Ποιητές ξένοι στους ουρανούς, ξένοι στις πόλεις, ξένοι παντού
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 21.03.17 ]Προς χάριν μιας «ημέρας», της «ημέρας της ποίησης», που παραπέμπει είτε σε μία μνημειακή μη ομιλούμενη πλέον γλώσσα, είτε σε μία διεκδίκηση του ποιητικώς ομιλείν και δραν, διάλεξα σήμερα να μιλήσουμε για την ποίηση. Πιο συγκεκριμένα για το βιβλίο του Παναγιώτη Νούτσου: «Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση-Για τον Τίτο Πατρίκιο» (εκδόσεις Σαββάλας). Για το θέμα της στράτευσης έχουμε μιλήσει πολλές φορές είτε με αφορμή τον Σαρτρ είτε με αφορμή τον Μπουρντιέ και τον Έντουαρντ Σαΐντ. Εδώ θα περιοριστούμε αυστηρά στην παρουσίαση της συλλογιστικής του Π. Νούτσου με την επισήμανση μόνο ότι στην Ελλάδα είχαμε το «παράδοξο», οι μεν αστοί να ηγούνται υλικά και να είναι πάμπτωχοι πνευματικά (εξ ου και το ελληνοχριστιανικό κιτς) και τους «κάτω», εκφρασμένους πολιτικά από την Αριστερά, που αν και φτωχοί υλικά κατείχαν την πνευματική ηγεμονία εντός της κοινωνίας. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι η πολιτική ηγεμονία των «πάνω» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς δεν είχε ποτέ την πνευματική νομιμοποίηση(μόνο μετά το 1981 φαίνεται να έχουμε την «ενοποίηση» των δυο «εξουσιών»). Το θέμα της «πνευματικής ηγεμονίας» προσέδιδε στην πολιτική Αριστερά μια ιδιότυπη εξουσία, που εκφράστηκε αυταρχικά στους «διπλά» διαφωνούντες διανοούμενούς της που, έτσι, υπέστησαν μία διπλή εξορία. Η δεύτερη, η εντός, ταπεινωτική εξορία, ήταν πάντα πιο οδυνηρή από τον δοξασμένο εξοστρακισμό.
Αλλά ας επανέλθουμε στον Νούτσο και τον Πατρίκιο. «Σε τι συνίσταται αυτή η στράτευση (του Πατρίκιου;» διερωτάται ευθύς αμέσως ο Νούτσος και αναλύει το συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο της εποχής καθώς και τη διαμόρφωση του «αντιφασιστικού μετώπου», όπου ο φασισμός αποτελεί τον «κύριο εχθρό» και ο αγώνας είναι «εθνικοαπελευθερωτικός». Σ’ αυτό το πλαίσιο η ευρεία πολιτική «συστράτευση» (ΕΑΜ) θα εκφραστεί και στην τέχνη. Έτσι, δεν αποκλείεται κανένας εκφραστικός τρόπος ούτε ο επαναστατικός ιδεαλισμός, ούτε ο κριτικός ρεαλισμός, ούτε ο ηρωικός ρομαντισμός. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μία προτίμηση για τον «δυναμικό ρεαλισμό που συμφωνεί περισσότερο με το πνεύμα των λαϊκών μαζών». Μάλιστα, εντός του κομματικού πνευματικού πυρήνα στηλιτεύεται ο υπερρεαλισμός και το «ασυνείδητο και άλογο παραλήρημα»(Κ. Βάρναλης). Είναι η εποχή που «η πράξη ‘’προλαβαίνει το στοχασμό’’» (σ.σ. αυτό που δεν είναι παρά ένας συνειδητός Πραγματισμός, τον οποίο ο Νούτσος κάπου αλλού χαρακτηρίζει σταλινικό). Είναι, λοιπόν, ο καιρός κατά τον οποίο θέτονταν οι διερωτήσεις για το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Ακολουθούν στη συνέχεια τα πέτρινα χρόνια της Μακρονήσου και του Άη Στράτη, όπου «όχι, δε θα σας κάνω τη χάρη να σας συνηθίσω, να βολευτώ μαζί σας. Δεν προσαρμόζομαι στο θάνατο», όπως θα γράψει ο Πατρίκιος. Η ποίηση «αυτή βρίσκεται πέραν του κομματικού μηχανισμού ελέγχου της συλλογικότητας των εξορίστων…» καθώς είναι η στιγμή που εγκαινιάζεται η εσωκομματική διαφωνία για το μέλλον του σοσιαλισμού («Ηπειρώτες»). Αυτή η διαφωνία στον Πατρίκιο θα εκφραστεί με το φόβο για «όσους στρατεύονται για να μας σώσουν» αλλά και για «όσους μας απαλλάσσουν από την αγωνία του θανάτου/ με ισόβια δάνεια σώματος και ψυχής». Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον φόβο από τους «εντός», από τους «δικούς», στη δεύτερη ισχύει η σταθερή διαφωνία με τον ψυχικό κατευνασμό που επιβάλλει η χριστιανική θρησκεία. Αλλά όπως προείπαμε η πιο οδυνηρή και η πιο ψυχοφθόρα διαφωνία ήταν αυτή που εκφραζόταν απέναντι στην οικεία πλευρά και η οποία έθετε επί τάπητος όχι την ορθόδοξη αντίληψη για την ελευθερία, αλλά μία άλλη, αυτή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σύμφωνα με την οποία ως «ελευθερία νοείται πάντα η ελευθερία για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά». Αλλά μια τέτοιου είδους ελευθερία θέτει τον ποιητή, το διανοούμενο υπό το καθεστώς της «ξενότητας», της ριζικής ετερότητας αλλά και της ριζικής μοναξιάς, αφού δεν έχει μία «πατρίδα ιδεών» αλλά ούτε και «πολιτική μητρίδα» για να ακουμπήσει. Αυτή είναι η μεγάλη διακινδύνευση, η μεγάλη οδύνη (η καταδίκη στην ισόβια ρετσινιά του «χαφιέ» κ.ά.). Αυτή η διπλή ή πολλαπλή «αντιεξουσιαστικότητα» είναι το μεγάλο ρίσκο.
