Ο Τρούμαν Καπότε, ο βασιλιάς Παύλος και ο Σταύρος Νιάρχος

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 25.08.17 ]

Ο Τρούμαν Καπότε γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1924 στη Νέα Ορλεάνη και πέθανε σαν σήμερα πριν κλείσει τα 60 χρόνια. Όταν οι γονείς του χώρισαν, τον έστειλαν να μείνει σε συγγενείς του στο Μόνροβιλ της Αλαμπάμα. Εκεί θα γνωριστεί και θα συνδεθεί φιλικά με τη συγγραφέα Χάρπερ Λι, η οποία θα αποτελέσει το πρότυπό του για την ηρωίδα του μυθιστορήματος «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» που θα τον εκτοξεύσουν στη διεθνή λογοτεχνική σκηνή, όπου θα τον εδραιώσει το μυθιστόρημα «Εν ψυχρώ».

Ο Τζέραλντ Κλαρκ(«Καπότε, Μια ζωή εν θερμώ», Μεταίχμιο) «γνωρίζει περισσότερα για μένα απ’ ό,τι και εγώ ο ίδιος» έλεγε ο Τρούμαν Καπότε για το βιογράφο του. Τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα μπορεί να τα βρει κανείς στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Όταν οι προσευχές εισακούονται». Πρόκειται για τα τρία πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος που είχαν προδημοσιευθεί στο Esquire και όπου ο κεντρικός ήρωας παραπέμπει στο “σκοτεινό είδωλο” του Καπότε. Το βιβλίο εκείνο σοκάρει. Όχι τόσο εμάς, αλλά την πουριτανική Αμερική της εποχής του Καπότε (πιθανότατα και τη σημερινή). Ο συγγραφέας ξεσκίζει με βίαιο τρόπο το σελοφάν της υποκρισίας και παρουσιάζει την Αμερική της παιδικής πορνείας, του προχωρημένου μάρκετινγκ λευκής σάρκας και τη σαδομαζοχιστική διαστροφή της “πάνω” τάξης που εξαπλώνεται από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο. Συγχρόνως, παρουσιάζει την Αμερική των “κάτω”, με τους νταβατζήδες, τους εμπόρους ναρκωτικών, τους ζητιάνους και τις πόρνες που χλευάζουν τον ιεροκήρυκα, αυτόν που βλέπει σατανάδες να τρέφονται από το “κακό” των δυστυχισμένων και τους οποίους καλεί να αφήσουν “το φως του Κυρίου” να τους ανυψώσει στα ουράνια! Η απάντηση του Καπότε έρχεται δια στόματος μιας πόρνης που λέει στο ιεροκήρυκα: “Ναι. Κι εσένα ποιος θα σε ανυψώσει; Είσαι τόσο μαλάκας που δεν σηκώνεσαι με τίποτα!”.

Η Αμερική του Καπότε μοιάζει απόλυτα μανιχαϊστική: από τη μία η τελειο-μανία των καθαρών, των αγνών και αμόλυντων και από την άλλη η λαγνεία και η ακολασία, ο ασκητισμός (με όλη την ενοχή και την… αγνή υποκρισία που αποτυπώνεται στη λεγόμενη χριστιανική “ευσέβεια των απατεώνων” ) και η πλήρης ελευθεριότητα ως οι δύο αντιθετικοί πόλοι του αμερικάνικου εκκρεμούς που δεν βρίσκει σημείο ισορροπίας. 
Ο Καπότε σπάει την αψεγάδιαστη εικόνα-μύθο των πάντων, των Κένεντυ, της Γκάρμπο, των Σάχιδων, των κροίσων, των γαλαζοαίματων. Οι Έλληνες έχουν περίοπτη θέση στο βιβλίο. Μαθαίνουμε ότι ο πρίγκιπας και κατόπιν βασιλιάς Παύλος είχε μακρόχρονη ομοφυλοφιλική σχέση μ’ έναν από τους ήρωες του βιβλίου (σφράγισαν μάλιστα τον έρωτά τους με δερματοστιξία, ένα μικρό τατουάζ κάποιου γαλάζιου εμβλήματος, πάνω από το μέρος της καρδιάς-μάλλον την ελληνική σημαία). Για το Νιάρχο σημειώνεται πως σε μια συγκέντρωση όπου “Το κονιάκ που είχε πιει ήταν αρκετό για να κάνεις τουρσί ένα ρινόκερο” έλεγε πως εκείνο που τον γαληνεύει και τον κάνει ευτυχισμένο ήταν να κυνηγά στη ζούγκλα και να σκοτώνει! Και το συμπέρασμα για τους Έλληνες: «Ναι, οι Έλληνες έχουν σκοτεινά μυαλά. Οι πλούσιοι Έλληνες. Μοιάζουν στους υπόλοιπους ανθρώπους όσο και τα κογιότ στους σκύλους»!

