Μέρος Δεύτερο
Ο μαζικός παρεμβατισμός
Μετά από αυτά που αφορούν στην παγκοσμιοποίηση και τη δημοκρατία, η τρίτη διάψευση που προκάλεσε η κρίση στον κυρίαρχο λόγο των προηγούμενων ετών αφορά στον οικονομικό ρόλο του Κράτους. "Όλα είναι δυνατά, αλλά όχι για όλους": σπάνια έχει αναδειχθεί αυτή η αρχή με τόση σαφήνεια όπως την προηγούμενη δεκαετία. Φρενήρης νομισματική πολιτική, εθνικοποιήσεις, περιφρόνηση διεθνών συνθηκών, διακριτική δράση εκλεγμένων αξιωματούχων κλπ.: για να διασωθούν χωρίς αντίσταση οι τράπεζες, από τις οποίες εξαρτάται η επιβίωση του συστήματος. Αυτός ο μαζικός παρεμβατισμός ανέδειξε ένα ισχυρό κράτος, ικανό να κινητοποιήσει τη δύναμή του σε μια περιοχή που φαινόταν ότι είχε εγκαταλειφθεί από το ίδιο. Αλλά αν το κράτος έγινε ισχυρό, αυτό συνέβη γιατί πρέπει να διασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο για το κεφάλαιο.
Ανελαστικός όταν επρόκειτο για τη μείωση των κοινωνικών δαπανών προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ο κ. Jean-Claude Trichet, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το 2003 έως το 2011, αναγνώρισε ότι οι οικονομικές δεσμεύσεις που ελήφθησαν στο τέλος του 2008 από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος αντιπροσώπευαν το 27% του ΑΕΠ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών το πρώτο εξάμηνο του 2009. Τα δεκάδες εκατομμύρια ανέργων, οι απόκληροι, οι άρρωστοι που πέθαναν στα νοσοκομεία από έλλειψη φαρμάκων, όπως στην Ελλάδα, δεν είχαν ποτέ το προνόμιο, να αποτελούν "συστημικό κίνδυνο" (σ.σ. όπως οι τράπεζες!). "Με τις πολιτικές επιλογές τους, οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ βύθισαν δεκάδες εκατομμύρια πολιτών τους στα βάθη μιας κατάθλιψης συγκρίσιμης με εκείνη της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται για μία από τις χειρότερες οικονομικές καταστροφές, λέει ο ιστορικός Adam Tooze.
Η δυσπιστία απέναντι στην άρχουσα τάξη και η αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο στυλ κυβέρνησης. Όταν ρωτήθηκε το 2010 εάν ανησυχούσε για την εξουσία στη μέση μιας παγκόσμιας καταιγίδας, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Ορμπαν χαμογέλασε: «Όχι, μου αρέσει το χάος. Γιατί, ξεκινώντας από αυτό, μπορώ να οικοδομήσω μια νέα τάξη. Την τάξη που εγώ θέλω». Όπως και ο Trump, οι συντηρητικοί ηγέτες της Κεντρικής Ευρώπης μπόρεσαν να νομιμοποιήσουν στα μάτια των πολιτών ένα ισχυρό κράτος στην υπηρεσία των πλουσίων. Το Κράτος αντί να εγγυάται τα κοινωνικά δικαιώματα που είναι ασυμβίβαστα με τις απαιτήσεις των ιδιοκτητών, επιβεβαιώνεται, κλείνοντας τα σύνορα στους μετανάστες και ανακηρύσσοντας τον εαυτό του σε εγγυητή της «πολιτιστικής ταυτότητας» του έθνους. Το συρματόπλεγμα σηματοδοτεί αυτή την επιστροφή του Κράτους.
