Οι μη μετρήσιμες αμοιβές...

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 25.05.18 ]

Τον Γιαννάκη τον είχε φέρει πρόπερσι ο συνάδελφος άλλης ειδικότητας.
Είχε μείνει στην δευτέρα τάξη από απουσίες. 
«Ήσυχος είναι, καλό παιδάκι, όλο χαμογελάει, αλλά δεν τα πάει καλά στα μαθήματα. Έκανε και πολλές απουσίες, μίλησα και με τους γονείς του και τους πρότεινα να έρθει στην δικιά σου ειδικότητα, μήπως κοινωνικοποιηθεί περισσότερο, είναι και η φύση του τομέα σου τέτοια…»
Πιο πίσω η μάνα για την εγγραφή. Αμήχανη, όσο και ο Γιαννάκης που μια κοίταζε κάτω, μια στο παράθυρο, μια στα μάτια με ένα όμορφο, παιδικό και καλοσυνάτο χαμόγελο.

Τα λέγαμε με την μάνα κάμποσες φορές στην περσινή χρονιά, μου είπε για το απότομο κλείσιμο στον εαυτό του στην τρίτη γυμνασίου, για την απώλεια οποιουδήποτε ενδιαφέροντος, για τα λιγοστά λόγια του, για τις υποψίες πως μια κοριτσίστικη απόρριψη τον σημάδεψε, για τους φίλους που τους απομάκρυνε. Μιλήσαμε για τις εβδομαδιαίες συνεδρίες με την ψυχολόγο που πήγαιναν κάθε Πέμπτη πρωί και αργούσε να έρθει στο μάθημα, για τις ατελείωτες προσπάθειες και των δύο γονιών και του μεγαλύτερου αδερφού να τον κάνουν να ενδιαφερθεί για κάτι, να μιλήσει, να πει τι θέλει, για το χαρτί της διάγνωσης που έλεγε για συναισθηματική ωριμότητα μικρότερης ηλικίας και για επιπλέον χρόνο που πρότεινε να του δίνεται όταν γράφει εξετάσεις και αξιολογική επιείκεια.

Κι ο Γιαννάκης στα μαθήματα να κοιτάζει μια το πάτωμα, μία έξω από το παράθυρο και μια στα μάτια. Και να χαμογελάει όμορφα όταν άκουγε κάτι αστείο ή όταν τον ρώταγες κάτι που πάντα μισοαπαντούσε.
Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς, είχε κάνει μια παρεούλα με άλλους συμμαθητές, οι δύο μέσα από το τμήμα, πειραζόντουσαν και γελάγανε, έδειχνε πως ίσως κάτι πλέον τον τραβούσε, σε κάτι ανήκε.

Στην τρίτη τάξη πια η μητέρα δεν ξαναήρθε, ο Γιαννάκης τυπικά ήταν ενήλικας και γράφτηκε μόνος του. Η παρεούλα ακόμη υπήρχε, ο Γιαννάκης στα μαθήματα μια κοιτούσε το πάτωμα, μια έξω από το παράθυρο, μια στα μάτια. Και πάντα χαμογελούσε. Μερικές φορές, κινούνταν και ελαφρά μπρος – πίσω, υπακούοντας σε έναν δικό του, εσωτερικό ρυθμό.
Μόνο όταν καμιά φορά στο πλαίσιο των μαθημάτων γινόταν αναφορά σε πραγματικές βιωματικές ιστορίες από τον χώρο των ξενοδοχείων, κάρφωνε το βλέμμα στα μάτια, ρουφούσε κάθε λέξη, κάθε σύσπαση, κάθε ανάσα.

Μιλήσαμε με τον Γιαννάκη πρόσωπο με πρόσωπο μερικές φορές, τυπικά -υποτίθεται- για τα μαθήματα και τις πρωινές του απουσίες που με έφερναν σε δύσκολη θέση, στην πραγματικότητα όμως για να προσπαθήσω να ανιχνεύσω κάτι, οτιδήποτε. Χαμογελούσε και κούναγε το κεφάλι. Έλαμψε το πρόσωπό του μια δύο φορές στην παρομοίωση «Σε εσένα βλέπω ένα άλογο ρε Γιάννη, ένα άλογο κούρσας, αλλά όχι σε ιππόδρομο, σε λιβάδια και πλαγιές, έτοιμο να φύγει με χίλια και να αλωνίσει τα πάντα όλα πάνω κάτω. Αλλά έχω την αίσθηση πως δεν το αφήνεις να τρέξει. Άστο ρε Γιάννη γαμώτο, άστο!...»

Σήμερα, ο Γιαννάκης ήρθε μόνος του να πάρει τον τελευταίο έλεγχο της σχολικής του ζωής, όντας ενήλικας πια.
Κάτσαμε και τα είπαμε λίγο, του ξαναθύμισα τα περί αλόγου, χαμογελούσε κοιτάζοντας περισσότερο στα μάτια και λίγο στο θρανίο (έξω από το παράθυρο, καθόλου).

Είπαμε για τον διαφορετικό χρόνο ωρίμανσης των φρούτων και των ανθρώπων, είπαμε για τεχνικές «σύμπλευσης» με τους γύρω προστατεύοντας ταυτόχρονα τα όμορφα του εαυτού μας, είπαμε για τους ρόλους που καλούμαστε να παίξουμε πλέον στην ζωή και εκτός σχολείου και τις απαιτήσεις που έχει το «έξω από το σχολείο» πια, είπαμε για τον διαρκή αγώνα να βρει κανείς που στέκεται κάθε φορά και τους «αχώνευτους κανόνες του παιχνιδιού».
Μετά, πήρε τον έλεγχο στα χέρια, τον κοίταξε, χαμογέλασε με εκείνο το ωραίο χαμόγελο και τον έβαλε διπλωμένο στο σακίδιό του.
Την ώρα που τον χαιρέταγα μόνο του στην πόρτα ευχόμενος καλή επιτυχία στις εξετάσεις, παίζοντας αμήχανα με το σακίδιό του ρώτησε κοιτάζοντας στα μάτια:

«Θα σας ξαναδούμε ποτέ κύριε;…»

«Εδώ θα είμαι βρε! Έχουμε και τις εξετάσεις…» και μια σφαλιαρίτσα προσγειώθηκε στον σβέρκο του την ώρα που έφευγε χαμογελαστός.

Ο Γιαννάκης, η Αλίνα, ο Νικόλας, ο Βασιλάκης, η Κική, η Βασούλα, η Εύα, ο Μάνος, η Νατάσσα, ο Δημήτρης, το Χριστινιώ, ο Κωστής, ο, ο, ο, η, η, η…

Όλοι απόντες από εδώ πια, όλοι όμως παρόντες.

Οι μη μετρήσιμες αμοιβές μας. 

Εκείνες που αξίζουν πραγματικά.

[…Άνοιξα το ακριανό παράθυρο γρήγορα, το τσιγάρο άναψε μόνο του κι έμεινα να προσπαθώ να σκουπίσω τις ρυτίδες μου και να σκληρύνω πάλι, χωρίς να φαίνομαι.
Είναι που δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στα σχολεία. Απ’ έξω τουλάχιστον.
Από μέσα και στάχτη να γίνεις, κανείς δεν θα σου πει κουβέντα…]