Οι βαρδιάνοι της ομορφιάς
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 19.11.20 ]Η ομορφιά είναι πολλών ειδών. Με άπειρα φανερώματα, μορφές, εκδηλώσεις, και συμπαραδηλώσεις. Κι εγώ έχω εμπιστοσύνη σε όλες, καθώς και στους άπειρους τρόπους που έχουν για να υπάρξουν. Γιατί ομορφιά θα πει αγάπη και η αγάπη (που είναι ο σκοπός τη ζωής μας όπως λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος και όχι η χαμέρπεια), είναι ανεξάντλητα εφευρετική, θέλω να πω πως η ομορφιά είναι το νόημα της ύπαρξης και νόημα βρίσκεται παντού.
«Η ομορφιά» μου είχε πει σε μια συζήτηση ο μέγας αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Αριστομένης Προβελέγγιος, «είναι ένας συμπαντικός κώδικας του λέγειν, που μπορεί να τον αντιληφτεί και το πιο μικρο μυρμήγκι». Ποτέ δεν την ξέχασα αυτή την κουβέντα και ποτέ δεν την πρόδωσα.
Από τα παιδιά του «Ματαρόα» ο Αριστομένης Προβελέγγιος, όπως και άλλοι γίγαντες του σύγχρονου, αληθινού Ευρωπαϊκού πνεύματος είχαν γλιτώσει από του χάρου τα δόντια κυριολεκτικώς, με την φροντίδα του Ροζέ Μιλλιέξ. Θα τους είχαν λιώσει σαν κατσαρίδες οι προσκυνημένοι, αν με εννοείς.
Και τότε η ομορφιά νίκησε. Η ομορφιά που σου ανοίγει τα μάτια της ψυχής, δηλαδή η ελευθερία. Και κοίτα να δεις σύμπτωση: το όνομα του Νεοζηλανδικού πλοίου που όλοι αυτοί και αυτές - η περίλαμπρη Ελλάδα - επιβιβάστηκαν, ήταν όπως είπαμε «Ματαρόα». Που στα Πολυνησιακά θα πει «Γυναίκα με τα μεγάλα μάτια». Δηλαδή Ευρώπη. Σύμπτωση; Ή επιβεβαίωση του στίχου του Ιβάν Γκολ που ταιριάζει στην ομορφιά: «Όποιον δρόμο κι αν πάρεις, θα περπατήσεις επάνω μου» (από τα «Μαλαισιακά τραγούδια»). Όπως και να έχει, την είδαν την ομορφιά με μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια όλοι τους. Και την πάσχισαν, «ο καθείς με τα όπλα του». Και σήμερα αποτελούν για πάντα πολύτιμο πετράδι του παγκόσμιου πολιτισμού.
Φαντάσου τώρα πόση ασχήμια κατέκλυσε αυτόν τον τόπο από τις «φοβερές ομοβροντίες τα χαράματα». Γι’ αυτό σου λέω: ακόμη και η μέρα που ξεκινάει «εις τον συνήθη τόπο των εκτελέσεων πάρα τω Γουδή», όταν έρθει στο βραδάκι η ώρα «περί λύχνων αφάς», πάντα θα βγαίνει από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη ο Αλέξης το Παποράκι, ο Βαρδιάνος (φύλακας) που πηγαίνει στα σπόρκα, τα μολυσμένα τα επιχόλερα καράβια, για να τα αποκαθάρει με την παρουσία του. Ο Αλέξης το Παποράκι, που έγινε για πάντα η αείροη ομορφιά: «Βαρδιάνος στα σπόρκα».
Και τότε, καθώς ανάβουν τα φώτα κι όσα πουλιά απέμειναν, αλλά και όσα τα έδιωξαν κάποτε οι φοβερές ομοβροντίες, επιστρέφουν στις φωλιές τους, πάντα θα υπάρχει ένας ίσκιος που θα ζητάει αποκρυπτογράφηση. Ας είναι από λυχνάρι, ας είναι από ηλεκτρικό, ας είναι από την φωτεινή επιγραφή του απέναντι διανυκτερεύοντος φαρμακείου. Γι’ αυτό δεν θα πάψουν ποτέ να γράφονται ποιήματα, γι’ αυτό η γη γυρίζει, γι’ αυτό η ομορφιά είναι το όνειρο της αγρυπνίας μας. Κι αυτό, σα να ακούω τον Αριστομένη Προβελέγγιο πάλι και πάλι να λέει, πως το αντιλαμβάνονται μέχρι και τα μυρμήγκια και οι κατσαρίδες και τα τρωκτικά.
Μονάχα οι μολυσματικοί αυτοεξόριστοι στην φρίκη της ενδοχώρας τους δεν το αντιλαμβάνονται. Οι χολερικοί που κανένας βαρδιάνος δεν καταδέχτηκε το επιχόλερο σαρκίο τους. Και ούτε θα το καταδεχτεί.