Οι επαναστάτες της Εύφορης Κοιλάδας

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 17.03.19 ]

(με τον τρόπο του Μάριου Χάκκα)

 

Πρώτα οι συστάσεις. Η «Εύφορη Κοιλάδα» είναι το πιο διάσημο καφέ της γειτονιάς μας, το σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά. Το άνοιξε το 1978 ο Μπάμπης Π. –ο κολλητός του Κον Μπεντίτ- με κάτι λεφτουδάκια που του άφησε ένας μπάρμπας του άτεκνος και ομοφυλόφιλος. Μεταπολίτευση, και ήταν η χρονιά που προβλήθηκε η ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» και ο Μπάμπης ενθουσιασμένος όπως ήταν και μεθυσμένος από τη σουρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη, αποφάσισε να ονομάσει το μαγαζί του «Εύφορη Κοιλάδα». Ο Μπάμπης δεν ζει πια και το μαγαζί το δουλεύει τώρα η Ελισάβετ, μια στρουμπουλή σαραντάρα όλο νάζι και τσαχπινιά, που διατυμπανίζει σε όλους πως είναι η μονάκριβη κόρη του και νόμιμη κληρονόμος του καφέ και της επωνυμίας. Μετά τη φωτιά που ένα βράδυ το έκανε αποκαΐδια, η Ελισάβετ το ανέστησε από τις στάχτες του. Η αλλόκοτη πελατεία του είναι άνθρωποι (κάθε ηλικίας) των γραμμάτων και της τέχνης, που το προτιμούν από κάτι άλλα μοδάτα καφέ, γιατί τους θυμίζει –λένε- το Καφέ Ντομ του Μονπαρνάς, ενώ μονίμως ακούγονται διακριτικά από τα ηχεία οι μελωδίες του Χατζιδάκι, του Πιοβάνι και ενίοτε, στην καλοκαιρινή ραστώνη, κλασική μουσική. Εδώ μπορείς να συναντήσεις τους πιο ετερόκλητους μποέμ τύπους της Αθήνας, που μένουν ωστόσο πιστοί στις ιδέες της νιότης τους. Ο Άγης και ο Πάνος –οι ήρωες της ιστορίας μας- εξόκειλαν στην «Εύφορη Κοιλάδα» εδώ και είκοσι χρόνια, καλλιεργώντας επίμονα και σταθερά τον μύθο της επικείμενης επανάστασης. Γιατί –πώς αλλιώς;- όλο και κάποιοι πρέπει να συντηρούν το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον, που έλεγε κι ο ποιητής.

*

«Είμαι Έλληνας. Τρία χρόνια άνεργος. Πεινάω». Ακίνητος στεκόταν στο αριστερό πεζοδρόμιο ο άντρας με τα πρησμένα πόδια, τα βρόμικα μαλλιά, τα ακατάστατα γένια και το χαρτόνι ανά χείρας. Όχι, δεν έκανε πικετοφορία.

Μόλις τον είδε, σταμάτησε στην άκρη τη μηχανή του, έβγαλε από το τσαντάκι το κινητό του και τράβηξε μια φωτογραφία. Ωραία, είπε, πολύ ωραία! Δεν είχα καμία τέτοια στη συλλογή μου. Ανοίγοντας το γκάζι άκουσε μια φωνή: Ρε φίλε, δώσε και κανένα ευρώ. Τόση ώρα για σένα ποζάρω.

Θεωρούσε τον εαυτό του συλλέκτη εικόνων. Ολίγον συγγραφέας, ολίγον ζωγράφος, ολίγον σκιτσογράφος, ολίγον ηθοποιός και πολιτικοποιημένος τα μάλα ο Αγαθοκλής Πιτούλης, σκέτο Άγης για τους κολλητούς του. Τα βράδια τακτοποιούσε στον υπολογιστή το υλικό του. Έπαιρνε το ποτό του και στρίβοντας τα τσιγάρα του σκαρφιζόταν ιστορίες από τα πάθη αυτών των ανθρώπων. Με τον καιρό απέκτησε φήμη στο πάνθεον της δημοσιογραφίας των πολιτών. Οι μυθοπλασίες και τα σχόλιά του διαβάζονταν από φανατικούς αναγνώστες και εκατοντάδες μηνύματα εκτίμησης και θαυμασμού κατέκλυζαν το mail του. Μέχρι και σελίδα στο facebook ανέβασαν οι θαυμαστές του και κάθε μέρα μετρούσε τα like.

