«Πολίτες του κόσμου» ή «στρατιώτες καταφυγίου»;

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 04.02.18 ]

 

Ο εθνικιστικές τάσεις στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα μιας τριπλής κρίσης: εθνικής, πολιτικής και οικονομικής. Κατ' αρχάς, ο εθνικισμός στις χώρες που προέκυψαν με την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων σχετίζεται με τον τρόπο ένταξης εθνοτήτων στα πολυεθνικά κράτη της πρώην ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβίας. Στα κράτη αυτά δεν υπήρχε ως επί το πλείστον ισοτιμία των εθνών. Έτσι, μετά την πτώση της κεντρικής εξουσίας, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου· ο απελευθερωτικός πατριωτισμός εκτροχιάστηκε σε σοβινισμό και ξενοφοβία, η εθνοκάθαρση και η ανάγκη για ζωτικό χώρο επισκίασαν τις όποιες αγνές αρχικά προθέσεις, ενώ η συγκατοίκηση με τους γειτονικούς λαούς έγινε προβληματική.

                Κατά δεύτερο λόγο, η λαχτάρα καταπιεσμένων λαών για ανεξαρτησία υπονομεύτηκε από την πολιτική τους ανωριμότητα λόγω της βαριάς κληρονομιάς ενός συστήματος που κατέστρεψε κάθε πολιτικό πλουραλισμό. Έτσι, η εμφάνιση "εθνοσωτήρων" και ο εκφασισμός της κοινωνικοπολιτικής ζωής κατέστησαν τον εθνικισμό το ιδεολογικό υποκατάστατο που ήρθε να καλύψει την κρίση των κομουνιστικών προσδοκιών. Άλλωστε στη Γιουγκοσλαβία από τη δεκαετία του '60 και μετά, η πίστη των κομουνιστών ηγετών στο σοσιαλισμό είχε εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση της στους εθνικισμούς της Σλοβενίας, της Σερβίας, της Κροατίας, γεγονός που δημιούργησε μιαν αόρατη τάφρο ανάμεσα σ' αυτές τις γιουγκοσλαβικές περιοχές. Αλλά και στην πρώην ΕΣΣΔ, η έννοια της λέξης "σοσιαλισμός" είχε προοδευτικά χάσει κάθε ουσία κι έφτασε να σημαίνει απλώς τη μονοπωλιακή εξουσία του κόμματος.

                Τέλος, η "μαύρη τρύπα" μεταξύ της οικονομίας του κράτους και της οικονομίας της αγοράς επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα διογκωμένα οικονομικά προβλήματα αυτών των χωρών. Αυτή η πραγματικότητα σε συνδυασμό με τις υποσχέσεις της Δύσης για οικονομική βοήθεια στις νεοσυσταθείσες δημοκρατίες επιτάχυνε τη διαδικασία διεκδίκησης της ανεξαρτησίας τους. Παράλληλα, οι χώρες της Δύσης βρίσκουν την ευκαιρία να διεισδύσουν πολύμορφα στο εσωτερικό αυτών των χωρών, οξύνοντας στο έπακρο τις ποικίλες αντιθέσεις τους.

                Στη Γηραιά ήπειρο η οίηση των πρώην αποικιοκρατών συναντά το επιθετικό μένος φασιστικών ομάδων. Οι παράγοντες που ενισχύουν είτε τα αποσχιστικά κινήματα είτε την ξενοφοβία προς τους μετανάστες είτε την αναδίπλωση πολλών εθνικών κρατών είναι ποικίλοι: οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί.

                Στην εποχή μας, που η οικονομία παγκοσμιοποιείται, το εθνικό κράτος, υποστηρίζεται από πολλούς, εξάντλησε την αποστολή του, έγινε αφύσικη και δυσλειτουργική μονάδα για την οργάνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και τη διεύθυνση της οικονομικής προσπάθειας σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Αυτό που μετράει, λένε, είναι οι περιοχές και όχι οι χώρες, οι πληθυσμοί και όχι οι πολιτισμοί. Καθώς, λοιπόν τα σύνορα γίνονται όλο και πιο ασήμαντα από οικονομική άποψη, εκείνοι οι πολίτες που βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση να ευημερήσουν στη διεθνή αγορά μπαίνουν στον πειρασμό να αποφύγουν τα δεσμά της υποταγής στο έθνος και κάνοντάς το να απελευθερωθούν από τους λιγότερο ευνοημένους συμπατριώτες τους.

                Από την άλλη πλευρά, το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης πλήττει την οικονομική βάση πολλών εθνικών κρατών. Η υπέρβασή τους, με τη σταδιακή μεταβίβαση μέρους της λαϊκής κυριαρχίας στα υπερεθνικά όργανα της Κοινότητας, είναι επώδυνη για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Το κοινωνικό κράτος, το οποίο στη μεταπολεμική Ευρώπη εξασφάλιζε την κοινωνική συναίνεση, συρρικνώνεται, καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού ή και ολόκληροι πληθυσμοί περιθωριοποιούνται· κατά συνέπεια, η αδυναμία κοινωνικής ενσωμάτωσης, η καλπάζουσα ανεργία, η ανέχεια υποσκάπτουν τη συνοχή και διαρρηγνύουν τον ιστό της κοινωνίας. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα είναι εύκολο οι ευθύνες να μετατίθενται στους μετανάστες και ο εθνικισμός να προβάλλει σαν σανίδα σωτηρίας.

                Σε συνάφεια με τα παραπάνω βρίσκεται και η πολιτική κρίση που εκδηλώνεται σε πολλές δυτικού τύπου δημοκρατίες. Καθώς τα σκάνδαλα στη δημόσια ζωή πληθαίνουν και οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, η δημοκρατία ταυτίζεται με την ασυδοσία. Οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική - οι αποφάσεις άλλωστε λαμβάνονται ερήμην τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - και τα φασιστικά κόμματα αρχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η χρήση του εθνικιστικού λόγου επιτρέπει τη νομιμοποίησή τους και την στρατολόγηση απελπισμένων ανθρώπων.

                Τέλος, δεν πρέπει να παραλειφθούν και ορισμένοι ιδεολογικοί παράγοντες όπως: ο λαϊκισμός που σημαίνει την επιστροφή των μαζών σε ιδεολογίες πατερναλισμού· οι ρατσιστικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις που αποτελούν με τον εθνικισμό έναν κύκλο αμοιβαιότητας· ο φανατισμός, ο δογματισμός, η θρησκοληψία που τυφλώνουν την κρίση· η παραποίηση της ιστορίας με την αναμόχλευση του μίσους του παρελθόντος· η παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού, η βαβελοποίηση των γλωσσών και η αλληλοδιείσδυση των πολιτισμικών παραδόσεων εισπράττονται σαν απειλή από πολλούς λαούς που νοσταλγούν την πολιτισμική τους παράδοση και αναδιπλώνονται στον εαυτό τους. Ο ισοπεδωτικός κοσμοπολιτισμός τροφοδοτεί τα εθνικιστικά ανακλαστικά των λαών που επιζητούν την πολιτιστική τους "καθαρότητα". Οι "πολίτες του κόσμου" αντιπαρατίθενται στους "στρατιώτες του καταφυγίου".

Σημ.: Η φωτογραφία είναι από τη σημερινή συγκέντρωση στο Σύνταγμα