Οι Δουβλινέζοι μιας εποχής που κάτι δικό μας θυμίζει

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 22.08.18 ]

Υπάρχουν πολλοί λόγοι, -κατά την άποψή μου-, για να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο. Και κανέναν δεν θεωρώ κατώτερο από τον άλλο. Ή αντίστοιχα, ανώτερο. Ακριβώς γιατί η τέρψις, λέξη αρχαία, δεν συνάδει μόνο με τη δια-σκέδαση. Αλλά ούτε και με την ευρυμάθεια. Περίπου αυτές ήταν οι σκέψεις μου, όταν στους υπαίθριους πάγκους που είχαν στηθεί αυτό το καλοκαίρι στη Ζαχάρω, είχες την πιθανότητα δίπλα στα βιβλία –ας πούμε- ευρείας κατανάλωσης, να βρεις και Τζόις, αλλά και Χένρυ Τζέιμς, ως και… το <<Πιστεύω>> της επταετίας! (Θεός φυλάξοι, το είδα κι αυτό).

Το να επιλέγει  κάποιος στη ζωή του,  κατ’ εξακολούθηση π.χ. <<το κορίτσι των γυαλών και… άστρων>> από τους <<Δουβλινέζους>>, ορίζει κάποια πράγματα για τον εαυτό του. (Για το <<πιστεύω>>, δεν κάνω λόγο). Αυτή όμως είναι μια άλλου είδους συζήτηση. Έτσι λοιπόν κι εγώ, επέλεξα τους Δουβλινέζους- παρ’ ότι τους είχα γνωρίσει πολύ παλιότερα, και από διαφορετικό μεταφραστή, συγκεκριμένα την Μαντώ Αραβαντινού, γιατί ήθελα να ξαναρθώ σε επαφή με αυτό που το βιβλίο είχα από παλιά, νοιώσει να αποπνέει: Την φθορά του καθημερινού ανθρώπου, του <<μικρού>> ανθρώπου, μέσα από το πάρε-δώσε μιας ζωής ταπεινής κι απαξιωμένης, σχεδόν αλλοτριωμένης. Το ίδιο δηλαδή, που ο υπέροχος, μοναδικός Μπωντλαίρ, -μισό και βάλε αιώνα πριν-, αναφέρει στα απαγορευμένα <<Άνθη του κακού>>, ως ανία, και που αναλύει έξοχα, ο νυν μεταφραστής του στα <<επιλεγόμενα του μεταφραστή>>, Γιώργος Κεντρωτής.

Και αν η επόμενη ερώτηση είναι <<γιατί να συγκινεί η ακινησία, η διαφθορά, ο σχεδόν καθημερινός μικρός ή μεγάλος θάνατος>>, η απάντηση είναι μια: <<Κοιτάξτε την εποχή μας!>> . Οι Δουβλινέζοι, γράφτηκαν στην αρχή του εικοστού αιώνα, και ο τρόπος γραφής τους, σημάδεψε την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και όχι μόνο. Ήταν το πρώτο έργο του συγγραφέα, και καθόλου δε θυμίζει βέβαια αυτό που ακολούθησε μετά. Δηλαδή τον τρόπο γραφής, αλλά και το περιεχόμενο του <<Οδυσσέα>>. Ωστόσο… (και να ένα άλλο κοινό σημείο με τον Μπωντλαίρ που προσωπικά με συγκινεί), για κάμποσα χρόνια, το περιεχόμενό του, θεωρήθηκε άσεμνο και προκλητικό! (Επιφυλάσσομαι στο αν οι ινστρούκτορες της εποχής, θα είχαν την ίδια άποψη για τα διάφορα <<πιστεύω>>).

Ως φιλαναγνώστης εδώ, αυστηρά και μόνο, θα εκθέσω αυστηρά και μόνο, την αίσθηση, -που αν ληφθεί και ως άποψη, δε με πειράζει-, που είχα, περιδιαβαίνοντας εκ νέου, με τη βοήθεια του πολύγλωσσου συγγραφέα, (δεκαεφτά γλώσσες παρακαλώ!), τα στενά του πολύπαθου Δουβλίνου, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα! Ενός Δουβλίνου, καρδιά-πρωτεύουσα, ενός πολύπαθου κράτους-μη κράτους, που προσπαθεί να σηκώσει ανάστημα στους δυο περίπου αιώνες Αγγλικής κατοχής, με τα αυτονομιστικά κινήματα να έχουν δημιουργήσει τους θρυλικούς τους ήρωες,-που πολλές φορές παρέμειναν σαν απλή θύμηση και μόνο, καθώς ο καθημερινός  άνθρωπος εύκολα λησμονεί, αλλά και φοβάται να θυμηθεί -, αλλά και με την πανταχού παρούσα καθολική θεοκρατία, και την ιδεολογική, αλλά και υπαρξιακή σύγχυση που αφειδώλευτα προσέφερε στον –ούτως ειπείν- δουβλινέζο του βιοπορισμού.

