Οκτάβιο Παζ: Η κραυγή, ο έρωτας και η πολιτική
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 31.03.19 ]Η Κραυγή και η τέχνη της Γιορτής, στοιχείο αναλλοίωτο της ταυτότητας του μεξικανικού λαού, αποτέλεσε πεδίο μελέτης του νομπελίστα μεξικανού συγγραφέα Οκτάβιου Παζ.
Ο Παζ γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού στις 31 Μαρτίου 1914, ενώ η Μεξικανική Επανάσταση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Η μητέρα του, Χοσεφίνα, λόγω ανέχειας εκδιδόταν στις διάφορες γωνιές της πόλης. Ο πατέρας του, Οκτάβιο Σολόρσανο Παζ, ήταν δικηγόρος και σύμβουλος του Εμιλιάνο Ζαπάτα.
Μετά τη δολοφονία του Ζαπάτα η οικογένεια του Παζ μετανάστευσε στις Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, ο Παζ ανακάλυψε τους ευρωπαίους ποιητές Χεράρδο Ντιέγο, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και Αντόνιο Ματσάδο. Ως έφηβος το 1931, υπό την επίδραση του Ν.Χ. Λώρενς εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, όπως το Cabellera. Δυο χρόνια αργότερα, εξέδωσε το Luna Silvestre. Το 1932, με κάποιους φίλους, ίδρυσε την πρώτη φιλολογική επιθεώρηση, τη Barandal.
Το 1937, ο Παζ προσκλήθηκε στο δεύτερο Διεθνές Κογκρέσο Συγγραφέων για την Προάσπιση του Πολιτισμού που έγινε στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Εκεί εξέφρασε την αλληλεγγύη του στο Δημοκρατικό στρατόπεδο και τάχθηκε ενάντια στο φασισμό. Το 1943 ο Παζ ξεκίνησε να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια και δύο χρόνια αργότερα εισήλθε στο Μεξικανικό Διπλωματικό Σώμα, τοποθετούμενος αρχικά για μικρό χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη.
Το 1945 πήρε μετάθεση στο Παρίσι όπου έγραψε το έργο Ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς, μια διεξοδική ανάλυση της μεξικανικής ταυτότητας, ιστορίας και σκέψης.
Εκεί μαθαίνουμε για την τέχνη της Γιορτής και την Κραυγή: Κάθε χρόνο στις 15 Σεπτεμβρίου, στις 11 τη νύχτα, σ’ όλες τις πλατείες του Μεξικού γιορτάζεται η επέτειος της Κραυγής: το ξαναμμένο πλήθος κραυγάζει επί μία ώρα. Πρόκειται για την εξέγερση κατά των Ισπανών στην πόλη Δολόρες, το 1810, που είχε συνοδευτεί με την κραυγή Θάνατος στους σπινουφόρους.
Η Κραυγή καθώς εκρήγνυται μέσω της Γιορτής επανοικειοποιείται τη χαμένη αξιοπρέπεια και ανθρωπιά, ανασυστήνοντας το κατακερματισμένο και αφανές πρόσωπό μας, λέει ο Χαλαγουέι. Το πλήθος κραυγάζει μια στιγμή για να σιωπήσει καλύτερα την υπόλοιπη χρονιά, λένε κάποιοι, που σκέφτονται με στερεότυπα και γενικεύσεις. Αλλά για να υπάρξει Κραυγή πρέπει να υπάρξει σιωπή. Για να υπάρξει σιωπή πρέπει να υπάρξει λόγος, λέει ο Οκτάβιο Παζ.
