«Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος»
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 12.01.19 ]Έγινα εξήντα χρονών!
Νοιώθω πιο πολύ το ποίημα του Καβάφη «Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα» ή τα «Κεριά».
Μαζί με τον Μπέκετ θέλω να φωνάξω:
«Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκα, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Γεννιόμαστε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι» (Περιμένοντας τον Γκοντό (1948).
Ο Μπόρχες με παρηγορεί: «Ο χρόνος είναι η ουσία από την οποία είμαι φτιαγμένος. Ο χρόνος είναι ένας ποταμός που με σαρώνει, αλλά εγώ είμαι ο ποταμός, είναι μια τίγρη που με καταστρέφει, αλλά είμαι η τίγρη, είναι μια φωτιά που με καταναλώνει, αλλά εγώ είμαι η φωτιά». Είναι αυτός που επιμένει ότι η συνέχεια του χρόνου είναι μια ψευδαίσθηση, ότι ο χρόνος υπάρχει χωρίς διαδοχή και ότι κάθε στιγμή περιέχει όλη την αιωνιότητα». Ο χρόνος, σημειώνει ο Μπόρχες, είναι το θεμέλιο της προσωπικής μας ταυτότητας. «Πίσω από τα πρόσωπά μας δεν υπάρχει κανένας μυστικός εαυτός που να κυβερνά τις πράξεις μας και να λαμβάνει τις εντυπώσεις μας. Είμαστε, αποκλειστικά, η σειρά αυτών των φανταστικών πράξεων και αυτών των παραπλανητικών εντυπώσεων. Δεν υπάρχει χρόνος έξω από την παρούσα στιγμή» (Λαβύρινθοι, μια συλλογή από ιστορίες, δοκίμια, παραβολές και άλλα γραπτά του Μπόρχες, που δημοσιεύθηκαν αρχικά το 1962).
«Αν η καρδιά μας ήταν αρκετά μεγάλη για να αγαπάμε τη ζωή με όλες τις λεπτομέρειες, θα βλέπαμε ότι κάθε στιγμή είναι ταυτόχρονα ένας δωρητής και ένας ληστής», παρατήρησε ο Gaston Bachelard. Ο Αϊστάιν πάλι έλεγε ότι η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι μόνο μια πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση. Ο Μπερξόν υποστήριξε την ιδέα ότι ο χρόνος εξαρτάται από το μυαλό αφού πρότεινε ότι ο πραγματικός χρόνος που ονομάζεται "διάρκεια", υπάρχει μόνο στη συνείδησή μας. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που έγραψε για την ιδέα του υποκειμενικού χρόνου αφού πρότεινε ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς ψυχή. Ομοίως για τον Καντ, ο χρόνος και η σκέψη που τον αντιλήφθηκε δεν μπορούν να διαχωριστούν, πράγμα που σημαίνει ότι ο χρόνος εξαρτάται από το μυαλό και είναι υποκειμενικός. Ο Μπερξόν ισχυρίζεται ότι "αυτό που αποκαλώ" παρόν μου «έχει ένα πόδι στο παρελθόν μου και ένα άλλο στο μέλλον μου. Στο παρελθόν μου, πρώτα, επειδή η στιγμή που μιλώ είναι ήδη μακριά από μένα, στο μέλλον μου, στη συνέχεια, επειδή αυτή η στιγμή είναι επικείμενη στο μέλλον: πρόκειται για το μέλλον που τείνω και θα μπορούσα να διορθώσω αυτό το αδιαίρετο παρόν» ή ότι ο χρόνος ήταν η εμπειρία να περιμένει κανείς ένα κομμάτι ζάχαρης για να διαλυθεί σε ένα ποτήρι νερό.
Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι «αψηλάφητος», όπως το έθεσε ο Αυγουστίνος: «Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. Δεν υπάρχει σταθερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι δέκα και μισή δεν είναι πια δέκα και μισή. Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέος, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των δέκα και μισή δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο των έντεκα. Στην πραγματικότητα είμαστε ο χρόνος.
