμένης από το σύγχρονο συναίσθημα, είναι να μην είναι η δική μας; Η πατρίδα, όπως η γλώσσα, δεν ανήκει». Πρώτο παράδειγμα ο Οδυσσέας που «δεν παύει να μην επιστρέφει». Το δίδαγμα της Οδύσσειας είναι για τη φιλόσοφο "ότι δεν μένει ποτέ κανείς «εκεί» για πολύ, ότι δηλαδή δεν είναι ποτέ «εκεί» στο σπίτι του". Αντί για ρίζες θα καλλιεργούσε το «αλλού», έναν κόσμο ανοιχτό, γεμάτο με διαφορετικούς «ομοίους». Η γλώσσα συνιστά την πατρίδα καθενός. Η εξορία είναι το πρότυπο της συνθήκης του σύγχρονου ανθρώπου και είμαστε όλοι εξόριστοι. Αυτό που είναι ριζωμένο είναι το δέντρο του κρεβατιού του Οδυσσέα και όχι ο Οδυσσέας. Αυτός ξαναφεύγει αμέσως «προς το ακραίο αλλού», στα πέρατα του κόσμου. Η νοσταλγία δεν είναι απλώς ο καημός της πατρίδας και η επιστροφή σ' αυτή.

Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; αναρωτιέται, εν κατακλείδι, η Μπάρμπαρα Κασσέν: «Όταν, λέει, τον υποδέχονται – αυτόν, τους δικούς του και τη γλώσσα, τις γλώσσες του.