Πουαντερί· μια ανάποδη και μια καλή
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 07.03.18 ]Τη γιαγιά μου τη λέγαμε Πηνελόπη. Τη θυμάμαι καθισμένη στην παλιά της πολυθρόνα, με δυο μεταλλικές βελόνες νούμερο τρία στα χέρια, ολημερίς να πλέκει, το βράδυ να ξηλώνει. Η γιαγιά μου, ρέκτρια του πλεκτού και της ψιλοβελονιάς, διαρκώς μετρούσε πόντους κι έπλεκε, μέχρι που η Άτροπος έκοψε οριστικά και το δικό της νήμα. Τα χέρια της δούλευαν μεθοδικά. Ακόμα κι όταν τα αρθριτικά παραμόρφωσαν τα δάχτυλά της, εκείνη χειριζόταν τις βελόνες όπως ο παθιασμένος χαρτοπαίκτης την τράπουλα και ο ταχυδακτυλουργός τα μαντίλια του.
Όσο κυλούσε ο καιρός τόσο δυσκολότερα έβρισκε τα κουβάρια που αργά θα ξεδίπλωνε και ρυθμικά θα τα έκανε εργόχειρα: πουλόβερ, κασκόλ, σκουφάκια. Όλα για τους αγαπημένους της. Το τελευταίο μαλλάδικο που το επισκεπτόταν τακτικά κάθε Σάββατο πρωί στην Ευαγγελιστρίας, έκλεισε κι αυτό οριστικά. “Tέλος Εποχής” δήλωνε το κολλημένο στην πόρτα χαρτόνι.
Η γιαγιά πιο πολύ έπλεκε παρά ζούσε. Ήταν όμως ικανοποιημένη. Με το πλεκτό διαχειρίζεσαι καλύτερα τον χρόνο σου και την αμηχανία σου. Δοκιμάζεις την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας στην ίδια σου τη ζωή. Φαντάζεσαι σχέδια, συνδυασμούς, ευφάνταστα μοτίβα, κι αν δεν σ’ αρέσουν, τα ξηλώνεις. Ράβεις τη μέρα, ξηλώνεις τη νύχτα. Το νήμα όμως ποτέ δεν το πετάς. Ακόμα αναπνέω τη μυρωδιά από τις κούκλες μαλλί που έφερνε κάθε Σάββατο μεσημέριστο σπίτι. Τη θυμάμαι να τις ξετυλίγει με προσοχή και μαζί τους να ξετυλίγει τον μίτο των γεγονότων της δικής της ζωής. Το πιο σημαντικό στην πλεκτική, Ποπίτσα μου, είναι ο κόμπος. Πρώτα περνάς μετρώντας έναν έναν τους πόντους στη μια βελόνα και είσαι έτοιμη να ξεκινήσεις. Η αρχή του πλεκτού. Η αρχή της δημιουργίας.
Καλλιτέχνις η γιαγιά. Το πουαντερί όμως ήταν το φόρτε της. Μια καλή και μια ανάποδη, όπως και η ζωή, κορίτσι μου. Πρώτα ξεκινάς από την πλάτη, από κάτω προς τα πάνω· μετά τη λαιμόκοψη και στο τέλος τα μανίκια. Το ίδιο να κάνεις και στη ζωή σου. Να ξεκινάς από τα χαμηλά, όλα να τα κάνεις με τη σειρά και να μην βιάζεσαι. Να φροντίζεις όμως να δένεις σφιχτά τους κόμπους. Και να προσέχεις πάντα τα υλικά που διαλέγεις. «Κρεπέ» ή «κρόκους» ή «τετράκλωνο προβατάκι» είναι γερά μαλλιά. Αθάνατα. Αντέχουν στις κακοκαιρίες και τις αναποδιές. Σε ζεσταίνουν. Το μαλλί είναι πράμα ζωντανό, κορίτσι μου. Σε συντροφεύει.