Ο Καπότε σαρκάζει και τους συγγραφείς (αυτοσαρκάζεται έτσι και ο ίδιος) και γενικότερα τους διανοούμενους που εκπορνεύονται για να μπουν στην πιάτσα και να αναγνωριστούν. Οι κριτικοί στις μεγάλες εφημερίδες και οι salonistes του Παρισιού είναι κανονικοί προαγωγοί, αμειβόμενοι (-ες) σε χρήμα και είδος τσάτσοι της ενημέρωσης. Ο μπόμπιρας-ζιγκολό, ο ίδιος ο Καπότε, που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας γιατί από γεννησιμιού του είναι ψεύτης, θα λάβει τα ιδιαίτερα μαθήματα γλώσσας, γενικής μόρφωσης και δημιουργικής γραφής επί κλίνης -επικλινής ή ως επιβήτορας! Όλα για τη δόξα και το χρήμα. Αλλά τελικά όλοι καθίστανται απατεώνες αισθημάτων και το πληρώνουν. Η συμβουλή της περίφημης Κολέτ συμπυκνώνει τα πάντα σχετικά με τον τρόπο και το κόστος της μεγαλωσύνης: «…για να γίνεις ανθεκτικός στο χρόνο, τέλειος, για να μεγαλώσεις δηλαδή, πρέπει να μεταμορφωθείς σε αντικείμενο, βωμό, στη φιγούρα σ’ ένα υαλογράφημα: από μια στόφα που μπορούν να θαυμάζουν ή να λατρεύουν οι άλλοι. Μεταξύ μας όμως, είναι πολύ προτιμότερο να φταρνίζεσαι και να νιώθεις άνθρωπος». Άρα το «μεγάλωμα», η απαλλαγή του πνεύματος από κάθε ασχήμια-ζήλια, κακία, πλεονεξία κι ενοχή- είναι αδύνατη, είναι μια ψευδαίσθηση. Η αλήθεια είναι μια ψευδαίσθηση. Αλλά ο Καπότε προτιμά την αλήθεια “ως ψευδαίσθηση”. Ή μάλλον την ψευδαίσθηση που είναι πιο αληθινή από την αλήθεια. Αυτή είναι μία καλλιτεχνική επιλογή. Διότι είναι γνωστό ότι τις περισσότερες φορές η αλήθεια δεν είναι πιστευτή, δεν πείθει ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη. Εν προκειμένω, πάντως, έχουμε την παράσταση κάποιων γυρολόγων-ζιγκολό, τις φτωχές βδέλλες της διανόησης που κολλούν στα αγκάθια των σκυλόψαρων και των μεγαλοκαρχαριών με σκοπό να αναρριχηθούν και να γίνουν αριστοκράτες του πνεύματος. Εν τέλει, έχουμε τους “πάνω” που μια ορισμένη ηθική τους σκοτώνει με την πλήξη της και γι’ αυτό καταφεύγουν στη σωτηρία της «αμαρτίας». Και τους «κάτω», τον homo humilis (τον ταπεινωμένο άνθρωπο) που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατάστασή του και το πολύ να καταφέρει να γίνει ένας «παρίας ελίτ».