Οι ήρωες λοιπόν του Τζόις, είναι στην πραγματικότητα, αντι-ήρωες. Και κάτω απ’ αυτή την άποψη, αξιαγάπητοι (όσο και αξιοθρήνητοι). Κινούνται στους σκοτεινούς και λασπωμένους δρόμους του Δουβλίνου, ανίσχυροι -λες!-, αναποφάσιστοι, πότε τολμηροί-στα λόγια!-, και ποτέ τολμηροί στις πράξεις, έτοιμοι για το μεγάλο <<ναι>> στη ζωή τους, -που θα την τραβήξει από το βούρκο-, αλλά τελικά υπόδουλοι του αθόρυβου και ύπουλου <<όχι>>, που γλυκά τους καθηλώνει σε πνιγηρά γραφεία <<καρυωτακικά>>, -για να θυμηθούμε και τα δικά μας-, σε υγρά υπόγεια, σε μεθυσμένα καπηλειά, σε πορνεία γεμάτα ταλαίπωρες γυναίκες σαν και του λόγου τους, που ψάχνουν όπως κι αυτοί το μοιραίο άγγιγμα. Αλλά που τελικά το απεμπολούν, μην τολμώντας το διαφορετικό, αλλά και άγνωστο βεβαίως. Οι ίδιοι <<ήρωες>>, πάλι, αφού πιουν μια θάλασσα <<λησμονιά>> στα μπαρ, αφού μεγαλουργήσουν –μόνο στη φαντασία τους-, χαρτοπαίξουν, τσακωθούν, αλλά και κρυφοζηλευτούν αλλά και αλληλοφιλοφρονηθούν - για να κατοχυρώσουν ψευτοφιλίες-, θα γυρίσουν μετά στα χαμόσπιτά τους, να συναντήσουν την ένδεια της εκεί ζωής τους, μέσα κι από τα μάτια αλλά και τη γκρίνια μιας μπουχτισμένης συντρόφου, αλλά και τα κλάματα των πιτσιρικάδων που τρέχουν να κρυφτούν δεξιά κι αριστερά, για να μην γευτούν την πατρική <<σκληραγωγία>>, και αγανάχτηση μαζεμένη.

Κάπου εκεί, και η θρησκεία, με τη μορφή είτε του γερο-πάστορα του σπιτιού, καλοσυνάτου, αλλά και κάπως αλλοπαρμένου, που νοηματοδοτεί, ζωές ανθρώπων καθημαγμένων, και μοναχικών, αλλά και σε άλλα διηγήματα, με τη μορφή δεισιδαιμονιών, αλλά και τάσεων διαστροφικών, που ξεπετιούνται κάτω από έναν μανδύα, υποτιθέμενης καλοσύνης, αλλά που στην πραγματικότητα, μόνο καταπίεση φροϋδικών ενστίκτων υποσημαίνει.

Και βέβαια ο έρωτας! Πανταχού παρών και δω και σε πολλές  μορφές του. Ο εφηβικός, που κρυφοκοιτάζει από την κουρτίνα, υπέροχος στη γέννηση και στη μοναδικότητά του κι ας προδίδεται κατόπιν σε ένα άδειο πανηγύρι! (διήγημα <<Αραβία>>). Αλλά και ο νεανικός της ατολμίας και της υποταγής στο κισμέτ, που δεν αποτολμά τη μεγάλη απόδραση, (<<Έβελιν>>). Κι ο άλλος της ώριμης ηλικίας, που αποτολμάται -μόλις-, αλλά διαψεύδεται οικτρά στο τέλος, (<<Ένα οδυνηρό γεγονός>>), το οποίο προσωπικά θεωρώ, το γοητευτικότερο από όλα, και που θυμίζει πολύ, την <<Καρένινα>> του Τολστόι.

Δεν θα μακρηγορήσω άλλο τις περιηγήσεις μου στα στενά του Δουβλίνου, αλλά και του μυαλού του Τζόις. Θα πω μόνο αυτό, σε σχέση με το απαράμιλλο ύφος του συγγραφέα. Και είναι ακριβώς αυτό, που καθιστά τα διηγήματά του ελκυστικά και γοητευτικά, όσο και μυστηριώδη μέσα στην απλότητά τους. Ο Τζόις, δεν κουνά το δάχτυλο στον αναγνώστη. Το ίδιο όπως και στους ήρωές του. Τους αφήνει, να νοηματοδοτήσουν οι ίδιοι τα γραφόμενά του. Πιθανόν και να νοηματοδοτηθούν οι ίδιοι μέσα από αυτά!

Οι Δουβλινέζοι λοιπόν, εκδόσεις τωρινές <<Οξύ>> και σε υπέροχη μετάφραση-απόδοση του Θάνου Καραγιαννόπουλου.