Ένιωθε ειλικρινώς βαθιά συμπόνια για το δράμα «του εν γένει πάσχοντος ανθρώπου», έδινε συχνά διαλέξεις για το νέο ήθος της θνητότητας, ήταν τακτικός θαμώνας στις συγκεντρώσεις αλληλεγγύης, υπέγραφε και κείμενα διαμαρτυρίας, όποτε του ζητούσαν, βγάζοντας το κατάλληλο για την περίσταση τσιτάτο από την πλούσια φαρέτρα του. Έμενε σε ένα άνετο και μοντέρνο διαμέρισμα-ρετιρέ στο κέντρο της πόλης, για να βρίσκεται στην καρδιά των γεγονότων. Του το άφησαν κληρονομιά οι γονείς του, μαζί με κάποια άλλα ακίνητα, που του εξασφάλιζαν κάθε μήνα ένα σταθερό και ικανοποιητικό εισόδημα ώστε να μην έχει την έγνοια του βιοπορισμού. Εργένης εκ πεποιθήσεως, σαράντα περασμένα, γνωστός στους κύκλους των διανοουμένων, είχε το ελεύθερο να μπαίνει και να βγαίνει σε όλους τους χώρους χωρίς να λογαριάζει κανέναν.

Είχε κι έναν φιλαράκι, τον Πάνο –επαναστάτης από κούνια κι αυτός- που αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους λόγω καλής διαγωγής και τώρα τελευταία εγκαταστάθηκε στο σπίτι του φίλου του. Φημισμένος ινστρούκτορας ο Πάνος -μίλαγε μόνο με τσιτάτα-, ήταν απ’ τους τύπους που δεν σήκωναν μύγα –κουνούπι καλύτερα- στο σπαθί τους. Μια φορά διαμαρτυρήθηκε έντονα, γιατί η σερβιτόρα τοὺ έφερε γλυκό φραπέ. Η ζάχαρη –έλεγε– είναι για τους γλυκανάλατους ρεφορμιστές· όχι για τους ασυμβίβαστους επαναστάτες!

Με τον κολλητό του συναντιόντουσαν κάθε απόγευμα στο ίδιο πάντα καφέ της πλατείας, για να σχολιάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να μιλήσουν –για τι άλλο;– για την επανάσταση, που και οι δύο εδώ και χρόνια περίμεναν. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό οι συνωμοτικές κουβέντες πύκνωσαν, καθώς πίστευαν πως ωρίμαζαν ταχύτατα πλέον οι συνθήκες. Είχαν σχέδιο αυτοί… Ήταν σίγουροι πως άκουγαν ήδη την ατμομηχανή της ιστορίας να ξεκινάει για το μακρινό ταξίδι της. Τσαφτσουφ, τσαφτσουφ… Ωραία ακουγόταν. Λίγο σκουριασμένη βέβαια αλλά γερό μηχάνημα. Σίγουρα, θα άντεχε στις ανηφόρες. Τσαφτσουφ…

Τόσα χρόνια κρίση, άλλωστε, ήγγικεν η ώρα των όπλων. Να ’ναι καλά ο Τσε που ακόμα τους εμψύχωνε: Η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει. Βέβαια, κάποιος πρέπει πρώτα να βρεθεί να το κουνήσει. Αν όμως πέσει σε κανενός το κεφάλι; Ήταν κι αυτό ένα σοβαρό πρόβλημα όσο να ’ναι, μια σημαντική παράμετρος που όφειλαν να υπολογίζουν. Μπορεί και να βρίσκανε κανένα μπελά από τους οικολόγους. Λίγο το ’χεις; Παράξενοι άνθρωποι οι οικολόγοι. Βέβαια, ήταν και οι άλλοι, οι προσκυνημένοι. Τι θα κάνανε με δαύτους; Ο νους τους σάλταρε στον Γέρο του Μοριά: Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Η τρίχα τούς σηκώθηκε και στην ιδέα να-

