Ο φοβισμένος άνθρωπος

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 16.02.19 ]

Ο φοβισμένος άνθρωπος, είναι κάποιος. Ανήκει στην κατηγορία των «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», πράγμα που σημαίνει ότι δεν τον προσπερνάς εύκολα.  Αυτό πιστεύει για τον εαυτό του κλεισμένος στον ασφυκτικό του μικρόκοσμο. Τόσο μικρό ώστε να είναι ο μοναδικός κάτοικος του πλανήτη «εγώ». Δηλαδή ο απόλυτος κυρίαρχος ενός πλανήτη τον οποίο ουδείς – κατά πάσα πιθανότητα – ενδιαφέρεται να κατακτήσει. Τούτο όμως δεν έχει απολύτως καμία σημασία για τον φοβισμένο άνθρωπο. Όταν είσαι το κέντρο του κόσμου (σου) σημαίνει ότι δεν είσαι τυχαίος. Επομένως κινδυνεύεις, γιατί όταν είσαι πολύτιμος επισύρεις τον φθόνο. Δεν έχει σημασία από τι κινδυνεύεις. Άλλωστε η εκλογίκευση και η ορθοφροσύνη δεν ανήκουν στα προτερήματα του φοβισμένου ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία από τι κινδυνεύει. Σημασία έχει ότι κινδυνεύει. Γιατί δεν είναι τυχαίος. Οπότε αξίζει να προστατευτεί.

Εδώ εδράζεται η τεράστια επιχείρηση ηλιθιότητας: ο κατασκευασμένος μικροαστικός φόβος και η κολακεία της προστασίας. Του κινδυνεύοντος μικροαστού ακόμα κι όταν όλα είναι ήρεμα και η «φύσις ησυχάζει». Ο φοβισμένος μικροαστός είναι ένας κολακευμένος πολίτης, ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Ας μην ξεχνάμε ότι βασική επιδίωξη του συστήματος προκειμένου να επιβιώσει και να αναπαραχθεί, είναι η με κάθε τρόπο αποφυγή όλων των μορφών συλλογικότητας. Η αποφυγή δηλαδή της χαράς που είναι ο άλλος: στη δουλειά, στο γλέντι, στη διαδήλωση, στο πένθος, προ παντός στο πένθος και σε τόσες άλλες συνδηλώσεις του βίου. Ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ συνήθιζε να λέει, πως «το πιο όμορφο, το πιο δύσκολο και το πιο μακρύ ταξίδι, είναι το ταξίδι από τα μάτια του ενός στα μάτια του άλλου». Ο φοβισμένος άνθρωπος όμως αδυνατεί να το διανύσει, αποκλεισμένος μέσα στη δυστυχία της κολακευμένης του μοναξιάς. Μέσα σ’ ένα κούφιο υπερεγώ. Ένα κέλυφος που έχει λεηλατηθεί με το νόμισμα που από τη μια πλευρά γράφει «φόβος» και από την άλλη «προστασία». Δεν υπάρχουν άλλοι. Οι άλλοι είναι η κόλαση. Και ο κόσμος ολόκληρος μετατρέπεται (ευτυχώς όχι πάντοτε με επιτυχία) σ’ ένα πελώριο συνονθύλευμα από αλλόφρονα κέρματα που περιφέρονται χωρίς πυξίδα, χωρίς περηφάνεια, χωρίς ανθρωπιά εν τέλει. Οι «πάνω» γελούν και κοροϊδεύουν το φοβισμένο άνθρωπο, τον δυνητικό φασίστα ή τον επιρρεπή στους καθημερινούς μικροφασισμούς, στα καθημερινά αόρατα φονικά. Γελούν και κοροϊδεύουν και κυρίως κοιμούνται ήσυχοι. Πριν από λίγο καιρό ένας φίλος που επέστρεψε από μακρύ ταξίδι στη Λατινική Αμερική, μου μετέφερε ένα αναρχικό σύνθημα που είδε γραμμένο σε τοίχο, στη Λίμα του Περού: «Όσο δεν μας αφήνετε να ονειρευτούμε, τόσο δεν σας αφήνουμε να κοιμάστε».

Αυτό λοιπόν είναι ο φοβισμένος άνθρωπος που ζει μέσα στο βούρκο της κολακείας του. Ένας άνθρωπος που δεν ονειρεύεται. Ένας άνθρωπος που νομίζει ότι είναι ασφαλής ενώ είναι φυλακισμένος και μάλιστα στη πιο φρικτή απομόνωση. Όλες οι κλειδαριές, όλα τα συστήματα ασφαλείας, όλα τα φοβερά όπλα, οι φοβερές μηχανές του πολέμου, οι φοβέρες στρατιές οι παραταγμένες σε διάταξη μάχης, όλες οι φονικές αστυνομίες, δεν είναι φτιαγμένες για να εμποδίσουν τον κίνδυνο ώστε να μην ταράξει τον ανονείρευτο λήθαργο του φοβισμένου. Είναι για να εμποδίσουν τον ίδιο να βγει εκεί έξω: στην απίστευτα ωραία, απίστευτα επώδυνη, απίστευτα αληθινή και απίστευτα μοναδική ζωή.

Το σύστημα λοιπόν μπορεί να κοιμάται ήσυχο.