Οι περιπέτειες του Μιγκέλ ντε Θερβάντες

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 28.09.18 ]

O Θερβάντες γεννήθηκε πιθανώς στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547. Ως τόπος γέννησής του θεωρείται η ισπανική πόλη Αλκαλά ντε Ενάρες. Καταγόταν από οικογένεια πρώην ευγενών, γιος του χειρούργου και πρακτικού γιατρού Ροδρίγο ντε Θερβάντες και της Λεονόρ ντε Κορτίνας, πιθανώς εβραϊκής καταγωγής που αργότερα μεταστράφηκαν στον καθολικισμό.

Ο Δον Κιχώτης είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε -εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική και γενικότερα τη δυτική λογοτεχνία. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανιψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε, φορώντας μια παλιά πανοπλία. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε μαγικά. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσά του, που την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βέβαια η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.

Στον Δον Κιχώτη αποτυπώνεται το «σαντσοκιχοτικό» πρόσωπο της Ισπανίας σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο μαρτυρεί τη διαλεκτική σχέση (σύνθεση) του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού και την αύξουσα πνευματικοποίηση της Ευρώπης σε βάρος της πραγματικότητας. Είναι η εποχή κατά την οποία η σκέψη, η αλλιώς η Vita Contemplativa, έχει την πρωτοκαθεδρία. Το νόημα της ζωής θα είναι το ατέλειωτο κυνήγι της επιθυμίας του άλλου και η ιστορία (συλλογική και ατομική) θα καταστεί μία σειρά από επιδιωκόμενες επιθυμούμενες επιθυμίες, δηλαδή ως μία διεκδίκηση-επιθυμία των επιθυμιών των άλλων. Όλα εδώ παίζονται πρώτα στο κεφάλι και υπάρχει ένα «μένος υπάρξεως» που παραπέμπει σε έναν «εγκεφαλικό κοχλασμό» λόγω του αυτοπληθωρισμού των επιθυμιών, όπως στον μαρκήσιο Ντε Σαντ αργότερα, ή την αδυναμία επιλογής όπως στον Άμλετ, ή τη ρομαντική εκδοχή του απόλυτου, του ρομαντικού απόλυτου που ενσαρκώνει ο Δον Κιχώτης, ως ένας δρων ονειροπόλος.

Ο Δον Κιχώτης θα προσπαθήσει να βρει διέξοδο από την ανία και τον αριστοκρατικό εκφυλισμό της Ευρώπης με μια φυγή προς το μεγάλο κόσμο των ηρωικών πράξεων και της περιπέτειας. Αλλά το φαντασιακό έχει ήδη καταστεί υπερτροφικό και παραμορφώνει την πραγματικότητα, που διογκώνεται και στρεβλώνεται κάτω από τα χτυπήματα της περιπαθούς μανίας και του υπερδιεγερμένου, ευρωπαϊκού αισθησιασμού. Εδώ έχουμε την Ευρώπη και τις αυτοκρατορίες της, τις αριστοκρατίες, την ιεραρχία, τον κληρικαλισμό, γενικά τους «πάνω» με όλα τα χαρακτηριστικά της παρακμής τους. Όλοι κάτι κάνουν, όχι για να δημιουργήσουν, αλλά για να ξεφύγουν από την ανία. Οι Ευρωπαίοι ιππότες, που έχουν αποσυρθεί στις Αυλές, δεν δρουν πλέον, αλλά διαβάζουν ιπποτική λογοτεχνία, βιώνοντας την Vita Contemplativa! Ο Ναπολέων φέρεται να είπε: Cette vieille Europe m’ ennui (Αυτή η γηραιά Ευρώπη μου προκαλεί ανία)». Έτσι, περιγράφει την ευρωπαϊκή ανία και ο Χέγκελ που βεβαίως δεν περιορίζεται σ’ αυτή αλλά αναφέρει και τους οικονομικούς λόγους της μετανάστευσης των Ευρωπαίων αριστοκρατών στην Αμερική. Η ανία και ο αριστοκρατικός εκφυλισμός είναι ένας από τους τρόπους εκδήλωσης της παρακμής ενός πολιτισμού, όπως θα πει και ο Βέρνερ Ζόμπαρτ («Ο Αστός»).

Ο Μ. Κούντερα όταν ψηφίζει υπέρ του «Δον Κιχώτη» (100 συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο το ψήφισαν ως καλύτερο μυθιστόρημα όλων των εποχών), ψηφίζει επειδή αυτό συμβολίζει την α-νοησία να «χρησιμοποιείς την ιδεολογία ως δόγμα», την ανοησία να πεθαίνεις για ιδεοληψίες, δεν αντιλαμβάνεται αυτό που σημειώνει ο Σλαβόι Ζίζεκ, ότι δηλαδή ο Δον Κιχώτης δεν «απολαμβάνει» την ηδονή, όπως ένας κοσμικός (ηδονιστής χωρίς καρδιά όπως θα έλεγε ο Μ. Βέμπερ), αλλά «υπερ-απολαμβάνει» μέσω της εμμανούς πίστης του σε απόλυτες βεβαιότητες, την αντιπαράθεση με τους ανεμόμυλους-εχθρούς, τους φαντασιωσικούς εχθρούς. Αυτή η φανατική πίστη είναι και η βάση των σημερινών φονταμενταλισμών που υπεραπολαμβάνεται από όσους τη συμμερίζονται. Αυτή η υπεραπόλαυση της πίστης είναι που οδηγεί τους βομβιστές αυτοκτονίας στο θάνατο με πολύ μεγάλη χαρά! ΓΧΠ