Ο Καπότε λέει για τους κριτικούς: «Κάθε συγγραφέας έχει τα δικά του κόλπα κι αργά ή γρήγορα οι κριτικοί τα πιάνουν. Αυτό δεν πειράζει. Εξακολουθούν να σ’ αγαπάνε, αρκεί να ξέρουν πραγματικά ποιος είσαι… (οι κριτικοί) μισούν κάθε είδος αλλαγής –δεν τους αρέσει να βλέπουν το συγγραφέα να ωριμάζει ή να μεταβάλλεται με οποιοδήποτε τρόπο». Για τους συγγραφείς: τα πάνε καλά με τους ήρωές τους και τον εαυτό τους, ενώ «όλοι οι άλλοι είναι απλοί θεατές». Ο Κάποτε διέθετε ένα τραγικό αίσθημα της ζωής και έκανε την αποτίμηση μέσω της υπέρβασης του αισθήματος αυτού, που τελικά του σάπισε το συκώτι!
Εν ψυχρώ
Το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, είναι ένα επιτόπιο –δύο χρόνων- ρεπορτάζ με λογοτεχνικές (νουάρ) προδιαγραφές, που μόνο στις ΗΠΑ θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Κι ενώ κατά τη γνώμη μας το κορυφαίο έργο του Τρούμαν Καπότε είναι το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» (ή άδεια δωμάτια) που εκδόθηκε το 1948, το «Εν ψυχρώ» ήταν το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον συγγραφέα τη δεκαετία του 60 αλλά και αποτέλεσε σταθμό στη λογοτεχνία και πολύ περισσότερο στη δημοσιογραφία, η οποία υιοθέτησε το λογοτεχνικό ύφος. Το πρώτο έργο του Καπότε δεν έχει καμία σχέση με τη μετέπειτα πορεία του και το μη φανταστικό μυθιστόρημα το οποίο πρώτος εισήγαγε. Γενικά, αν το «Εν ψυχρώ» αλλά και το τελευταίο, ατελές, βιβλίο του Καπότε βασίζονται στην πολύχρονη δημοσιογραφική έρευνα, δοσμένη με μία λογοτεχνίζουσα γλώσσα, το «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» είναι το κατ’ εξοχήν φανταστικό μυθιστόρημα (ανεξάρτητα από τις βιογραφικές αφορμές), αγγίζοντας μάλιστα τα όρια του «μαγικού ρεαλισμού» και των «εκατό χρόνων μοναξιάς». Για να είμαστε ακριβέστεροι σε λογοτεχνικό επίπεδο το πρώτο μυθιστόρημα του Καπότε παραπέμπει στη γνωστή λατινοαμερικάνικη σχολή (ο Νότος των ΗΠΑ εξάλλου είναι το μεταβλητό όριο της βόρειας και της λατινογενούς Αμερικής).

 Η έκδοση του Εν Ψυχρώ συνοδεύτηκε από ένα πολυδιαφημισμένο πάρτυ που διοργάνωσε ο Καπότε στις 28 Νοεμβρίου του 1966, το οποίο αναγνωρίζεται ως ένα ιδιαίτερο γεγονός της δεκαετίας του 1960.

Το τέλος

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Τρούμαν Καπότε απομονώθηκε, πιθανώς εξαιτίας της απόρριψης πολλών φίλων του. Υιοθέτησε τότε μία άκρως εκκεντρική συμπεριφορά στις δημόσιες εμφανίσεις του, ενδεχομένως απόρροια του αλκοολισμού και της κατάχρησης άλλων ναρκωτικών ουσιών. Το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του, που δημοσιεύτηκε ενώ βρισκόταν στη ζωή, ήταν η συλλογή διηγημάτων Μουσική για Χαμαιλέοντες (Music for Chameleons), το 1980.

Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, ύστερα από υπερβολική δόση χαπιών, σε ηλικία 59 ετών.