Εξάλλου, η ανυπακοή εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή ή σαν υφέρπουσα φωτιά –κατά προβληματικό και αντιφατικό τρόπο- στην καθημερινή ματαίωση που όλοι αισθανόμαστε, στην καθημερινή πάλη για τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς μας απέναντι στην εξουσία, στην καθημερινή πάλη για να αποκτήσουμε ή να ανακτήσουμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Συνεπώς, ακόμα και στη Σιωπή υπάρχει αντίσταση, υπόγεια, αόρατη, γιατί η καταπίεση κάνει αόρατους τους καταπιεσμένους. Εξάλλου «Η μη ορατότητα της αντίστασης αποτελεί μια απαράγραπτη πτυχή της κυριαρχίας» καταλήγει ο Χαλαγουέι. «Υπάρχει μία οργή ενάντια σε αυτό που καταλύει την ανθρωπιά, μία κοινή(αν και κατακερματισμένη) αντίσταση. Αν μη τι άλλο, μία μη υποταγή». «Αυτό το στρώμα άναρθρης μη υποταγής» είναι η βάση της ελπίδας, γράφει ο Χαλαγουέι.
Το 1952, ο Παζ μετατέθηκε στην Ινδία και τον ίδιο χρόνο πήρε νέα μετάθεση στο Τόκυο και μετέπειτα στη Γενεύη. Επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού το 1954 όπου έγραψε το σπουδαίο του ποίημα Ηλιόπετρα (Piedra de Sol) το 1957. Πήγε πάλι στο Παρίσι το 1959, ακολουθώντας την ερωμένη του, την ιταλίδα ζωγράφο Μπόνα Τιμπερτέλλι ντε Πίζις.
Η έντονη ερωτική ζωή του Παζ θα γίνει αντικείμενο ανάλυσης στο βιβλίο «Διπλή φλόγα…». Εκεί διακρίνει τον έρωτα από τον ερωτισμό, θεωρώντας τον δεύτερο το αντίστοιχο της ποίησης. Όπως η ποίηση είναι η ερωτική διάσταση του λόγου, έτσι και ο ερωτισμός είναι «η ποιητική του σώματος». Ο ερωτισμός δεν είναι απλή ζωώδης σεξουαλικότητα, αλλά μια ιεροτελεστία και παράσταση, η ποιητική μεταφορά δηλαδή της σεξουαλικότητας και όπως όλες οι μεταφορές δηλώνει κάτι πέρα από την πραγματικότητα που τη δημιουργεί, κάτι νέο και εντελώς διαφορετικό από τους όρους που τον συνθέτουν. Η κινητήρια δύναμη τόσο της ερωτικής όσο και της ποιητικής πράξης είναι η φαντασία. Αυτή είναι που μεταμορφώνει το σεξ σε τελετουργία. Ο Παζ διακρίνει τον έρωτα αυτό καθεαυτό, τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητα. Το σεξ είναι η πρωταρχική πηγή, ενώ ο ερωτισμός και ο έρωτας είναι δευτερογενείς μορφές του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο ερωτισμός είναι αποκλειστικά ανθρώπινος. Πρόκειται για την κοινωνικοποιημένη σεξουαλικότητα που έχει μεταμορφωθεί από τη φαντασία και τη βούληση των ανθρώπων. Ο ερωτισμός είναι εφεύρεση, μία διαρκής παραλλαγή. Το σεξ είναι πάντοτε το ίδιο. Ο ερωτισμός αλλάζει με το κλίμα και τη γεωγραφία, τις κοινωνίες και την ιστορία, τα άτομα και τις ιδιοσυγκρασίες, καθώς επίσης και από τις περιστάσεις, την τύχη και την έμπνευση της στιγμής.
Επαπειλούμενοι από τη διαρκή εκκένωση του σεξουαλικού ενστίκτου, οι άνθρωποι εφηύραν ένα αλεξικέραυνο, τον ερωτισμό. Αμφίσημη εφεύρεση, όπως όλες οι ανθρώπινες επινοήσεις. Ο ερωτισμός είναι ρυθμιστής της ζωής και του θανάτου.
