Της Γιώτας Αναγνώστου
Κάθε πρωί στο ίδιο καφενείο. Αυτός. Εγώ. Αυτός μέτριο. Εγώ σκέτο. (Ελληνικό κι οι δυο.) Αυτός στη μια γωνιά. Εγώ στην άλλη. Αυτός άφιλτρα. Εγώ στριφτά. (Κι οι δυο παράνομοι καπνιστές σε χώρο εσωτερικό. Συνεργός ο Θωμάς, ο καφετζής, με τα καμουφλαρισμένα του τασάκια.) Αυτός μ’ ένα φθαρμένο γκρι κοστούμι και το πουκάμισο ανοιχτό (ανθεκτικός στις χαμηλές θερμοκρασίες). Εγώ φασκιωμένη ως τον λαιμό (δυσανεξία στο ψύχος).
Μας ξέρει ο Θωμάς κι εμάς και τα χούγια μας. Δεν παραγγέλνουμε πια. Περιμένουμε μόνο. Πέρα απ’ την καλημέρα δεν ανταλλάσσουμε ούτε λέξη. Έχω τη βεβαιότητα ότι δεν με χωνεύει. Δεν τον αδικώ. Φταίει αυτή η ξινίλα που ’χω. Παιδί δεν ήμουν έτσι. (Όσο τουλάχιστον θυμάμαι.) Μεγαλώνοντας ήρθε και κάθισε στο μούτρο μου και με τα χρόνια όλο και χειροτερεύει. Αυτός για μένα σημαίνει κάτι ιδιαίτερο εντελώς και για μένα θα το κρατήσω και να με συγχωρεί η χάρη σας. (Άσε που πρέπει και την ξινίλα μου να επικυρώσω).
Φεύγω πάντα μετά απ’ αυτόν. Σχεδόν αμέσως. Πληρώνω πάντα τον καφέ του. (Συνωμοσία με τον Θωμά. Κι οι δυο μας υστερόβουλοι.) Μικρό αντίτιμο για όλους τους μονολόγους που του κλέβω, ενώ κρύβομαι πίσω από την εφημερίδα και κάνω πως διαβάζω τα κοινωνικά. Γλιτώνει αυτός απ’ την ξινίλα του προσώπου μου κι αρχίζει:
Χριστούγεννα. Μέρες γιορτής. Πολύ το απολαμβάνω αυτό το γιορτινό το διάλειμμα από τη μιζέρια. Πήρα την αλληλογραφία μου πρωί-πρωί. (βγάζει κάτι φακέλους απ’ την τσέπη, τους κοιτάζει έναν έναν χωρίς να τους ανοίγει, τους πετάει στο τραπέζι και πίνει μια γουλιά καφέ, ανάβει και τσιγάρο.) Ένα σημαίνον πρόσωπο σαν και του λόγου μου έχει πάντα αλληλογραφία με εξίσου σημαίνοντα «προσώπατα» (φυσάει τον καπνό του δυνατά σαν να τον φτύνει). Εγώ φερ’ ειπείν γίνομαι δέκτης ευχετηρίων καρτών από επιχειρηματικούς κολοσσούς, τραπεζικούς ομίλους, εταιρείες ηλεκτρισμού, ύδρευσης και τηλεφωνίας, δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και ασφαλιστικά ταμεία. Όλοι μου εύχονται να είναι «ευτυχές το νέον έτος». (Διπλώνει τους φακέλους και τους ξαναχώνει στο σακάκι. Για λίγο μένει σιωπηλός. Φουμάροντας τελειώνει τον καφέ του. Κι έπειτα
Κανάγιες! Παρακαλάτε τώρα να ’μαι υγιής, σωματικά, πνευματικά και ψυχικά. Ίσως μετά τις άγιες ημέρες, τις γιορτινές και σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (με δουλεύει τώρα για όσα με άκουσε χτες να λέω στον Θωμά) μου στείλατε κατασχετήριο νεφρών, οφθαλμών, εγκεφάλου, καρδιάς και… (διστάζει λίγο σαν να με ντράπηκε) …και των τυπικών του ανδρισμού μήπως ικανοποιηθούν οι δανειστές μου και καλύψουν τις ανάγκες τους. Καλά ψυχή μου που δεν σε βλέπουν. Αλλιώτικα ούτε εσύ θα γλίτωνες(…)
Με θυμούνται όλοι τους εμένα. Μόνο η κόρη μου με ξέχασε. Η ψυχή μου.
(Την ξέρω. Μοναχοκόρη. Πώς να μην την ξέρω. Κάθε μονόλογος δικός του σ’ αυτή την ξεχασιάρα καταλήγει)
Σηκώνεται. Κουμπώνει το σακάκι. Γράφ’ τα, Θωμά. Γνέφει με το χέρι και βγαίνει απ’ το καφενείο.
Σηκώνομαι κι εγώ. Πληρώνω τους καφέδες μας. Τα ’χω σημειωμένα όλα στο μυαλό μου. Μετά τα γράφω. Κι αν από κάποια εύνοια της τύχης φοβερή τα διαβάζει τώρα ετούτα τα γραμμένα η κόρη του, ας του στείλει δυο κουβέντες.