Μπερδεύτηκαν. Αυτοί το μόνο που ήθελαν ήταν να σώσουν τον κόσμο. Και ήξεραν καλά από ναυαγοσωστική. Πρέπει να σώσεις πάση θυσία πρώτα το τομάρι σου, για να σώσεις και τους άλλους. Ειδάλλως; Όση ώρα ανέλυαν τα νέα δεδομένα, αναθεμάτιζαν τη σκλαβιά της μισθωτής εργασίας και καλοτύχιζαν τον εαυτό τους που αυτοί –οι ιησουίτες του πολέμου- δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν υπεραξία για κανέναν εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη. Το σύνθημά τους «Θέλεις να δουλέψεις; Πραγματικά αυτό είναι μια ιδέα εφιαλτική» από μια ατάκα κινηματογραφική, δεν το άλλαζαν με τίποτα. Όλα καλά! είπαν με μια φωνή. Όλα καλά, επανέλαβαν ανεβαίνοντας άλλη μια οκτάβα τούτη τη φορά.

Έτσι και πριν από μέρες, ένα απόγευμα στην καρδιά του ανέμελου καλοκαιριού, έπιναν τον καφέ τους στην «Εύφορη Κοιλάδα», ακούγοντας τις σονάτες για φλάουτο του Χέντελ. Τα γύρω δέντρα κράταγαν κάποια σκιά, αλλά τα κουνούπια έκαναν κανονικές επιθέσεις καμικάζι στα χέρια και τα πόδια τους. Τους έπιναν κυριολεκτικά το αίμα χωρίς να τα αντιληφθούν και πέταγαν μακριά χορτασμένα. Ζβινζβιν, νόστιμο που είναι το αίμα… Όσες φορές επιχείρησαν να τα συνθλίψουν στις χούφτες τους, αυτά με μαεστρικές κινήσεις ξέφευγαν. Η ώρα προχωρούσε ακάθεκτη κι αυτοί μιλούσαν για την επαναστατική θεωρία πόσο σπουδαία είναι, γιατί χωρίς αυτήν –λένε- δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση. Μια παράξενη ηδονή ένιωθαν μ’ αυτά τα λόγια, λες και η επανάσταση ήταν καμιά γκόμενα που τους έστησε στο ραντεβού, αλλά –πού θα πάει- θα τους κάτσει. Ειδικά ο Άγης φούσκωνε μέσα του από ένα αίσθημα ακτιβιστικής πληρότητας αλλά και αρρωστημένης λαχτάρας για όσα έμελλε να συμβούν.

Δεν το πήρανε χαμπάρι πως στο τραπέζι του διπλανού μαγαζιού κάθισαν απρόσκλητες δυο γριές ζουρλοπαντιέρες. Αντάλλασσαν τα νέα της γειτονιάς, ποιος αρρώστησε, ποιος αποδήμησε. Λέγανε και για τα αρθριτικά τους, για τα παιδιά τους, τα σόγια τους. Κάποια στιγμή ανέφεραν και μια περίεργη ιστορία για τον Μπάμπη Π., όταν έκρυβε για μήνες στο υπόγειο του μαγαζιού έναν φυγάδα και άλλα τέτοια. Ξέφτια από κουβέντες που κανείς τρίτος δεν δίνει σημασία. Αραιά και πού ο Άγης έστηνε από συνήθειο αυτί και κρυφάκουγε χωρίς να το θέλει, σκόρπιες φράσεις χωρίς ειρμό, τσουκνογελώντας αυτάρεσκα.