Προς το παρόν, αυτή η στρατηγική που ανακάμπτει, εκτρέποντας και αποδιαρθρώνοντας τη λαϊκή απαίτηση για προστασία, φαίνεται να λειτουργεί. Με άλλα λόγια, οι αιτίες της οικονομικής κρίσης που εκτροχιάζουν τον κόσμο παραμένουν άθικτες, παρόλο που η πολιτική ζωή χωρών όπως η Ιταλία ή η Ουγγαρία ή περιοχές όπως η Βαυαρία φαίνεται να κυριαρχούνται από το ζήτημα των προσφύγων. Με βάση τις προτεραιότητες των αμερικανικών πανεπιστημιουπόλεων, ένα μέρος της δυτικής αριστεράς, πολύ συντηρητικό ή πολύ ριζοσπαστικό, προτιμά να αντιμετωπίσει την Δεξιά πάνω στο θέμα των προσφύγων (σ.σ. και όχι στο ζήτημα των αιτιών της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται δηλαδή για τη σύγκρουση όχι στο πρωτεύον ζήτημα αλλά σε μία συνέπειά του, που είναι η μετανάστευση).
Για να αντιμετωπίσουν την Μεγάλη ύφεση, οι αρχηγοί των κυβερνήσεων αποκάλυψαν την απάτη που λέγεται δημοκρατία, τη δύναμη του κράτους, τον πολιτικό χαρακτήρα της οικονομίας και τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της συνολικής στρατηγικής τους. Το κλαδί στο οποίο κάθονται είναι αποδυναμωμένο, όπως αποδεικνύεται από την εκλογική αστάθεια που προκαλείται από την απόρριψη των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων. Από το 2014, οι περισσότερες δυτικές δημοσκοπήσεις έχουν αναφέρει την αποδυνάμωση των παραδοσιακών δυνάμεων. Και, συγχρόνως, την άνοδο προσωπικοτήτων που μέχρι χθες ήταν περιθωριακές, και οι οποίες αμφισβητούν τους κυρίαρχους θεσμούς, συχνά για διαφορετικούς λόγους, όπως ο Trump και ο Bernie Sanders… Ίδιο σενάριο από την εδώ πλευρά του Ατλαντικού, όπου οι νέοι συντηρητικοί θεωρούν πολύ φιλελεύθερο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τόσο για την κοινωνία όσο και για τις μεταναστευτικές πολιτικές, ενώ οι νέες φωνές της αριστεράς, όπως οι Podemos στην Ισπανία, ή ο Jeremy Corbyn, επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, επικρίνουν τις πολιτικές λιτότητας.
Επειδή δεν αποσκοπούν στην ανατροπή, αλλά μόνο στην αλλαγή παικτών, οι "ισχυροί άνδρες" περιμένουν την υποστήριξη ενός τμήματος της άρχουσας τάξης. Στις 26 Ιουλίου 2014 στη Ρουμανία, ο Orbán σε μια ομιλία του στην τηλεόραση έλεγε: «Η νέα κατάσταση που οικοδομούμε στην Ουγγαρία είναι μια ανελεύθερη κατάσταση: ένα μη-φιλελεύθερο κράτος. Αλλά, αντίθετα με ό,τι διατυπώνουν τα mainstream media, οι στόχοι μας δεν περιορίζονται στην απόρριψη της πολυπολιτισμικότητας, της «ανοικτής κοινωνίας» και στην προώθηση των οικογενειακών και χριστιανικών αξιών. Διατυπώνουμε επίσης ένα οικονομικό σχέδιο, το οποίο αφορά στην «οικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού έθνους στον μεγάλο παγκόσμιο ανταγωνισμό των επόμενων δεκαετιών». «Νιώσαμε», συνεχίζει, «ότι η δημοκρατία δεν χρειάζεται να είναι φιλελεύθερη και ότι, επειδή ένα κράτος παύει να είναι φιλελεύθερο, δεν παύει να είναι δημοκρατία.» Λαμβάνοντας ως παράδειγμα την Κίνα, την Τουρκία και τη Σιγκαπούρη, ο Ούγγρος πρωθυπουργός επιστρέφει στο «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» της Μάργκαρετ Θάτσερ σύμφωνα με την οποία «Οι κοινωνίες που έχουν μια φιλελεύθερη δημοκρατία, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι σε θέση να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους τις επόμενες δεκαετίες». Ένα τέτοιο σχέδιο γοητεύει τους πολωνούς και τσέχους ηγέτες, αλλά και τα ακροδεξιά κόμματα στη Γαλλία και τη Γερμανία...
*Le Monde diplomatique Σεπτεμβρίου 2018