Οι παβλοφικές αντιδράσεις της κοινωνίας στο καμπανάκι του ψεύδους

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 27.01.19 ]

Θα πρέπει όμως και η κοινωνία να αντιληφθεί ότι πρέπει σιγά σιγά ν’ αρχίσει να αποδεσμεύεται ή καλλίτερα να απελευθερώνεται από ένα τρόπο σκέψης (της) που συμπεραίνει πριν να εξετάσει τα δεδομένα και που αντιδρά θυμικά και ακαριαία έχοντας εθιστεί σ’ έναν ορισμένο, οπισθοδρομικό και επωφελή για το σύστημα τρόπο συναισθηματικής αντίδρασης. Είτε γίνεται δια της συναίνεσης, είτε δια της άρνησης στη συναίνεση. Έτσι, όμως, το πράγμα δεν πάει μακρυά. Ούτε με τα «όχι», ούτε με τα «ζήτω». Θα πρέπει σιγά σιγά και η κοινωνία (ιδίοις αναλώμασι) να σκεφτεί ως συλλογικός διανοούμενος και ως συλλογικός μεταλλάκτης της θεωρίας σε πράξη και της πράξης σε θεωρία. Δεν γίνεται να αλλάζουνε τα πάντα γύρω μας και η κοινωνία (αυτή η ταξική κοινωνία) να σκανάρει και να καταπίνει αμάσητες της προβολές μιας αφασικής (και φασίζουσας) αμετροέπειας των γνωστών συστημικών μέσων ενημέρωσης. Δεν γίνεται ένιοι πολιτικοί της συντηρητικής παράταξης με ελευθεριάζουσα θρασύτητα – θρασύτητα προστατευμένη και γι’ αυτό ανέλεγκτη άρα και ανεξέλεγκτη – να προβάλουν στην κοινωνία την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τάξεις και η κοινωνία να το καταπίνει αμάσητο. Αυτή, ναι, η σιδηροδέσμια κοινωνία από τα δεσμά της άγριας χειραγώγησης.

Αλλά ως πότε θα πάει αυτό; Ως πότε  θα ακούει ψοφοδεής και περίτρομη τις στρεβλώσεις και τα ψεύδη, ως πότε δεν θα ακούει το επιχείρημα και θα το αφήνει να λιμνάζει στα απόνερα είτε της λύπης, είτε της παραίτησης; Δεν πάει άλλο. Μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται μια επιχείρηση αποδόμησης της κοινωνίας και της χώρας. Και η κοινωνία καθεύδει. Με την αγαθή συνεπικουρία της χασμώμενης Αριστεράς του «ονείρου» που κάνει ό,τι μπορεί για να συντελέσει σ’ έναν ζωντανό εφιάλτη.

Αλλά αυτό πρέπει να τελειώσει. Και η κοινωνία να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Και στα πόδια της. Και στο μυαλό της. Και στην ψυχή της. Και στο σώμα της. Το ατομικό και το συλλογικό. Έχει κόπο αυτό. Κόπο αληθινό. Έχει κόπο να αναμετρηθείς με την – πράγματι – συγκλονιστική προσπάθεια που γίνεται από το υπουργείο Παιδείας για ν’ αλλάξουν τα πράγματα σ’ αυτό το λυγρό χώρο που γεωργεί τα πάντα του μέλλοντος και συνιστά το άπαν των καθηκόντων που πρέπει να αναλαμβάνει η κάθε κυβέρνηση, αλλά και η κάθε κοινωνία.

Πού είναι η κοινωνία εδώ; Στις παβλοφικές αντιδράσεις όταν χτυπάει το άγριο καμπανάκι του ψεύδους, εκφασισμένων έντυπων και ηλεκτρονικών εφημερίδων; Πού είναι  η κοινωνία εδώ; Που αντί να βγει, να μιλήσει, να διεκδικήσει, να αντιληφτεί και να συμμετάσχει σε μια προσπάθεια που στοιχειωδώς τουλάχιστον μοιάζει να ανταποκρίνεται σε σύγχρονες ανάγκες, προσωποποιεί (η κοινωνία) και αντιλαμβάνεται τα επιδιωκόμενα, ως εχθρό. Ως υποδεκάμετρη απειλή φαντασιακών προσωπικών τελεσφορήσεων. Και το σύστημα επιχαίρει. Ως πότε η κοινωνία δεν θα το αντιλαμβάνεται; Ως πότε θα αναπαράγει τερατουργήματα αντί επιχειρημάτων; Επιτέλους. Έχει και η λογική της ανάθεσης τα όριά της, αλλά και τη δική της πολυπλοκότητα. Η κοινωνία λοιπόν, θα πρέπει επιτέλους να αντιληφτεί ότι η ανάθεση τινάζει τη δημοκρατία εκτός των κεκανονισμένων ορίων της, όταν δεν είναι προϋπόθεση (η ανάθεση) τρόπου συμμετοχής της στα κοινά. Η ταξικότητα του συστήματος δεν «κοιμίζει» την ανάθεση, το αντίθετο κάνει: την «αφυπνίζει» και την ωθεί σε διαρκή αγρύπνια.

Αν αυτό δεν γίνει αντιληπτό, τότε είμαστε άξιοι των όσων μας χαρίζουν, που δεν είναι και λίγα: καθρεφτάκια εχθρότητας για τους πρόσφυγες. Γαλανόλευκες φτιαγμένες με μαχαίρια. Θρησκευτικά παγωμένης αγάπης. Νέα Ελληνικά μιας ακατάσχετης ορδής, ταξικά ανεξάντλητης. Α, ναι. Οι τάξεις είναι ανεξάντλητες. Αυτό, κάποτε, η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να το αντιληφθεί.

Και να αντλήσει τα συμπεράσματά της.