Η μία, η μεγαλύτερη, έλεγε -με τα φρύδια σμιχτά- ιστορίες απ’ τα παλιά, σα να φοβόταν μην ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια, για ένα μεγάλο φονικό που δεν χωράει ανθρώπου νους, τον μήνα των κερασιών, για ένα φονικό που κανείς μέχρι τώρα δεν το εξιχνίασε, κι αυτό κάθε τρεις και λίγο επαναλαμβάνεται, με άλλους κάθε φορά πρωταγωνιστές. Στον πόλεμο, λέει, που ήτανε μικρό παιδάκι και τα χωράφια μείνανε αθέριστα και η νύχτα έγινε μέρα και τα κεράσια κόκκινες σφαίρες που πλημμύρισαν τον τόπο, εκείνο το καλοκαίρι του ’44, και τα έντερα και το στομάχι της ήτανε λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα από την αφαγία. Τέτοια παλαβά και άκρη δεν έβγαζε ο Άγης ούτε ο φίλος του. Μόνο δυο λέξεις επαναλάμβανε εμμονικά η γριά «φονικό, φονικό…»

Ο γιος της άλλης δεν δούλευε, τον πήρε από κάτω και τον τάιζε η μάνα του. Αυτόν και τα παιδιά του. «Δεν ξέρω από πότε έχει να δουλέψει. Το επίδομα κόπηκε, ούτε θυμάμαι από πότε. Η νύφη μου έφυγε για την Αυστραλία σε κάτι συγγενείς της, έτσι μας είπε, μας άφησε αμανάτι και τα παιδιά, τι χρωστάνε βέβαια κι αυτά να τα σέρνει μαζί της εκεί στα καγκουρό, πάνε σχολείο, έχουν φίλους, καλά παιδιά αλλά χωρίς μάνα και μ’ έναν πατέρα που όλο πίνει -πώς να μεγαλώσουν κι αυτά σωστά. Πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα… Η μάνα τους στέλνει κάποια χρήματα από κει κάτω, αραιά και πού, αλλά τα τσεπώνει ο ανεπρόκοπος ο γιος μου. Τίποτα δεν έχει πάρει από μένα. Ίδιος και απαράλλαχτος ο πατέρας του, ο συχωρεμένος. Σαν τον κισσό κατάντησε πια. Έχει τυλιχτεί ολόγυρά μου και με ξεζουμίζει κανονικά. Ο κισσός μεγαλώνει, θεριεύει –του κάνω– αλλά η καρυδιά που πνίγεται κάτω απ’ τη φυλλωσιά του γρήγορα θα ξεραθεί. Και μετά να δούμε τι θα κάνεις, αχαΐρευτε! Η κυρά Φρόσω να ’ναι καλά· και τον συχωρεμένο γεροκόμησα, και τον γιο του και τα εγγόνια του ταΐζω. Τα ίδια κι αυτός. Πόσο θ’ αντέξω;»

»Προχτές απολύσανε τον Μιχάλη, τον κολλητό του ντε απ’ το σχολείο, τον μοναχογιό της Όλγας, την ξέρεις, κι αυτός γέλαγε και σπαρταρούσε απ’ τα χαχανητά. Κι ο Μιχάλης τον κοίταζε αμίλητος, με κατεβασμένα τα μούτρα. “Καλά να πάθεις, ρε μαλάκα, welcome to the club! Τώρα να δεις τι θα πει να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις όξω. Με τι ασχολείστε, θα σε ρωτάνε; Καναπεδάτος θα λες. Μόνιμος υπάλληλος αορίστου χρόνου στον ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Καθεδρικός Ναός Περιθωριακών. Και γαμώ τις επιχειρήσεις μάγκα μου. ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Όλοι εκεί σε λίγο θα βρίσκονται. Αίτηση θα κάνουν για να τους πάρουνε πουλώντας ένα desperado υφάκι. Ξέρεις εσύ τώρα! ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Σε λίγο καιρό, τη βλέπω τη δουλειά, ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ., thenextbigthing του κόσμου. Για επανάλαβε! ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Μπράβο, παλικάρι μου. Άλλη μια: ΚΑ.ΝΑ.ΠΕ. Έτσι μπράβο! Το ’μαθες τώρα το μάθημα σου. Να σου πω και το καλύτερο που άκουσα στην τηλεόραση; Κάπου, λέει, στην Αμερική η Αστυνομία συνέλαβε έναν συνάδελφό μας επειδή μια μέρα έβγαλε τον καναπέ του στον δρόμο κι άρχισε να κάνει έρωτα με τον καναπέ του, πάνω στον καναπέ του. Παντού οι μπάτσοι γουρούνια είναι, δικέ μου! Τι τα θες; Πρόσεχε λοιπόν από δω κι εμπρός, μην την πάθεις κι εσύ σαν το φιλαράκι μας. Άντε, παλιοκαναπέ”.

