Ου λήψει το όνομα Αντάρτη του νεκρού σου επί ματαίω

[ / Ελλάδα / 19.01.16 ]

«κ’ έπρεπε βέβαια μες στην έρευνά μας να περιληφθούν κ’ οι νεκροί μας/

ν’ ακουστεί και η αδέκαστη γνώμη τους/

γιατί αυτοί ακριβώς μάς θυμίζουν βαθύτερα τα γεγονότα και το χρέος μας/

γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί/

είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι/

δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα/

ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα γεράνια»

(Γιάννης Ρίτσος, «Το τερατώδες αριστούργημα»)

Οι νεκροί είναι μονάχα για να τους συμβουλεύεσαι, τις άγρυπνες νύχτες που αναζητάς απαντήσεις στα νάματα με τα οποία σε μεγάλωσαν, σε γαλούχησαν, σε δίδαξαν, σε συντρόφευσαν. Να τους ρωτάς νοερά και να ανατρέχεις στη ζωή τους για να βρεις τις απαντήσεις. Στη στάση τους, σε όλους τους καιρούς, ιδίως στους δύσκολους. Δεν είναι για να μιλάς εξ ονόματός τους, να τους βάζεις στο στόμα λόγια που καν δεν θα σκεφτόντουσαν, να τους διερμηνεύεις κατά το δοκούν και συμφέρον. Ο επιβαλλόμενος σεβασμός στη μνήμη τους, ιδίως αν έχουν υπάρξει άνθρωποι- υποδείγματα για σένα τον ταπεινό απόγονό τους, απαγορεύει να τους εμπλέκεις σε παιχνίδια μικροπολιτικά τε και μικροκομματικά. Αλλιώς σημαίνει πως τίποτα δεν έμαθες από αυτούς. Απέτυχες παταγωδώς.

 Μέχρι τώρα, στο όνομα των πεθαμένων προγόνων συλλήβδην, έχει επιχειρηθεί άπειρες φορές πατριδοκαπηλεία. Πρώτη φορά επιχειρείται και καπηλεία αγώνων με θηριώδη αναισθησία. Πρώτη φορά,  φτήνεια περιβάλλει τη μνήμη ανθρώπων που βάδισαν στον θάνατο δίχως να σκοντάψουν. Η προσφορά και η θυσία τους ερμηνεύονται συμφεροντολογικά από απογόνους και ο αγώνας τους χυδαιοποιείται. Εκείνοι «φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι», μη κρατώντας τίποτα για τον εαυτό τους. Κανένας απόγονος κανενός δεν μπορεί να θεωρήσει πως η Αριστερά αγωνίστηκε για το δικαίωμα στις προσλήψεις σε κάποιο υπουργικό ή πρωθυπουργικό γραφείο.

Ζήσαμε μέχρι αυτή την ηλικία με την Αριστερά πάντοτε αγωνιζόμενη αλλά και διωκόμενη. Περάσαμε δύσκολα παιδικά χρόνια, γιατί οι παπούδες και οι γονείς μας ήταν Αριστεροί. Φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν. Εκτελέστησαν. Εδωσαν τη ζωή τους κυριολεκτικά ή μεταφορικά με ανιδιοτέλεια, αξιοπρέπεια και  απέραντη αγάπη προς την πατρίδα. Ετσι μάς μεγάλωσαν. Σε ένα διαρκές κυνηγητό, που έφτασε και μέχρι τη δική μας γενιά. Τα παιδιά των ανταρτών αισθάνθηκαν κι αυτά τις διακρίσεις σε βάρος τους, τη δυσκολία να κάνεις καριέρα, να βρεις θέση στο δημόσιο, να είσαι ισότιμος με τους επικυρίαρχους. Περάσαμε χρόνια δύσκολα, πικρά, με το κεφάλι ψηλά, γιατί είχαμε την περηφάνεια μας. Ημασταν Αριστεροί. Ενα φωτεινό κομμάτι της κοινωνίας. Για την οποία παλεύαμε κι εμείς, με τη σειρά μας. Χωρίς να σκεφτούμε να ζητήσουμε ανταλλάγματα.

Με προσβάλλουν και προσωπικά οι αμετροέπειες για το δικαίωμα στις προσλήψεις συγγενών. Εστω και συγγενών διωγμένων. Γιατί αφαιρούν από εμένα και χιλιάδες αριστερούς που δεν εξαργυρώσαμε τίποτα, το ηθικό πλεονέκτημα. Εμείς εξακολουθούμε να ακολουθούμε την ηθική των νεκρών μας. Ομως αυτοί οι ελάχιστοι από κάθε άποψη, καθώς αποτελούν προβεβλημένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν έναν τόνο που εξοργίζει απέραντα. Με κάλυψη από τους ανώτερους/ ανώτατους. Κι έτσι, ένα πλεονέκτημα που χιλιάδες είχαν δημιουργήσει, καθένας με τις δυνάμεις του, κυλιέται στη λάσπη.

Ε, λοιπόν, όχι. Δεν σας το επιτρέπω. Δεν έχετε δικαίωμα καν να θεωρείτε τους εαυτούς σας αριστερούς. Οχι μονάχα για τους διορισμούς, για το μνημόνιο και για όλα τ’ άλλα. Για να ξαναθυμηθώ τον Γιάννη Ρίτσο, «η ζωή θα σε πει σύντροφο αν αξίζουν τα έργα σου». Τα δικά σας δεν αξίζουν.

 

Υ. Γ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση εκφράζει την ανησυχία της για τον κομματισμό στο δημόσιο, λέει. Βρε τι μας λέτε... Ενώ μέχρι τώρα, υπήρχε η πλήρης αξιοκρατία (αλλά αυτό δεν αλλάζει κεραία από όσα προηγουμένως έγραψα.