Του Νίκου Κωστολιά
“Θα ωφεληθούν οι φτωχοί ασθενείς με τα απογευματινά χειρουργεία γιατί θα μειωθεί ο χρόνος αναμονής”1 υποστήριξε σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, αλλά η αποστροφή ελέγχεται. Έχουν όντως έτσι τα πράγματα;
Η “αναβάθμιση” του ισχύοντος καθεστώτος των απογευματινών ιατρείων στα δημόσια νοσοκομεία με την εφαρμογή και απογευματινών χειρουργείων αποτέλεσε βασικό σημείο του νόμου 4931/2022 με τίτλο “Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις”. Το επιχείρημα υπέρ αυτής της επιλογής, όπως καταγράφεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας, είναι το εξής: “Με τα απογευματινά χειρουργεία ο ασθενής θα έχει μια επιπλέον οικονομικότερη επιλογή από τις ιδιωτικές κλινικές, χωρίς να θίγεται καθόλου η πρωινή λίστα των χειρουργείων του ΕΣΥ. Ο ιατρός θα έχει επιπλέον οφέλη και συνολικά το προσωπικό -νοσηλευτές και διοικητικό προσωπικό- ενώ και το νοσοκομείο θα έχει έσοδα που θα τα χρησιμοποιεί το ίδιο επιστρέφοντας αυτά τα χρήματα στους πολίτες, βελτιώνοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Με αυτόν τον τρόπο δίνουμε τη δυνατότητα στον πολίτη να μπορεί να επιλέγει ιατρό του δημόσιου συστήματος”. Μία πρώτη αυθόρμητη αντίρρηση απέναντι στο επιχείρημα του υπουργείου είναι ότι εφόσον ένας πολίτης μπορεί να χρησιμοποιήσει δωρεάν και απρόσκοπτα τις υπηρεσίες του δημόσιου νοσοκομείου δεν έχει κάποιο λόγο να πληρώσει για τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες. Ο μόνος πιθανός λόγος είναι για να παρακάμψει τις λίστες αναμονής που ήδη υπάρχουν οι οποίες είναι βέβαιο πως θα μεγαλώσουν κι άλλο διότι, αφενός, το ανθρώπινο δυναμικό των νοσοκομείων δεν ενισχύεται για να αντεπεξέλθει και σε απογευματινή εργασία, αφετέρου, δίνονται ισχυρά οικονομικά κίνητρα σε τμήματα του προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων να ελαχιστοποιήσουν το χρόνο και την προσπάθεια που αφιερώνουν τις ώρες της έμμισθης απασχόλησής τους προκειμένου να τη διοχετεύσουν στις κερδοφόρες, ιδιωτικού χαρακτήρα, απογευματινές ασχολίες (Μόσιαλος, 2004: 21).
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα του νέου νόμου αποτελεί το γεγονός ότι, μετακυλίοντας το κόστος για απαραίτητες ιατρικές πράξεις στους πολίτες, αυξάνει περαιτέρω τις ήδη υψηλές ιδιωτικές δαπάνες (40% περίπου) και οξύνει τις ανισότητες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Όπως έχει καταστεί σαφές, σε ακαδημαϊκό επίπεδο εδώ και δεκαετίες, οι ιδιωτικές δαπάνες παράγουν ανισότητες στο βαθμό που συνδέουν την κάλυψη και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας με το ύψος του εισοδήματος (Οικονόμου, 2004: 254). Το βάρος της χρηματοδότησης μετατοπίζεται από ένα καθεστώς συλλογικής αντιμετώπισης των κινδύνων, σύμφωνα με το οποίο οι πολίτες συμβάλλουν ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα μέσω της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, προς ένα σύστημα καταβολής άμεσων πληρωμών, με αποτέλεσμα η διανεμητική επίπτωση να είναι υπέρ των πλουσιότερων. Όπως ισχυρίζονταν, δηλαδή, οι Rice και Morrison, το 1994, “όσο υψηλότερο το ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών στο μίγμα των πηγών χρηματοδότησης της φροντίδας υγείας, τόσο μεγαλύτερο το σχετικό μερίδιο του φορτίου χρηματοδότησης που επωμίζονται τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και τα άτομα με χαμηλό επίπεδο υγείας, με συνέπεια τον περιορισμό της αλληλεγγύης μεταξύ οικονομικά ισχυρών και αδύναμων, υγειών και ασθενών” (Μόσιαλος, 2004:19).
