Προς τα που πάει η Ποίηση;
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 20.03.23 ]Προς τα που πάει η ποίηση; Να άλλη μια ερώτηση στην οποία δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε. Είναι ορισμένοι που πιστεύουν ότι η ποίηση, αφού ολοκλήρωσε τον ιστορικό της κύκλο, σήμερα κατευθύνεται «προς την πρόζα», προς περισσότερο ανοιχτές φόρμες, προς έναν τύπο περισσότερης συνομιλίας που γεννήθηκε από την επιθυμία να καθορίσει έναν τύπο επικοινωνίας του ποιητή με το κοινό του, όμοιο μ’ εκείνο που ήταν στην αρχή, όταν η ποίηση ήταν μια αφήγηση από τα ίδια τα χείλη του ποιητή, σύμφωνα με ρυθμούς και παρηχήσεις που έβαζαν μαζί ήχο και μνήμη, αρμονία και νόημα. Από την εποχή του Ομήρου σ’ εκείνη του Αριόστο, που διάβαζαν τα ποιήματά τους στις αυλές των ευγενών, αυτή ήταν η πρακτική. Με την νέα εποχή αυτή η παράδοση διακόπηκε και η ποίηση έγινε όλο και πιο αυτόνομη, και απελευθερώθηκε από την ανάγκη της επικοινωνίας, μέχρι το σημείο που θα βρει τον ίδιο λόγο της ύπαρξής της στην άρνηση της άμεσης επικοινωνίας∙ σαν η επικοινωνία, η αφήγηση και η παραστατικότητα, να ήταν το αντίθετο της ποιητικής λειτουργίας και έξω από τον χώρο της ποίησης.
Η ποιητική γλώσσα σε πολλές περιπτώσεις έγινε ένα είδος ταυτολογίας και έφτασε να είναι ένας μύθος της ίδιας της ποίησης. Σ’ αυτή την κατάσταση της καθαρής ποίησης που εμφανιζόταν μπλοκαρισμένη από την τεχνική και τη μανιέρα, αντέδρασαν πολλοί ποιητές του 20ου αιώνα, από τον Έλιοτ στον Μπρεχτ, στον Ώντεν, στον Μοντάλε, στον Σεφέρη, φυσικά με διαφορετικούς τρόπους, αναζητώντας πάντα να φέρουν κοντά τον λυρισμό στην αφήγηση. Το ίδιο έκανε και ο Παζολίνι, με την πρόθεση να σπάσει την τυραννική τελειότητα της «κενής υπέρβασης» στην οποία κατέληγε η ποίηση, η ασάφειά της και τα βίαια γλωσσικά της βραχυκυκλώματα, με μια υπολογισμένη πεζογραφική άνεση.
Αυτή η υπερβολική εξειδίκευση που συχνά μεταβάλλεται σε ιδίωμα και σταματά μπροστά στο τείχος του ακατανόμαστου, που δημιουργεί την κούραση για μια «δύσκολη» ή δυσνόητη ποίηση, είναι η προϋπόθεση γι’ αυτή την «αφηγηματική» επιλογή πολλών από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές. Όχι μόνο αρχαίοι Έλληνες ή Λατίνοι ποιητές, αλλά και ποιητές της εποχής μας που σαγηνεύονται έντονα από τις χίλιες όψεις του κόσμου, που οδηγούνται στο να μεταμορφώσουν ένα όραμα του νου σε μια εμπεριστατωμένη περιγραφή, σε μια εμπεριστατωμένη περιγραφή ενός ηθικού παραμυθιού.
Υπάρχουν όμως και άλλοι που δηλώνουν ότι αγαπούν την παράδοση: αγαπούν τις ομοιοκαταληξίες, τους ρυθμούς, τους τονισμούς, τους κανονικούς στίχους, τους χρωματισμούς, τη ρητορική, το παλιό στυλ, τα παλιά εργαλεία. Αγαπούν το ανάλαφρο, δεν αγαπούν το μοντέρνο κι ακόμη περισσότερο εκείνη την έκφραση του μοντέρνου που είναι ο ελεύθερος στίχος, την ποίηση που μιλά όπως θέλει, χωρίς κανόνες και χωρίς φρένα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτή η κλειστή φόρμα είναι λιγότερο αφηγηματική από εκείνη του ελεύθερου στίχου∙ κι ούτε σημαίνει ότι εκείνη του ελεύθερου στίχου είναι πιο προσιτή στον αναγνώστη και λιγότερο δύσκολη από την άλλη. Είναι μόνο δύο δυνατοί τρόποι να πλησιάσουμε την ποίηση που μπορούμε να βρούμε και τις δύο στον ίδιο ποιητή.
Σ’ αυτές τις σκέψεις βρίσκεται η πιθανή απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα, το αληθινό νόημα της ποίησης: η ευγένειά της, η πρωταρχική της λειτουργία, ο λόγος της ύπαρξής της.
21-03-2020
* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