»Αυτά είχε να πει στο παλικάρι. Άπλωνα την μπουγάδα στο μπαλκόνι και τ’ άκουσα όλα μετο νι και με το σίγμα. Μην του δίνεις σημασία, Μιχάλη μου, είπα. Όλη μέρα σαν νεροφίδα πίνει. Δεν βλέπεις; Παρηγοριά στον άρρωστο. Αλλά τι να πω. Δεν φαντάζεσαι πόσο τον ντράπηκα τον άνθρωπο. Αρχιτέκτονας ο Μιχάλης, τον τελειώσανε έτσι ξαφνικά μια μέρα ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια χωρίς καμιά προειδοποίηση.

Και συνέχισε να λέει τον πόνο της στην αμίλητη φιλενάδα της που κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι με μάτια κλειστά, χέρια σταυρωμένα στο στήθος και όλο παραμιλούσε, παραμιλούσε με στόμα σφραγισμένο, σαν εγγαστρίμυθη, «το φονικό, το φονικό, το έγκλημα, το έγκλημα».

Κάπου αλλού θα ταξίδευε αυτή. Σαλεμένος νους. Ακούς εκεί, τα κεράσια που έγιναν, λέει, κόκκινες σφαίρες… Ε ρε, σφαίρες που της χρειάζονταν! Πυροβολημένη η γριά. Πυροβολημένη, σου λέω. Σίγουρα.

Ο ήλιος εν τω μεταξύ χάθηκε και μια γλυκιά δροσιά απλώθηκε στην πλατεία. Σιγά σιγά έβλεπες τον κόσμο να ξετρυπώνει από τα ανήλιαγα διαμερίσματά του, όπως τα μερμήγκια που βγαίνουν απ’ τις φωλιές τους.

Ο Άγης ήπιε μια γουλιά καφέ και αναστέναξε βαθιά. Ο Πάνος συμφώνησε μαζί του. Ο πρώτος μακάριζε τον εαυτό του που δεν είχε τέτοια προβλήματα. Ούτε γυναίκες ούτε παιδιά. Μπακούρι τιμημένο θα ’μενε. Καλή ιστορία, σκέφτηκε. Θα δοκίμαζε το βράδυ να γράψει κάτι σχετικό στο ιστολόγιό του. Αχ! κι αυτά τα κουνούπια! Μεγάλος μπελάς. Ο επίμονος μεταλλικός ήχος τους σφυροκοπούσε στο κεφάλι του. Κι άλλη επιδρομή. Αυτή τη φορά ορμήσανε ακάθεκτα στον σβέρκο του. Άι σιχτίρ, αναθεματισμένα, έκανε κι έριξε μια σφαλιάρα στην πλάτη του. Κανένα δεν σκότωσε.