Οι «πιστοί»(κομματική ορθοδοξία) και οι «είρωνες» (ο κατά Λούκατς «ανταρτοπόλεμος» στο δογματισμό) είναι μία διάκριση των «ξένων» (Κρίστεβα) που ισχύει κατά τη γνώμη μας και εν προκειμένω. Ο Νούτσος παραθέτει με ενάργεια το ρόλο των διανοουμένων όπως τον προδιέγραφε ο πολιτικός φορέας της Αριστεράς: Οι διανοούμενοι, λοιπόν, όφειλαν να νομιμοποιούν («μυθοποιούν») και να θαυμάζουν τη «σοφία των αποφάσεων», ακόμα και αν διαφωνούσαν. Διότι προς τα έξω ακόμα και το λάθος έπρεπε να το υπερασπίζεται κανείς ως «αλήθεια» («μην άθελά σου βοηθήσεις τον εχθρό») . Συνεπώς, υπήρχε μία «διπλή αλήθεια» και έτσι «συνέχιζα να καταδικάζω ακόμα και την ώρα/ που άκουγα μέσα μου ν’ ανοίγουν οι ρωγμές». Έτσι, περιγράφει ο Πατρίκιος τη μαθητεία στην υποκρισία και «το λάθος ήταν αυτός ο τοίχος μέσα μας/ που δεν τον γκρεμίσαμε ποτέ». Αλλά ποιος ήταν αυτός ο τοίχος; Ήταν ο «οστρακισμός της εσωκομματικής δημοκρατίας» και η παγίωση ενός «τρομακτικού και έντρομου ολοκληρωτισμού, που ήθελε να μετατρέψει ακόμα και τους ανθρώπους των γραμμάτων σε ‘’μηχανικούς ψυχών’’», σε «ιδεοπράχτες». Και να και πάλι το ζήτημα της ριζικής ξενότητας που επανέρχεται: «ξένοι στους ουρανούς», ξένοι στις πόλεις, «ξένοι παντού».
Αλλά τώρα τίθεται και το ερώτημα: τι ψάχνουμε πια; «Πες μου πως ψάχνεις, για να σου πω τι ψάχνεις» λέει ο ποιητής. Ο Πατρίκιος, σύμφωνα πάντα με τον Νούτσο, παραπέμπει στη «θεία Ελευθερία» που είχε τη δύναμη «να μη χαθεί στο πουθενά/ να μην περιπλανιέται στο παντού/ να φτιάχνει χωρίς να μελαγχολεί/ κάθε τόσο ένα καινούργιο εδώ». Κι αυτό που κληροδοτεί υπόρρητα αυτή η «θεία Ελευθερία» είναι το «εγκώμιο στη ζωή»: «έναν γαλήνιο εγωισμό/ των καθημερινών, αμάραντων αισθήσεων». Ο Νούτσος τολμά να κρίνει αιτιολογημένα τη συστράτευση του ποιητή με το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ. Αλλά να που ο ποιητής διαφεύγει πάλι στο απάγκιο της οδυνηρής ξενότητας: «κι ο εαυτός μου ξένος/ που μ’ αντιτρατεύεται». Τελικά, τι είναι οι ποιητές; «Οι ποιητές βέβαια, λέει ο Νούτσος, ως ‘’αρχαιολόγοι των αισθήσεων’’, μπορούν να ‘’ανακαλύψουν’’ στο μέλλον τα ‘’άστεγα βιώματα’’ του παρελθόντος, ακόμη και μέσα από τα ερείπια μιας ‘’έρημης’’ πόλης και να τα «στεγάσουν μόνιμα σ’ ένα τους βιβλίο». Και η στράτευση τότε; Υπέρ ποιου ανθρώπου στρατεύονται οι ποιητές; «Ο άνθρωπος του 5000μ.Χ. δεν πρόκειται να διαφέρει από τον σημερινό «στον έρωτα, στα πάθη, στη λογική ανάλυση/ στο φόβο του θανάτου»! Συνεπώς, η στράτευση υπέρ ενός ερωτικού ανθρώπου, ανθρώπου του πάθους και του ορθού λόγου είναι διαχρονική
*Το κείμενο γράφτηκε στις 6 Μαρτίου 2008 στο gpapasoblogspot.com ΒΙΒΛΙΟΛΟΓΙΟ