Ο Προυστ διάβασε τον χρόνο στη θέα των καμπαναριών της Μαρτενβίλ ή στη γεύση των μπισκότων, στα μικρά καθημερινά πράγματα, για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης. Ο χρόνος δεν ξανακερδίζεται αλλά ο άνθρωπος στην ωριμότητα οφείλει να συμφιλιώνεται με τον χρόνο του, τον μακρύ χρόνο που έζησε και τον βραχύτερο που απομένει, να συμφιλιώνεται με το ανικανοποίητο, με τους φόβους του, την πραγματικότητα, με τη φθορά, να γίνεται πιο ταπεινός και αν είναι δυνατόν σοφός, να ρίξει λίγο φως στην αόρατη καμπύλη του χωροχρόνου.
«Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών, όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες. Ο,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη δείχνουν σ' ένα τέλος που είναι παντοτε παρόν.» ‘Ετσι αρχίζουν Τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Τ. Σ. (μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός)
Για τον ποιητή, η πείρα είναι η πορεία μας στον χρόνο. Η γνώση την καθορίζει, αλλά μόνο οι ταπεινοί γίνονται σοφοί. Ο χρόνος παίρνει πράγματα, πρόσωπα και τα μεταμορφώνει σ’ ένα άλλο σχήμα και η ροή δεν σταματά ποτέ.
Μια άλλη διάσταση στο χρόνο δίνει ο Νίκος Καρούζος: «Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός» και αλλού: «Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος.» Ο Τάσος Λειβαδίτης δηλώνει απογοητευμένος με το χρόνο: «Αηδίες – ο χρόνος έγινε για να κυλάει» και αλλού: «Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ…» Ο Μιχάλης Γκανάς γράφει για τον χρόνο: «Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς. / Μας τουφεκίζουν έναν, έναν / σαστισμένους λαγούς.»
Για τον Ελύτη: «ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος/Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας» (Μαρίνα των βράχων). Ο Ποιητής, αναλαμβάνοντας το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του, τονίζει ότι του αναλογεί το λευκό χρώμα επισημαίνοντας ότι η κατεργασία του λευκού μέρουςτης ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Ο χρόνος είναι μια σειρά φευγαλέων στιγμών χαράς και λύπης, απόλαυσης και πλήξης. Στην παιδική ηλικία που τα πάντα είναι πρωτόγνωρα η μνήμη "γράφει" διαρκώς και έτσι τα καλοκαίρια μας φαίνονται πως διαρκούν περισσότερο. Όταν μεγαλώνουμε τα καλοκαίρια διαρκούν λιγότερο. Ο Μπέκετ στον Γκοντό δείχνει πώς ο χρόνος ρέει μέσα μας και μας αλλάζει. Μέρα με τη μέρα, καθώς περιμένουμε τα πράγματα που θέλουμε, γίνουμε διαφορετικοί άνθρωποι. Στην πράξη της αναμονής, γινόμαστε αυτοί που είμαστε.
Τι είναι λοιπόν ο χρόνος; Είναι ψευδαίσθηση, δώρο ή ληστεία; Είναι πόνος ή αυτό που είμαστε; Είναι παρωδία, εχθρός ή φίλος; Είναι το μεγαλύτερο μυστήριο;
Το μεγαλύτερο μυστήριο πρέπει να είναι, ότι ο καθένας μας είναι εδώ για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και αυτό που το σύμπαν μας επιτρέπει στο πλαίσιο της ύπαρξής μας είναι να θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις. Και να γευόμαστε τη χαρά της συνεύρεσης, της αγάπης, της αναζήτησης, και της μεταβίβασης της εμπειρίας για το τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε.
Και εκεί ίσως βρίσκεται η ουσία του ανθρώπινου αγώνα μας.