Ο Πάνος έξυσε τον λαιμό του. Ένα κόκκινο σημάδι ήταν η ανάμνηση της επέλασης των φτερωτών επισκεπτών. Είχε χαλαρή διάθεση εκείνο το βράδυ. Εξήγησε στον φίλο του πως καιρό τώρα παρατηρεί τα κουνούπια. Είναι πολύ σοφά, σύντροφε, τα κουνούπια. Χτυπάνε ακαριαία, ρουφάνε το αίμα και το σκάνε, χωρίς να τα πιάνει κανείς. Αόρατοι μαχητές. Σκέψου, ο εχθρός είμαστε εμείς. Και τα κουνούπια οι μαχητές του αέρα που εφορμούν από ψηλά και χτυπούν μπαμ και κάτω το σύστημα. Τα έλεγε σοβαρά ο Πάνος και τα πίστευε ειλικρινά. Ανακάτεψε τον φραπέ του και ήπιε μια γερή ρουφηξιά. Έβγαλε το καλαμάκι και άρχισε να ρουφά τις τρίχες απ’ το χέρι του. Ήθελε, είπε, να δει πώς είναι να είσαι κουνούπι. Καλύτερα κουνούπι, λοιπόν! έκανε στον φίλο του.

Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε ηλεκτρισμένη, αν και κατακαλόκαιρο. Τα αυτιά τους πλημμύριζαν οι μελωδίες από την Αθανασία του Χατζιδάκι. Οι δύο φίλοι κοίταζαν τον βαθυκύανο ουρανό και ονειρεύονταν πως είναι κουνούπια και κάνουν πτήσεις στους μαύρους αιθέρες. Εκείνη τη στιγμή δυο καιροί πλακώθηκαν εκεί πάνω κι ένα καλοκαιρινό ψιλόβροχο άρχισε απρόσμενα να πέφτει στρέιτ θρου,και αυτοί καλωσόρισαν τον ουρανό που κόπιασε στη γη. Καλό σημάδι, σκέφτηκαν. Στ’ αλήθεια, πολύ καλό! Ο κόσμος εγκατάλειψε το πεζοδρόμιο και στριμώχτηκε άρον άρον στο εσωτερικό της «Εύφορης Κοιλάδας», ενώ αυτοί απόμειναν εξόριστοι κάτω από την τέντα. Οι ηλικιωμένες είχαν ήδη φύγει. Στα δάχτυλά τους έθρυβαν δυο κλωναράκια βασιλικό που τους άφησε η κυρία Φρόσω. Φαίνεστε καλά παιδιά, τους είπε, αλλά μια βροχούλα τι να μας κάνει βρε παιδιά; Δεν φτουράει να ξεπλύνει τις λάσπες κανενός. Ένας σεισμός μονάχα θα μας σώσει. Ένας σεισμός, επανέλαβε, με επιμονή τούτη τη φορά, η άλλη γριά. Ένας σεισμός ή έστω ένας τυφώνας να τα σαρώσει όλα, την αλαζονεία των μεγάλων και τις αυταπάτες των μικρών! είπε και κοίταξε κατά πάνω, κάνοντας τον σταυρό της με τα ροζιασμένα της δάχτυλα.

 Κουνήθηκαν απ’ τη θέση τους. Ώρα είναι να-

Τα βουρκωμένα σύννεφα ξεθράσεψαν κι άλλο, κι αυτοί δεν ήθελαν με τίποτα να βρεθούν στην καρδιά μιας αστραπής. Γιατί το ήξεραν, το μπουρίνι χτυπά απρόσμενα στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν δεν το περιμένεις. Ένιωσαν αποκαμωμένοι. Χασμουρήθηκαν και τεντώθηκαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και συνεννοήθηκαν. Όλα καλά; ρώτησε τυπικά ο Πάνος. Όλα καλά θα πάνε, απάντησε βαριεστημένα ο Άγης με μάτια φωτιές από την κόπωση. Μες στις ριπές της βροχής, άφησαν βιαστικά τον τριμμένο βασιλικό στο τραπεζάκι της «Εύφορης Κοιλάδας» και την έκαναν στα γρήγορα να μην βραχούν. Μίλησαν πολύ σήμερα για επανάσταση. Αύριο πάλι, έχει ο Θεός…

 … Μα για το φονικό δεν είπανε κουβέντα, τραγουδούσε εκείνη την ώρα ο Μητσιάς τους στίχους του Γκάτσου.