To 1569, ο Θερβάντες εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, για λόγους που μέχρι σήμερα παραμένουν άγνωστοι. Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο ισχυρισμό, η φυγή του συνδεόταν με ένα επισήμως καταγεγραμμένο περιστατικό, κατά το οποίο τραυματίστηκε ένας πολίτης ονόματι Αντόνιο ντι Σιγκούρα. Όπως βεβαιώνεται από επίσημο έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου του 1569, για την πράξη αυτή καταδικάστηκε ένας Ισπανός με το όνομα Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ωστόσο δεν θεωρείται βέβαιο πως επρόκειτο πράγματι για τον γιο του Ροδρίγο ντε Θερβάντες από το Αλκαλά ντε Εναρές. Γ ια σύντομο χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αυλάρχης στον οίκο του Τζούλιο Ακουαβίβα, μετέπειτα καρδινάλιου, στην Ρώμη, όπου είχε την δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την πλούσια πολιτιστική παράδοση της πόλης, την αναγεννησιακή τέχνη, αλλά και με την ιταλική λογοτεχνία.

Το 1570 ξεκίνησε να υπηρετεί στο πεζικό σώμα του ισπανικού στρατού στη Νάπολι, έδαφος που τότε βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή. Τον Σεπτέμβριο του 1571 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός με το πολεμικό πλοίο Μαρκέσα που αποτελούσε τμήμα του μεγάλου στόλου υπό τις διαταγές του Δον Χουάν της Αυστρίας και πολέμησε νικηφόρα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (ή Λεπάντο) στις 7 Οκτωβρίου, εναντίον του οθωμανικού στόλου, αμφισβητώντας για πρώτη φορά την κυριαρχία του στη Μεσόγειο. Κατά την διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε δύο φορές στο στέρνο, ενώ ένας τρίτος τραυματισμός προκάλεσε μόνιμη βλάβη, αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι. Ο ίδιος, στον πρόλογο του δεύτερου μέρους του Δον Κιχώτη (1615) περιγράφει με υπερηφάνεια την συμμετοχή του στη μάχη αυτή. Στο δε Ταξίδι στον Παρνασσό (1614) υπαινισσόμενος την κατοπινή επιτυχία του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη (1605), αναφέρει ότι στη Ναύπακτο αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι «προς δόξαν του δεξιού»!

Το 1572 επανήλθε στην υπηρεσία του ισπανικού στρατού στη Νάπολη και τα επόμενα τρία χρόνια συμμετείχε στις εκστρατείες της Κέρκυρας, του Ναυαρίνου και της Τύνιδας. Τον Σεπτέμβριο του 1575, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής του στην Ισπανία, η γαλέρα με την οποία έπλεε δέχθηκε επίθεση από πειρατές και ο Θερβάντες συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια ως δούλος. Ανέκτησε τελικά την ελευθερία του, τον Σεπτέμβριο του 1580, χάρη στη συνδρομή Τριαδιστών καλόγερων και της οικογένειάς του που κατάφεραν να συγκεντρώσουν το οικονομικό ποσό που απαιτείτο.

Επιστρέφοντας στην Ισπανία παντρεύτηκε(1584) την, κατά είκοσι περίπου χρόνια νεότερή του, Καταλίνα ντε Σαλαθάρ ι Παλάθιος, ενώ νωρίτερα είχε ήδη αποκτήσει μία κόρη, την Ισαμπέλ ντε Σααβέδρα, καρπό της σχέσης του με την Άνα ντε Βιγιαφράνκα (ή Άνα Φράνκα ντε Ρόχας). Τον επόμενο χρόνο, εκδόθηκε το πρώτο λογοτεχνικό έργο του, με τίτλο Γαλάτεια (La Galatea), ένα ποιμενικό μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον Ασκάνιο Κολόνα, πιστό φίλο τού Τζούλιο Ακουαβίβα, προσδοκώντας πιθανότατα στην αιγίδα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1585, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον θεατρικό επιχειρηματία Γκασπάρ ντε Πόρρας για την συγγραφή δύο δραματικών έργων, ένα εκ των οποίων ονομάστηκε Η σύγχυση (La Confusa) και αποτελούσε κατά τον Θερβάντες το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, κατά την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε περισσότερα από είκοσι θεατρικά έργα, από τα οποία όμως διασώθηκαν μόλις δύο τραγωδίες, Η πολιορκία της Νουμαντίας (El cerco de Numancia) και Η ζωή στο Αλγέρι (Los tratos de Argel), που χρονολογούνται στη δεκαετία του 1580.

Η αδυναμία του Θερβάντες να καταξιωθεί ως λογοτέχνης, τον οδήγησε στην αναζήτηση διαφορετικής κατεύθυνσης και, το 1587, διορίστηκε ως υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, ενώ τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ισπανίας και μία από τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής. Η οικονομική διαχείριση που επωμίστηκε, επισκιάστηκε από καταχρήσεις, πιθανώς υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, για τις οποίες φυλακίστηκε το 1592 για δύο ημέρες στο Κάστρο ντελ Ρίο. Από το 1594 μέχρι το 1596, εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας με έδρα την Ανδαλουσία, αντιμετωπίζοντας εκ νέου την κατηγορία της κατάχρησης, που τον οδήγησε σε νέα φυλάκιση, μέχρι τον Απρίλιο του 1598, αυτή τη φορά στη Σεβίλλη. Στον πρόλογο που συνόδευσε τον πρώτο τόμο τού Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες αφήνει να εννοηθεί πως πιθανώς συνέλαβε την ιδέα του έργου κατά την περίοδο της φυλάκισής του.

Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φυλάκισή του εκεί. Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές.

Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 Απριλίου του 1616. 

ΓΧΠ