ΕΣΤΙΑΖΟΝΤΑΣ σε περιστατικά που έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ψυχή και στον νου ενός αγοριού που μεγαλώνει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης σε ένα χωριό της Μακεδονίας, ο συγγραφέας προσπαθεί να διασώσει από τη λήθη έναν κόσμο που έχει πια οριστικά χαθεί, την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, χωρίς όμως να ενδίδει στην εξιδανίκευση ή στη νοσταλγία. Η αθωότητα του παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο, η απλότητα της καθημερινής ζωής και οι μικρές χαρές της συνυπάρχουν με τον μόχθο για τον επιούσιο, με τους στενούς ορίζοντες της επαρχίας, που αδυνατούν να συγκρατήσουν τη νεανική ορμή, με τη βαριά σκιά του Εμφυλίου, και ασφαλώς με τα σύγχρονα αδιέξοδα. Στις ιστορίες του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη ο κόσμος του χθες συναντά το παρόν, η συγκίνηση τον στοχασμό και το ατομικό Εγώ το συλλογικό Εμείς.
Ποιο είναι όμως το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής αυτής της συλλογής από μικρά πεζά και μινιατούρες; Δεν πρόκειται για τα σπαράγματα μιας ιδιωτικής μνήμης, για μια, έστω αποσπασματική, αυτοβιογραφία. Ο συγγραφέας επιχειρεί κάτι διαφορετικό. Αποτυπώνοντας τα πολλαπλά είδωλα του Εγώ, ενός Εγώ που διαστέλλεται για να περιλάβει το Εμείς, αναστοχάζεται συνάμα για τα όρια και τη λειτουργία της αυτοβιογραφίας. Έτσι, η Ιδιωτική του Αντωνυμία, που συναρθρώνεται ψηφίδα την ψηφίδα μέσα από τα επάλληλα στρώματα της μνήμης, των βιωμάτων και του αναστοχασμού, συναντά εντέλει τη Συλλογική μας Αντωνυμία, και βέβαια την ίδια τη λογοτεχνία.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Η ιδιωτική μου αντωνυμία (εκδόσεις Κίχλη, 2018) που μόλις κυκλοφόρησε