Π. Μπρυκνέρ: μια ιδιότυπη πατροκτονία
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 03.01.16 ]Πασκάλ Μπρυκνέρ
Ένας Καλός Γιος
Μτφρ. Γ. Στρίγκος
Εκδ. Πατάκη
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, «Οι Λέξεις», ο Σαρτρ έγραφε το 1963 : «Δεν υπάρχει καλός πατέρας, είναι ο κανόνας. Κι ας μην κατηγορούμε τους ανθρώπους αλλά το δεσμό της πατρότητας. Αν ζούσε ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου φαρδύς-πλατύς και θα με είχε συνθλίψει». Σε αυτό το μυθιστόρημα η αμφισβήτηση της πατρικής εξουσίας μετατρέπεται σε ένα δημιουργικό άλμα.
Εδώ ο συγγραφέας και φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ γράφει για την δύσκολη σχέση με τον πατέρα του: « ο αντισημιτισμός ήταν το καύσιμό του, ήταν αυτό που τον έκανε να σηκώνεται κάθε πρωί και να ζει». Πρόκειται για την ιστορία ενός παιδιού με εύθραυστη υγεία που γεννιέται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε μια οικογένεια αυστριακής καταγωγής και γερμανικής παιδείας. Από την αρχή μας λέει ότι προσεύχεται κάθε βράδυ να πεθάνει ο πατέρας του. Τρία από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, ο Άμλετ του Shakespeare και οι Αδερφοί Κaramazov του Dostoevsky κατά τον Freud πραγματεύονται όλα το ίδιο θέμα, την πατροκτονία. Αυτήν διαπραγματεύεται- με εμφανώς απλούστερες προεκτάσεις- και το μυθιστόρημα αυτό καθώς ο πατέρας ένας αντισημίτης και ρατσιστής κακομεταχειρίζεται την γυναίκα του και το παιδί του: «Στα πενήντα χρόνια του γάμου τους, εκείνος έχει δείξει μια ασύγκριτη σταθερότητα στο να την κακομεταχειρίζεται κι εκείνη μια αξιοθαύμαστη επιμονή στο να υποτάσσεται». Αυτή η συμβολική πατροκτονία ωστόσο μετατρέπεται σε δημιουργία.
Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό αφού, αναφέρεται στη σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του. Έγραψε το βιβλίο αφού πέθανε ο πατέρας του και ομολογεί πως «όταν πέθανε έφυγε το μίσος και έμεινε μόνο η στοργή».
Ένα βιβλίο επίσης για τις ανταγωνιστικές σχέσεις πατέρα- γιου: «Δεν υπάρχει δυσκολότερο απ’ το να είναι κανείς πατέρας. Αν είναι ήρωας, συντρίβει με τη δόξα του, αν είναι κάθαρμα, με την αχρειότητά του, κι αν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με τη μετριότητά του. Μπορεί να είναι κι ένας μετρίου βεληνεκούς ήρωας ή ένα συγκινητικό κάθαρμα. Ό,τι κι αν κάνει έχει άδικο. Είτε είναι υπερβολικό, είτε δεν είναι αρκετό. Χθες η παρουσία του ήταν ασφυκτική για τους απογόνους του, σήμερα τον κατηγορούν για την απουσία του» ή «Ο πατέρας μου έμοιαζε όλο και περισσότερο με τον Ζαν- Μαρί Λε Πεν, θαρρείς και οι απόψεις του υπαγόρευαν και το παρουσιαστικό του. Αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια, αναμόχλευε οικογενειακούς καβγάδες που είχαν συμβεί πριν σαράντα χρόνια... Οι βίαιοι πατεράδες έχουν ένα προσόν. Δε σε αποκοιμίζουν με χάδια και με γλύκες, δεν προσπαθούν να παραστήσουν τον μεγαλύτερο αδερφό ή τον φίλο. Σε ταρακουνούν σαν ηλεκτρική εκκένωση, σε μεταμορφώνουν είτε σε αιώνιο πολεμιστή, είτε σε αιώνιο καταπιεσμένο. Ο δικός μου πατέρας μού μετέδωσε την αγριάδα του, και του είμαι ευγνώμων για αυτό. Το μίσος που στάλαξε μέσα μου με έσωσε επίσης. Του το επέστρεψα σαν μπούμερανγκ.»
