Περιμένοντας τους στίχους να εξεγερθούν ξανά...
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 11.11.17 ]Άλλοι άγαλμα σε λέγανε. Κάποια σε είπε κατευθείαν γυναίκα και με λέξεις μνημείωσε τη μορφή σου, δεκαοχτάχρονο κορίτσι τότε. Μέχρι Βόρειο Ήπειρο σε προσφωνήσαμε και σε τιμήσανε. Ακόμα και Ελλάδα σε βαφτίσανε. Για μένα ήσουν πάντα «Η αριστερά του Πολυτεχνείου». Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, στην ίδια θέση θρηνείς. Τον νεκρό καιρό λιτανεύεις σαν τους επιταφίους της χαμένης άνοιξης. Μελαγχολική σαν τον άγγελο του Ντύρερ.
Τώρα, ανώνυμη κι ακρωτηριασμένη, ίδια κι εσύ με τα ρετάλια της Μεταπολίτευσης, ούτε ένα γαρύφαλλο δεν μπορείς να μυρίσεις, από εκείνα που κάθε Νοέμβρη καταιονίζει στα πέριξ μια βροχή διαμαρτυρία.
Στ’ αλήθεια, πώς γίνεται ακόμα δεμένα να είναι τα χέρια σου; Ποιο προπατορικό αμάρτημα βαραίνει την ψυχή σου; Είκοσι χρονών κοπέλα το φθινόπωρο του ’73, ξάγρυπνη, με μάτια φωτιά, απεγνωσμένα περίμενες κάποιον το μαρμάρινο σχοινί να σπάσει. Έστω μια σφαίρα αδέσποτη στον κόμπο να καρφωθεί. Μια ριπή πολυβόλου τα δεσμά ν’ ανατινάξει. Στην πύλη την γκρεμισμένη λεύτερη να ορμήσεις μαζί με τ’ άλλα παιδιά, που προβοκάτορες τα λέγανε.
Αγκαλιάζω το ακέφαλο, από σύριγγες τρυπημένο, κορμί σου. Τις πληγές σου γλείφω. Γάζες κι οξυγόνο σου προσφέρω. Το τραύλισμά σου αφουγκράζομαι. Φοβάμαι, ψιθυρίζεις. Φοβάμαι πολύ. Σαραντατόσα χρόνια μετά. Και κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι. Φοβάμαι. Και δεν βρίσκεται ένα χέρι το γερασμένο μου κορμί να χαϊδέψει. Αιχμάλωτη στο ίδιο μου το σώμα. Περιμένοντας τ’ αγάλματα. Πορείες κι αγώνες να ξαναρχίσουν για ελευθερίες και ισότητες. Περιμένοντας τους στίχους να εξεγερθούν. Περιμένοντας τους νεκρούς μου να εγερθούν από το μνήμα. Εγώ, η ανάπηρη, πρώτη στους δρόμους θα τρέξω. Τη νέα μέρα ν’ αναγγείλω: Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!