Πέρα από την επίδρασή τους στις ανισότητες, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας επιβαρύνουν δυσανάλογα τον πληθυσμό με χαμηλά εισοδήματα, επιφέροντας αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική κοινωνική ευημερία. Σε έρευνα του 2008, που διερευνούσε την επίδραση των ιδιωτικών δαπανών στη φτώχεια, διαπιστώθηκε ότι με βάση τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, το 17,7% των ατόμων στη χώρα βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Εάν από τη συνολική κατανάλωση των ατόμων αφαιρεθούν οι δαπάνες για την υγεία, τότε το ποσοστό των ατόμων που πέφτει κάτω από αυτό το όριο της φτώχειας ανέρχεται στο 21,2%. Δηλαδή το ποσοστό των φτωχών αυξάνεται κατά 19,6%. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι ιδιωτικές δαπάνες για υγεία, εκτός από το ότι αυξάνουν τη φτώχεια, μειώνουν σημαντικά και αυτό καθαυτό το εισόδημα των φτωχών: εάν αφαιρεθούν οι δαπάνες για υγεία από τις συνολικές δαπάνες των ατόμων, το χάσμα της φτώχειας αυξάνεται κατά 5,8%. Δηλαδή, οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι διότι οι δαπάνες για την υγεία είναι ανελαστικές και κατά συνέπεια στερούν σημαντικούς πόρους από τα νοικοκυριά που θα μπορούσαν να καταναλωθούν σε άλλα αγαθά, επηρεάζοντας έτσι σημαντικά το επίπεδο διαβίωσής τους (Παπαθεοδώρου, 2011: 55).
Συμπερασματικά, η λειτουργία απογευματινών χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία οδηγεί σε επιδείνωση των φαινομένων αναμονής ενώ δίνει στο προσωπικό οικονομικά κίνητρα που υπονομεύουν τη δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας. Ταυτόχρονα, αυξάνει τις ιδιωτικές δαπάνες και ως εκ τούτου τις ανισότητες στην υγεία εφόσον η κάλυψη και η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας συνδέονται με το ύψος του εισοδήματος. Πέρα από την επίδρασή τους στις ανισότητες, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας επιβαρύνουν δυσανάλογα τον πληθυσμό με χαμηλά εισοδήματα, επιφέροντας αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία των στρωμάτων αυτών και στη συνολική κοινωνική ευημερία.
Το εν λόγω νομοσχέδιο ζημίες και όχι ωφέλειες προμηνύει για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα.
1 https://www.moh.gov.gr/articles/ministry/grafeio-typoy/press-releases/10405-15-erwthseis-apanthseis-gia-to-nomosxedio-giatros-gia-oloys πρόσβαση: 19/2/2023
Βιβλιογραφία
Μόσιαλος Η. (2004). Πρόλογος στο, Οικονόμου Χ. (2004), Πολιτικές Υγείας στην Ελλάδα & τις Ευρωπαϊκές Κοινωνίες, Αθήνα: Διόνικος.
Οικονόμου Χ. (2004). Πολιτικές Υγείας στην Ελλάδα & τις Ευρωπαϊκές Κοινωνίες, Αθήνα: Διόνικος
Παπαθεοδώρου Χ., Μωυσίδου Μ.(2011). Υγειονομική περίθαλψη και ανισότητα στην Ελλάδα: Η διανεμητική επίδραση του συστήματος υγείας, Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