Πασχαλιά στην οθόνη

[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 22.04.22 ]

Ούτε που ξέρω πόση ώρα είμαι απορροφημένη μπροστά στον υπολογιστή μου. Δύο χρόνια τώρα, που ξέσπασε η πανδημία, η δουλειά από το σπίτι, έγινε δουλειά και στο σπίτι. Τα δάχτυλά μου λες και κινούνται χωρίς να παίρνουν εντολές από εμένα. Ανοιγοκλείνουν μπροστά μου παράθυρα. Ο τοίχος μου φορτωμένος με διαφόρων λογής ενημερώσεις. Τα mails μου χτυπούν ασταμάτητα. Τόσος κόσμος μιλά και η σιωπή εκκωφαντική. Άρχισαν να έρχονται και πανέμορφες πασχαλινές ηλεκτρονικές κάρτες με ευχές. Μια πασχαλιά πετάχτηκε μπροστά στην οθόνη μου.

Κλείνω τα μάτια και το μυαλό μου ταξιδεύει. Στο χωριό μου. Το σπίτι της γιαγιάς. Μεγάλη εβδομάδα. Θα ασβέστωνε σήμερα το δικό της τοίχο και θα γέμιζε την αυλή με γλάστρες και λουλούδια. Θα ανοιγόκλειναν τα δικά της παράθυρα, αφήνοντας τις λευκές, κεντητές κουρτίνες να παίζουν με το αεράκι και να σκαλώνουν κάθε λίγο στο βασιλικό που δέσποζε στο περβάζι. Θα ακούγονταν φωνές και γέλια την ώρα που θα έφτιαχνε κουλούρια μαζί με τις γειτόνισσες σαν μικρές κοπελούδες, ενώ εγώ θα είχα γίνει κάτασπρη από τα αλεύρια και τις ζύμες.  Με το κάλεσμα της καμπάνας θα πηγαίναμε στην εκκλησία, όπου η γιαγιά είχε τη δική της θέση και θα παρακολουθούσε με κατάνυξη τη λειτουργία. Κάθε τόσο θα μου έπιανε σφιχτά το χέρι και θα μου εξηγούσε τι λέει το ευαγγέλιο. Θα μας έπαιρνε αργά το βράδυ, μέσα στην εκκλησιά να στολίζουμε με λουλούδια τον επιτάφιο και να σχολιάζουμε αν πέτυχε η βαφή για τα αυγά. Θα μοσχομύριζε ο τόπος λεβάντα και πασχαλιά και αγάπη.

 Κάνω να μυρίσω και το πρόσωπό μου χτυπά στην οθόνη του υπολογιστή. Μονότονος ο χτύπος του πληκτρολογίου σφυροκοπά το κεφάλι μου. Το χέρι μετέωρο πάνω από ακόμα ένα κλικ.

………………………………………………………………………………………

Και να ’μαι. Μπροστά από το κατάστημα του κυρ Θόδωρου. Ακριβώς όπως το θυμόμουν. Με αλουμίνια μόνο να έχουν πάρει τη θέση των ξύλινων παραθυρόφυλλων.

«Καλή σας μέρα» λέω διστακτικά.

«Καλή σου μέρα κορίτσι μου. Πόσα χρόνια έχω να σε δω! Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» απαντά πάντα καλόκαρδα και με το τόσο οικείο χαμόγελό του.

«Ασβέστη. Ασβέστη θα ήθελα κυρ Θόδωρε. Να ασβεστώσω».