Από «Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα» μέχρι τον «Πειρασμό της αθωότητας», τους «Κλέφτες της Ομορφιάς», «το Άγιο Βρέφος», «Το παράδοξο του Έρωτα», ή την «Τυραννία της μεταμέλειας,» και την « Αέναη Ευφορία», η γραφή του Μπρυκνέρ μας ταξιδεύει σε ανατρεπτικά μονοπάτια αλλά εδώ γίνεται πιο ανθρώπινος. «Παρά τις διαφωνίες που είχαμε», γράφει, «ήταν ο πατέρας μου, και χάρη σε εκείνον είμαι αυτός που είμαι σήμερα». Τα βιβλία του έσωσαν τη ζωή. Χάρη στους «θεούς» των νεανικών του χρόνων, τον Σαρτρ, τον Ζιντ, τον Μαρλό, τον Μισό, τον Μπρετόν, τον Καμύ έχτισε το δικό του απόρθητο φρούριο. Η λογοτεχνία τον έσωσε: «Έχτισα ένα τείχος για να προστατεύσω τον εαυτό μου». Ενώ ο πατέρας του ήταν απαισιόδοξος σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο γένος, αυτός αντιθέτως, πιστεύει στους ανθρώπους. Ενώ εκείνος αντιμετώπιζε τα πάντα με θυμό, ο γιος του έχει χιούμορ. Εκεί όπου αυτός βλέπει καταστροφές, ο γιος διακρίνει μεταμορφώσεις. Για τον γιο που γνώρισε το μίσος από την παιδική του ηλικία «ο κόσμος είναι ένα κάλεσμα, μια υπόσχεση. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να ποθήσει κανείς, πολλά που μπορεί να μάθει και πολλές σελίδες που μπορεί να γράψει. Όσο δημιουργούμε, όσο αγαπάμε, παραμένουμε ζωντανοί», καταλήγει.
Παρά την άποψη του Freud ότι«ακόμα και το Πεπρωμένο δεν αποτελεί εν τέλει παρά μια μεθύστερη προβολή του πατέρα» (Τοτέμ και ταμπού) ο αφηγητής γίνεται κριτικός της εξουσίας εν γένει και αντιθέτως με τις βασικές λακανικές συντεταγμένες δεν ταυτίζεται με την επιθυμία του «Μεγάλου Άλλου». Δεν γίνεται ένας καφκικός ήρωας καθώς ο Κάφκα βιώνει τον πατέρα του σαν μια απόλυτη κυριαρχική φιγούρα που καταλήγει σε ενοχή και συντριβή του ίδιου. Αντίθετα γίνεται ο φιλόσοφος- συγγραφέας που γράφει για την απόλαυση που «από ύποπτη έγινε υποχρεωτική», για την τρομοκρατία της ευτυχίας, για την ερωτική αναρχία, για την σεξουαλικότητα που έγινε ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού, ή τις νέες αντιφατικές ταυτότητες και τη μιζέρια του πλούτου.
Εδώ το παιδί που βιώνει την αγριότητα του πατέρα καταλαβαίνει πως η μόνη διέξοδος για τη δική του ζωή θα είναι να γίνει ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Η συνύπαρξή του με τον αντισημίτη πατέρα του τον στρέφει στην άλλη όχθη. Τον κερδίζει η συγγραφή και φτάνει στο σημείο ακόμη και να ταυτιστεί με τους Εβραίους διανοούμενους χωρίς να είναι Εβραίος ο ίδιος:«Ο αντισημιτισμός ήταν το κίνητρο του πατέρα μου, ο λόγος για τον οποίο σηκωνόταν κάθε μέρα από το κρεβάτι. Στο σπίτι μας, η λέξη «Εβραίος» ακουγόταν καθημερινά, σαν βρισιά. Σιγά σιγά, άρχισα να συμπαθώ όλο και πιο πολύ αυτούς που ο πατέρας μου μισούσε».
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα για την πατρική εξουσία εξαιρετικά μεταφρασμένο.