Ο ερωτισμός, από τη φύση του, είναι επιθυμία για υπέρβαση. Ο ερωτισμός είναι πριν και πάνω απ’ όλα η διψασμένη επιθυμία για τον άλλο. Η ελευθεριότητα ως έκφραση του πόθου και της οξυμένης φαντασίας είναι πανάρχαια. Ως σκέψη και ως πραγματική φιλοσοφία είναι σχετικά σύγχρονη. Η πρώτη φιλοσοφική αντιμετώπιση του έρωτα γίνεται στο «Φαίδρο» και το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Στο «Συμπόσιο» ο Πλάτωνας για να εξηγήσει το μυστήριο της οικουμενικής έλξης προσφεύγει στο μύθο του αρχέγονου ανδρόγυνου. Σύμφωνα με αυτόν, παλαιότερα, υπήρχαν -όπως και σήμερα- τρία φύλλα: το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο, αποτελούμενο από διπλά όντα. Το ανδρόγυνο φύλο ήταν ιδιαίτερα δυνατό και έξυπνο και απειλούσε τους θεούς. Για να το υποτάξει ο Δίας το διαίρεσε. Έκτοτε τα χωρισμένα μισά αναζητούν το συμπληρωματικό τους. Συνεπώς είμαστε όντα ατελή και η ερωτική επιθυμία είναι μια διαρκής δίψα για ολοκλήρωση. Χωρίς εκείνον ή εκείνη δεν είμαστε ο εαυτός μας σύμφωνα με την «ποιητική μεταφορά» του μύθου. Αντίθετα, για τη Διοτίμα του Σωκράτη ο έρωτας είναι δαίμονας, ένα πνεύμα, που ζει εν τω μεταξύ, ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες, ή καλύτερα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Πρόκειται δηλαδή για έναν διαμεσολαβητή, έναν προξενητή, ένα medium που φέρνει σε επικοινωνία και ενώνει τα έμβια όντα. Είναι γιος του Πόρου και της Πενίας και φέρνει ακόμη σε επικοινωνία το φως με τη σκιά, τον αισθητό κόσμο με τις ιδέες. Ως γιος της Πενίας προσδοκά και αναζητάει τον πλούτο, ως γιος του Πόρου είναι γενναιόδωρος και υπόκειται στη δαπάνη, μοιράζοντας τα αγαθά. Είναι ο «ερών» που ζητά, το «ερώμενον» που δίνει. Οι ερωτευμένοι «εγκυμονούν εις την ψυχήν», συλλαμβάνουν μέσω της σκέψης λέει ο Πλάτων. Στο Συμπόσιο η Διοτίμα βλέπει τον έρωτα σαν κλίμακα. Στο κάτω μέρος ο έρωτας ενός ωραίου σώματος, ύστερα ο έρωτας πολλών ωραίων σωμάτων, κατόπιν ο έρωτας της ίδιας της ομορφιάς, στη συνέχεια ο έρωτας της ενάρετης ψυχής, τέλος ο έρωτας της άυλης ομορφιάς. Μ’ αυτό τον τρόπο ο έρωτας γίνεται η ανοδική πορεία προς το «απόλυτο κάλλος» που είναι και ο δρόμος προς την αθανασία. Αυτό είναι ο ερωτισμός σύμφωνα με τον Οκτάβιο Παζ.
Όσο για το σημερινό εκχυδαϊσμό της ψυχής και τον εκφυλισμό του έρωτα σε πορνογραφική βιομηχανία ο Παζ προτείνει μια διττή θεραπεία: «Η ανάσταση του έρωτα αποτελεί μέρος της πολιτικής αναγέννησης. Και τα δύο, έρωτας και πολιτική, εξαρτώνται από την αναγέννηση μιας έννοιας που υπήρξε ο άξονας του πολιτισμού μας, της έννοιας του προσώπου...» με την έννοια της μοναδικότητας και της ταυτότητας του καθενός. Γενικά για να ξαναεφεύρουμε τον έρωτα πρέπει να εφεύρουμε για μια ακόμη φορά τον άνθρωπο, να ανασυστήσουμε το πρόσωπό μας.
Ο Οκτάβιο Παζ πέθανε από καρκίνο το 1998.