Ο Χεμινγουέι για την καταστροφή της Σμύρνης
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 02.07.16 ]«Αυτός ο κόσμος τσακίζει τους ανθρώπους και στο μέρος που τσακίζονται εμφανίζεται ένα ράγισμα. Κι όσοι αρνούνται να τσακιστούν, αυτούς ο κόσμος τους σκοτώνει. Σκοτώνει χωρίς να λογαριάζει τους πολύ γενναίους, τους πολύ δυνατούς και τους πολύ ρομαντικούς. Αν δεν είστε από αυτούς θα σας σκοτώσει επίσης. Όμως τότε θα αφήσει τον χρόνο να κάνει την δουλειά του». Το απόσπασμα είναι από τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Έρνεστ Χεμινγουέι, που δεν άφησε «το χρόνο να κάνει τη δουλειά του», καθώς σαν σήμερα το 1961 αντί να σκοτώσει λιοντάρια, τίγρεις, ακόμα και καρχαρίες, όπως συνήθιζε, σκότωσε τον ίδιο του τον εαυτό. Είχαν προηγηθεί 11 με 15 ηλεκτροσόκ.
Για τον Χεμινγουέι έχουν γραφτεί πολλά. Εμείς θα πούμε ότι ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας αλλά και ένας φλιπαρισμένος Αμερικανός. Εξάλλου, από πολύ νωρίς, όπως περιγράφει ο Χώθορν στη νουβέλα «Ήθαν Μπραντ» οι Αμερικανοί ήταν «φλιπαρισμένοι»(φλιπ, είδος δυνατού ποτού) από τη μοναξιά. Γιατί σύμφωνα με τον Χώθορν ο άνθρωπος αυτός (ο Ήθαν) κατέληξε να γίνει «ένας ψυχρός παρατηρητής, κοιτάζοντας αφ’ υψηλού την ανθρωπότητα ως ένα υποκείμενο του πειράματός του…».
Έτσι παρατηρούσαν οι Αμερικανοί τη σφαγή των Ελλήνων στη Σμύρνη και το ξερίζωμά τους. Τότε που ο Χεμινγουέι ήταν ανταποκριτής και έγραφε για την καταστροφή είτε με τη μορφή ρεπορτάζ σε καναδική εφημερίδα είτε με τη μορφή λογοτεχνικών αφηγημάτων:
«Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.»
Με τα παραπάνω λόγια ένας ήρωας του Χεμινγουέι, αξιωματικός πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ αγκυροβολημένου στη Σμύρνη, περιγράφει τη μεγάλη καταστροφή. Το απόσπασμα είναι από το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ο αμερικανός συγγραφέας το 1925. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων του «Στην εποχή μας» (In Our Times), όπου το πρώτο του διήγημα, έχει τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης».
Μόλις πριν τρία χρόνια, το 1922, ως ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” ο Χεμινγουέι είχε βρεθεί ο ίδιος στον τόπο της καταστροφής και είχε περιγράψει τα τραγικά γεγονότα σε μια σειρά άρθρων του, που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto».
Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει:
«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
«Στην προκυμαία της Σμύρνης», επίσης, ο Χεμινγουέι γράφει:
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, είπε [ο αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. ...».
Και ακόμα «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».
Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει:
«Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. …Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροιμία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)
«Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει:
«Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».
O Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 - 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερουςΑμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης "Χαμένης Γενιάς" (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
ΥΓ: Με ρωτούν γιατί "οι μανάδες έκλαιγαν τα μεσάνυχτα", όπως γράφειο ο Χ. Μετά από μία μικρή έρευνα, διαπίστωσα τα εξής:
Ο Χέμινγουεϊ αναφέρει: «Ήμασταν αγκυροβολημένοι στο λιμάνι κι εκείνοι στην προκυμαία, και γύρω στα μεσάνυχτα άρχισαν να ουρλιάζουν. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Τότε στρέφαμε καταπάνω τους τον προβολέα του πλοίου, για να τους καλμάρουμε και να τους κάνουμε να σωπάσουν. Το κόλπο έπιανε πάντα». Γιατί «έκλαιγαν τα μεσάνυχτα»; Είναι η εύλογη απορία. Όχι, δεν επρόκειτο για κάποιο έθιμο πένθους, αλλά για κάτι που δεν μπορούσε να διακριβώσει ο ανταποκριτής-συγγραφέας από το κατάστρωμα του αμερικάνικου πολεμικού πλοίου.
Η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου συνεχίζει τη αφήγηση του Χέμινγουεϊ ως εξής:
«Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν. Το βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσει κάπως το κακό.» Οι φωνές και τα ουρλιαχτά ήταν λόγω των επιθέσεων και των βιασμών από τους Τούρκους. Και οι τελευταίοι σταματούσαν όταν έπεφτε πάνω τους το «φως» για να μην αποκαλυφθούν!
Μια άλλη μαρτυρία: «Το βράδυ, το μαρτύριο των προσφύγων που παρέμεναν στην προκυμαία συνεχιζόταν εφιαλτικό. Στους πρόσφυγες επιτίθονταν συστηματικά ληστές και βιαστές, οπλισμένοι με ξιφολόγχες και ρόπαλα, ζητώντας συνεχώς χρήματα και χρυσαφικά: Τσικάρ παρά! (Δώστε μας λεφτά). Γκιαούρ, βερ παρά, τσικάρ παρά, παρά ιστιόρ! Λεφτά, λεφτά, λεφτά... Ο Αμερικανός υποπρόξενος Μέυναρντ Μπαρνς βγήκε στην ξηρά και είδε πέντε διαφορετικές ομάδες Τούρκων, οπλισμένων με αιματοβαμμένα ρόπαλα, να περιπολούν ανάμεσα στο πλήθος, αναζητώντας τη λεία τους [Μίλτον: 2008, σ. 372].
Και μία τελευταία μαρυρία: «Ένα βραδ' βριάδιασ' ο Θεός, κλειστήκαμε μέσα από νωρίς, κάναμε προσευχή στον Αη Γιώργη και πέσαμ' στο μιντερ να κοιμηθούμε.
Γύρα τα μεσάνυχτα, δεν ξέρω τί ώρα νάταν, ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές, κλάματ', ουρλιαχτά, κατάρες, βλαστημιές, προσευχές, κτύποι σε πόρτες και παράθυρα και βοή πολύ βοή και φασαρία στο δρόμο. Κι οι δαιμόνοι να 'βγαιναν απ' την κόλαση πιο λίγη φασαρία θα 'καναν.
Ξαφνικά ακούστηκε στο σπίτι μας δυνατός θόρυβος που το τράνταξε ολόκληρο κι η αυλόπορτα γκρεμίστηκε με την πρώτη. Ασκέρι αγριεμένο όρμησε μέσα ένας Τούρκος με τη χαντζάρα. Έδωσε στη μαναμ' μιά κλωτσιά και την έριξε καταή. Άρπαξε τη μάναμ' απ' τα μαλλιά κι ετοιμάστηκε να τη σκοτώσει. Εμείς φοβισμένα δε μιλούσαμε, μα μόλις ο αδερφός μ' ο Στρατής, θεός συγχωρέστον κι αυτόν, ειδ' αυτό που είδ' μπήκε στη μεσ' να γλιτώσ' τη μάναμ' και σκοτώθηκε αυτός…».
Τα κλάματα και τα ουρλιαχτά των μανάδων τα μεσάνυχτα ήταν γιατί οι αιματηρές επιθέσεις των Τούρκων γίνονταν τα μεσάνυχτα.