Τη μάλλινη μπορντό ζακέτα με τα ωραία γεωμετρικά σχέδια τη θυμάμαι να τη φοράει συνεχώς. Πολλοί κυβιστές ζωγράφοι θα την ζήλευαν για τα σχέδια και τα χρώματά της. Η ζακέτα και η γιαγιά αχώριστες φιλενάδες. Παντού πήγαιναν μαζί, σκιά η μια της άλλης. Το ’61 λίγο μετά τις εκλογές έπλεξα του παππού σου ένα μπορντό πουλόβερ, ποίημα, αριστούργημα. Εναερίτης από τους λίγους ο συχωρεμένος. Ίδιος ο Μπαρτ Λάνκαστερ ν’ ανεβαίνει το κατάρτι στον «Κόκκινο πειρατή». Ποτέ δεν κρύωσε. «Όταν το φοράω, Πηνελόπη μου - θαρρώ πως τον ακούω τώρα δα να μου μιλάει - σε νιώθω πάνω μου. Σε έχω συντροφιά μου, σε χαϊδεύω». Τέτοια μου ’λεγε ο μπαγάσας. Το ’68 στη Γυάρο τον έσωσε από σίγουρη πνευμονία. Όταν επέστρεψε, δεν το ξανάβαλε. Μυρίζει θάνατο, Πηνελόπη, είπε. Άμα του τσακίσανε τα νεφρά στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, καταχείμωνο ήταν, το μπορντό πλεκτό έσφιγγα στην αγκαλιά μου στο Νεκροταφείο της Καισαριανής που τον κηδέψαμε. Το ίδιο βράδυ το ξήλωσα.
Την επόμενη μέρα άρχισα να πλέκω την μπορντό ζακέτα της μάνας σου, που όταν σε γέννησε μου τη χάρισε για να σε ζεσταίνω στην αγκαλιά μου. Αυτήν φόραγε τον Φλεβάρη του ’73 στη Νομική. Και πόσο καμάρωνε! Ρε, μάνα, μπαμπάκα μυρίζει η ζακέτα. Γι’ αυτό σου λέω, μικρή μου, αθάνατο το μαλλί. Τα υλικά να προσέχεις.
Πού τη θυμήθηκα τώρα τη γιαγιά μου… Καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Πριν από λίγο άνοιξα την τηλεόραση κι έπεσα τυχαία πάνω σε μια εκπομπή αφιερωμένη στους δερβίσηδες. Πόσο όμορφα στροβιλίζονται. Θαρρώ πως η περιστροφή είναι θεμελιώδης συνθήκη της ύπαρξής μας. Όλα όσα υπάρχουν πάνω στο πρόσωπο της γης συνίστανται από περιστρεφόμενα ηλεκτρόνια, πρωτόνια και ουδετερόνια. Όλα περιστρέφονται και το ανθρώπινο πλάσμα ζει μέσω της κυκλικής περιστροφής του αίματος, των κυκλικών εναλλαγών της ζωής από την πρώτη στιγμή της γέννησής του. Η γιαγιά μου, όταν έπλεκε, ήταν ένας παράξενος δερβίσης, που αντί να στροβιλίζεται, κουνούσε περιστροφικά τις βελόνες της, προστατευμένη στο ασφαλές καταφύγιο του δικού της ρυθμού. Δεν έχει σημασία τι έπλεκε. Οι κατά πλεκτόν σαλοί εντέλει πλέκουν το ίδιο πράγμα: γερά πανιά. Κρατάνε τις βελόνες τους σαν κουπιά και ταξιδεύουν πλέκοντας χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Κάποτε διάβασα πως το πλέξιμο και τα χαρτιά είναι τα νηπενθή για τους ανθρώπους που ο χρόνος τους είναι πολύ λίγος για ν’ αλλάξουν τη ζωή τους και πολύ μακρύς για να τον υπομείνουν. Η γιαγιά η Πηνελόπη έπλεκε και τραγουδούσε μακρόσυρτους αμανέδες, ξεχασμένους καημούς από τη δική της μάνα την Ανατολίτισσα που έφτασε κοπέλα στην Ελευσίνα τον Σεπτέμβρη του ’22, με τη γιαγιά μου στην αγκαλιά της. Κάθε πόντος και ένας μπουρνοβαλιώτικος αναστεναγμός: «Αμάν, αμάααν, αμάν, σε βλέεε-έπουν τα ματάαα-κια μου και μου περνάει ο πόνος...».
Καθισμένη τώρα που πήρε να χειμωνιάζει στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς πλέκω με το ίδιο νήμα ένα μπορντό κασκόλ για τη δική μου κόρη. Τη ζακέτα την ξήλωσα το βράδυ που η Πηνελόπη έφυγε. Τα χέρια μου κινούνται ρυθμικά, εξήντα περίπου κινήσεις το λεπτό, όσοι πάνω κάτω και οι χτύποι της καρδιάς. Ανεπαίσθητα νιώθω ήρεμη, προστατευμένη σε μια μεγάλη αγκαλιά. Κανείς δεν μπορεί να με πειράξει. Κάθε πόντος και μια περιστροφή. Κάθε πόντος και η ψυχή λίγο λίγο βγαίνει από το σώμα μου. Κάθε πόντος και στροβιλίζομαι στην τροχιά της παγκόσμιας αρμονίας, χωρίς υπεροψία και μέθη.
(Από τις «Δημόσιες Ιστορίες», Πηγή 2013)