Οι φωτογραφίες γέμισαν σκιές
[ Κώστας Καναβούρης / Πολιτισμός / 28.06.21 ]Στην μνήμη του Λευτέρη Ξανθόπουλου
Τριγύρω ο τόπος είχε υψώματα. Η πόλη κάτω, δίπλα στη θάλασσα, ελάχιστα τα επίπεδα σημεία. Βολευότανε ο κόσμος, πότε με την θάλασσα, πότε με τα εμπόριο καπνού απ’ τα ενδότερα της περιοχής, πίσω απ’ τα υψώματα. Εκεί ήταν οι πεδιάδες. Εύφορα μέρη, αλλά από τα ανατολικά και πολλή ελονοσία. Ήρθαν εποχές που πέθαιναν σαν τις μύγες οι άνθρωποι.
Ύστερα ήρθαν άλλες εποχές και μαζί μ’ αυτές ήρθαν και οι πρόσφυγες. Θρακιώτες της ανατολικής Θράκης, Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι (όσοι δεν τράβηξαν για τα πιο μέσα και τα πιο δυτικά της χώρας), Μπαφραλήδες, Καραμανλήδες, κόσμος και ντουνιάς, κατατρεγμένος κόσμος. «Ανακατεμένος ο ερχόμενος» διηγιότανε χρόνια μετά η γιαγιά μου η Εριφύλη. «Κι αυτά τα βουνά» έλεγε για τα υψώματα, συνηθισμένη από τους απέραντους κάμπους της ανατολικής Θράκης,. «Αυτά τα βουνά εδώ με κάθουνται». Ποτέ δεν τα συνήθισε.
Ήρθανε οι πρόσφυγες, αναποδογύρισε ο κόσμος, ξεβολεύτηκαν όλοι. Που θα πηγαίνανε; Όπου πηγαίνουν οι παρείσακτοι: στις άκρες. Στα υψώματα. Αγώνας και γάνιασμα να σταθούνε στα πόδια τους. Από τις παράγκες ξεκινήσανε, όσοι δεν μείνανε στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
«Κι όμως από δω μπορούσαμε να δούμε τη θάλασσα» έλεγε ο πατέρας, θαλασσινός μέχρι τα μύχια της ψυχής του. Αλάτι έβγαινε, όχι αίμα, όταν κοβότανε με τις φαλτσέτες, παλεύοντας με τα παπούτσια. Τσαγκάρης, μεγάλος μάστορας με τ’ όνομα. «Βλέπαμε τη θάλασσα κι όπως ήταν ανοιχτωσιά, ελπίζαμε. Τι ελπίζαμε; Σάματις ξέραμε;»
Δεν ήξεραν. Κι έτσι σιγά σιγά κοιτάζοντας τη θάλασσα, ήταν σα να κοίταζαν την ελπίδα. «Βλέπαμε την ελπίδα» έλεγε ο πατέρας. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που μπήκανε με τη μια «στα σίδερα και στην φωτιά», δεν ήταν τυχαίο που « κουβέντιασαν με τα λιθάρια». Έβλεπαν την ελπίδα. Έβραζε αρμυρό το αίμα τους. Κατέβαιναν και στο κέντρο της πόλης να βγούνε φωτογραφίες. Μπροστά στο μαρμάρινο λιοντάρι κι από πίσω το σημερινό δημαρχείο.
Έχω μια τέτοια κάτω από το τζάμι του γραφείου. Μια παρέα νεαρών, είναι δεν είναι εικοσάρηδες χαμογελαστοί σ’ έναν ανεξάντλητο ενεστώτα. Πρώτος από αριστερά είναι ένας ψηλός, ο πιο ψηλός απ’ όλους, «ψηλός» και το παρατσούκλι του, Κώστας τ’ όνομά του. Κώστας Ξανθόπουλος. Ο πατέρας του σκηνοθέτη και ποιητή Λευτέρη Ξανθόπουλου. Καπνεργάτης. Τρίτος από αριστερά, ο Παναγιώτης Καναβούρης. Ο πατέρας μου. Καρδιακοί φίλοι οι δυο τους. Έπαιζαν και πόλο. Στον σύλλογο της γειτονιάς Αγίας Βαρβάρας, ο «Άτλας Κεραυνός». Φουνταριστός ο πατέρας. Τερματοφύλακας ο «Ψηλός». Τάχει γράψει αυτά ο Λευτέρης στον «Άγγελο των πρώτων ημερών». Έχει εκεί μέσα κι έναν στίχο δικό μου, που όπως λέει, είναι σαν να γράφτηκε γι’ αυτόν: «Οι φωτογραφίες γέμισαν σκιές».
Ύστερα ήρθαν άλλα χρόνια, όλοι κι όλα σκορπίστηκαν σαν τα τρελά πουλιά. Τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Απ’ τα υψώματα δεν μπορείς να δεις πια τη θάλασσα. Δηλαδή δεν μπορείς να δεις την ελπίδα να σπαρταράει από φρέσκο αλάτι και φρέσκο κύμα. Βλέπεις τους απέναντι αγνώστους. Κι έρχονται στιγμές που κι ο εαυτός σου γίνεται ένας απέναντι άγνωστος. Κοιταζόσαστε και προσπαθείτε να καταλάβετε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος. Κι ό,τι γίνεται το μαθαίνεις διαμεσολαβημένο. Από άλλους. Ό,τι μαθαίνεις, το μαθαίνεις από κομμένες κεφαλές. Δεν έρχεται ούτε από την θάλασσα, ούτε από την ελπίδα.
Ένα παιδί στη Ρόδο λιποθύμησε από πείνα. Τόσα κλέψανε από δω, τόσα από κει. Ουρλιάζει ένας θρίαμβος φριχτός. Ο απέναντι τοίχος. Η Ευγενία – πάνε μέρες – μου λέει δισταχτικά: «Δεν ήθελα να στο πως από χτες, αλλά πέθανε ο Λευτέρης». «Ποιος Λευτέρης;» «Ο Ξανθόπουλος». Και σωπαίνει. Σωπαίνω κι εγώ.
Τόσες μέρες πέρασαν κι εγώ ακόμα σωπαίνω κοιτάζοντας την φωτογραφία στο γραφείο. Μια παρέα νεαροί. Δεν βλέπουν τον φακό, κοιτάζουν την ελπίδα, όμως δεν μπορώ να διακρίνω πια τα πρόσωπά τους. Η φωτογραφία γέμισε κι άλλες σκιές. Σκοτείνιασε Λευτέρη. Μόνο φτερουγίσματα ακούγονται μέσα από την φωτογραφία. Αγγέλων θα είναι.
Γι’ αυτό σου λέω, κλέβοντας και παραφράζοντας τον στίχο σου «σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα»: σήκωσε το κεφάλι σου Λευτέρη. Για να μπορώ να βλέπω τη θάλασσα και την ελπίδα ενός ανεξάντλητου ενεστώτα, που δεν θα τον χτίσουνε ποτέ.