Οι μικρές «ανάπηρες»...
[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 03.12.20 ]Αν με ρωτάς ποια μάνα έχω θαυμάσει στη ζωή μου, σε ποια μάνα μπροστά σάστισα και ντράπηκα για την ανθρωπότητα, σε ποια μάνα δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα, που γέλασα με τα προβλήματά μου κι ύστερα έσκυψα το κεφάλι, που δεν μπόρεσα να την αντικρύσω στα μάτια, ήταν πριν δυο χρόνια στη Λέρο, στη δομή των προσφύγων που 'δα τις δυο της κόρες, τις προσφύγισσες, τις έφηβες, καθισμένες σε ξεχαρβαλιασμένα αμαξίδια, καρότσια ήταν, κανονικά καρότσια, μη ντρεπόμαστε τις λέξεις. Για κείνη τη μάνα σκέφτηκα πόσο πολύ τις κουβάλησε, πόσες ώρες τις έβαλε στην πλάτη για να φτάσει. Για κείνη τη μάνα, ναι, ντράπηκα. Όχι μόνο για το γεγονός πως ο κόσμος αυτός ο σκληρός και καθόλου μέγας, τις έκανε πρόσφυγες αλλά για κείνες τις ρόδες των καροτσιών τις έτοιμες να φύγουν. Ντράπηκα κι ύστερα, ήρθε η ανάσα να με βγάλει από τη λύπηση, γιατί οι ίδιες, οι μικρές «ανάπηρες» όπως τις λέει ο κόσμος, με λύτρωσαν, με κοίταξαν και χαμογέλασαν. Και με έβαλαν στη θέση μου. Και χαμογέλασα κι εγώ επειδή μέσα σε όλη τη μαυρίλα, μου έδειξαν πως ποτέ δεν παραδόθηκαν.
Παγκόσμια ημέρα δεν ήταν. Κι όμως μου έδειξαν τι σημαίνουν ίσα δικαιώματα. Είχαν φτάσει για να ζήσουν μακριά από πολέμους. Κι ήταν εκεί, στα σαράβαλα, δανεικά καρότσια κι αντιστεκόντουσαν. Κι ήταν ίδιες ο στίχος του Χικμέτ. "Ο, τι και να είναι τ' άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω".