Ο χαμένος θησαυρός

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 18.03.18 ]

 Θα καλέσω ένα ασθενοφόρο. Σήμερα κιόλας θα καλέσω ένα ασθενοφόρο. Είμαι αποφασισμένος να το κάνω, το θέμα δεν σηκώνει αναβολή και το ξέρω, δεν μπορεί, θα έρθουν με τις άσπρες μπλούζες, σαν αστροναύτες θα βγουν από το αυτοκίνητο με ειδικό εξοπλισμό στα χέρια και θα τον περισυλλέξουν με την απόχη.

Στα ενενήντα πέντε. Καλά ακούσατε. Ο παππούς μου. Αυτός που το σαράντα ένα αποφάσισε να κατεβάσει τη σβάστικα από την Ακρόπολη, αλλά τον πρόλαβαν οι συντρόφοι του για να του κλέψουνε τη δόξα, μα τα δικά του δαχτυλικά αποτυπώματα βρέθηκαν –άραγε πώς- πάνω στη γερμανική σημαία.

Ο παππούς μου από τον Απρίλη μέχρι το τέλος του καλοκαιριού ανεβαίνει κάθε μέρα στον Ιερό Βράχο, ατραξιόν για τους τουρίστες που σαν τα μελίσσια ζουζουνίζουν μες στο λάλαρο του θέρους να θαυμάσουν το θαύμα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, το τάμα τους να ξεπληρώσουν, να νιώσουνε κι αυτοί λίγη περηφάνεια ως ευρωπαίοι απόγονοι του Φειδία και του Ικτίνου. Ανυποψίαστοι για τον άλλο θησαυρό. Ο παππούς, ίδιος ο Χάρισον Φορντ στους «Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού». Κυνηγός του δικού του μυστικού και θεματοφύλακας της ελληνικής βιοποικιλότητας.

Ανεβαίνουν. Όλο ανεβαίνουν και βογκούν στενάζοντας οι πατημένες πέτρες. Κι ο παππούς παραμονεύει. Τι ψάχνεις, τον ρωτώ. Το λουλούδι, μου απαντά, και το βλέμμα του χάνεται στις πατημένες πέτρες. Είναι Τρίτη. Τέλη Μαΐου. Μιλά για κάτι Γάλλους βοτανολόγους. Ο Έλγιν τριγυρνά σ’ αυτά τα μέρη, λέει, γιατί θέλει να κλέψει το πολύτιμο φυτό και να το μεταφυτέψει στον κήπο του στο Λονδίνο ή να το πάει πεσκέσι στον σουλτάνο. Και οι Άγγλοι δεν τα έχουν καλά με τους Γάλλους. Για πόλεμο πάνε. Και βγάζει από την τσέπη μια σφεντόνα καλού κακού, θα του δείξω εγώ, λέει, ας τολμήσει να ανέβει και θα δει. Και ψάχνει και εξετάζει προσεκτικά κάθε σπιθαμή, κάθε εσοχή. Σκύβει, ακουμπά το αυτί στην πυρωμένη πέτρα, σε σχισμές με λίγο χώμα, ακούει, λέει, τη ζωή γκαστρωμένη να ουρλιάζει στη μήτρα της γης. Ανοίγει την καταπακτή. Προσεκτικά να την κατέβει. Τους Βαρβάρους μη συναντήσει – κάτι Αλάριχους και Έλγιν και Μοροζίνι, κάτι Φέλμυ και Σκόμπυ – που και νεκροί τα λουλούδια κατακρεουργούν πίνοντας τους χυμούς τους, τη δίψα τους σαν βρικόλακες να ξεδιψάσουν. Και σήμερα, λέει, αν τολμήσεις και κατέβεις στα πηγάδια, ακέφαλα λουλούδια θα συναντήσεις και μίσχους μαραμένους από πεθαμένα παιδιά. Τίποτα ηρωικό. Μια γυμνή απουσία.

Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και τον ακολουθώ πίσω από το Ερεχθείο, γιατί πάντα εκεί προβάλλει το φάντασμα –το λουλούδι θέλω να πω-, καλά κρυμμένο από τα βλέμματα των τουριστών. Η Μικρομέρια της Ακρόπολης, μου ψιθυρίζει στο αυτί με όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ένα μικρό φυτό που βγάζει ροζ άνθη από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο και δεν μπορείς να το βρεις πουθενά αλλού σε ολόκληρο τον κόσμο όσο κι αν ψάξεις. Για έναν αιώνα το είχανε χαμένο, ώσπου πριν από χρόνια εγώ ήμουν που το ξετρύπωσα, αλλά δεν το λέω σε κανέναν. Τ’ ακούς; Μόνο εσύ, εγώ κι ο αττικός ουρανός το ξέρουμε. Όλοι μάς παράτησαν, λέει. Όλα μάς παράτησαν. Καλά, του λέω, μην ταράζεσαι. Τάφος! και φιλάω σταυρό.

Ανεβαίνουν. Όλο ανεβαίνουν και βογκούν στενάζοντας οι πατημένες πέτρες. Κι ο παππούς παραμονεύει. Γιατί το φορτίο που σηκώνει στις πλάτες του βαρύ. Ο τελευταίος επιζών. Τη Σπάνια Ομορφιά ορκισμένος να διασώσει. Μπας και τη Βαρβαρότητα ξορκίσει.