Ο τρομερός καθρέφτης της λύπης
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 06.01.17 ]Θέλω να γράψω ένα κείμενο πλημυρισμένο από λύπη. Κι ακόμα περισσότερο: ένα κείμενο που να ΕΙΝΑΙ λύπη. Ούτε συμπόνια ούτε αλληλεγγύη. Ένα κείμενο που να ΕΙΝΑΙ λύπη. Λύπη πηγαία από το βλέμμα που δεν σε βλέπει στο δρόμο γιατί είναι τυφλωμένο από την απελπισία. Λύπη, θέλω να πω, που είναι αυτό το (ελλείπον) βλέμμα που δεν παίρνει άλλη οπισθοχώρηση και που πίσω του δεν υπάρχει τοίχος αλλά γκρεμός. Και κανένα κουράγιο για κάποιο «πρόσω ηρέμα» για κάποιο άπωσον απολιμενισμού από την φρικτή «ασφάλεια» του τρόμου, την «ασφάλεια» που κάνει τον πόνο ζείδωρη ύλη σε μια φρικώδη – και αδιερεύνητη – εκδοχή του διαλεκτικού υλισμού.
Θέλω, λοιπόν, να γράψω ένα κείμενο που να ΕΙΝΑΙ η λύπη όταν κοιτάζει τον εαυτό της και τον αναγνωρίζει στον σκληρό καθρέφτη των άλλων, τον καθρέφτη που όλα τα χωνεύει και τίποτα δεν αντανακλά. Και που κυρίως δεν αντανακλά το μαύρο φως μιας λύπης που έχασε για πάντα (ναι για πάντα) το κουράγιο της οργής και της διεκδίκησης. Αυτή η άγρια ταπεινωμένη λύπη που αντηχεί το άδειο της, μέσα στο άδειο όπως οι αντικριστοί καθρέφτες της απώλειας. Αυτοί οι καθρέφτες, τίποτα δεν χωνεύουν. Όλα τα αντιγυρίζουν αντανακλώντας χωρίς τέλος τον ένα εφιάλτη μέσα στον άλλο. Γι’ αυτή την εφιαλτική λύπη θέλω να γράψω που αποστρέφει το βλέμμα της από τον κόσμο πριν καν ο κόσμος αποστρέψει τα βλέμμα του από αυτήν.
Ένα κείμενο, ώστε, για την λύπη που ούτε απαιτεί το μέρος που της ανήκει στην καθημερινή νομιμότητα αναμόχλευσης του υπαρκτού κόσμου, ούτε επαιτεί ακόμα κι όταν έχει απλωμένο το χέρι, μήπως και ξεφύγει από τον εαυτό της. Όχι. Η λύπη για την οποία μιλάω, επαιτεί, σ’ ένα σχήμα απόλυτης στρεβλότητας, για να μπορέσει να επιβιώσει ως απόλυτη λύπη. Δεν επαιτεί επειδή θέλει να σωθεί, επαιτεί για να μπορέσει να μην σωθεί. Κι απέναντι σε μια τέτοια λύπη, όλοι, μα όλοι, αποδεικνυόμαστε ανελέητοι. Γιατί δεν την αναγνωρίζουμε ως αιτία, την αναγνωρίζουμε ως αποτέλεσμα. Και κινούμαστε με ευκολία («ο καθείς και τα όπλα του») στο φάσμα μεταξύ φιλανθρωπίας (που προσωπικά θεωρώ ότι στηρίζεται στην σάπια ρίζα της απανθρωπίας) και αλληλεγγύης,(ακόμα και της πραγματικής, της αγωνιζόμενης και αυτοθυσιαζόμενης αλληλεγγύης). Όμως φάσμα μεταξύ φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης δεν υπάρχει. Υπάρχει χάσμα. Καιάδας. Εκεί όπου πετιούνται οι ανίατα λυπημένοι άνθρωποι. Εκείνοι που καμιά βοήθεια δεν μπορεί να τους βοηθήσει πια. Ούτε – επαναλαμβάνω – η ίδια τους η λύπη.
Γι’ αυτή τη λύπη θέλω να γράψω και δεν τα καταφέρνω. Γιατί καταλήγεις να γράφεις για την άστεγη ζωή, αλλά όχι για την υπόστεγη ερήμωση. Καταλήγεις να γράφεις για την λύπη που κόβεται πάνω στα μαχαίρια του συστήματος, αλλά όχι για το αίμα της που ρέει προς τα μέσα, σχεδόν χωρίς να εμφανίζεται. Μια έσω αιμορραγία της πραγματικότητας. Ακατάσχετη. Ώστε ένα κείμενο που να είναι ακατάσχετη λύπη θέλω να γράψω. Δηλαδή ένα κείμενο, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά (όπως έλεγε και ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ για τις ταινίες της ζωής μας) «όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά».
Βλέπεις, η λύπη για την οποία μιλάω, πηδάει τους άξονες. Δεν είναι «γύρος του θανάτου». Είναι ο θάνατος που μαρσάρει και περιστρέφεται βροντώντας γύρω από το εαυτό του.
Και πώς να γράψεις για έναν θάνατο στριμωγμένο, ένα θάνατο νεκρό στις άκρες του Καιάδα του. Έναν θάνατο που θα πέσει στην χαράδρα της ύπαρξης μόλις θα πάψει να κινείται. Δίπλα μας γίνεται. Κι ακόμα χειρότερα: μέσα μας υπάρχει όλο αυτό το μακελειό της λύπης. Γι’ αυτό δεν γίνεται να γράψεις ένα κείμενο που να ΕΙΝΑΙ λύπη. Ένα κείμενο που να είναι η λύπη του πεποιημένου κόσμου δηλαδή. Δεν γίνεται να το γράψεις, γιατί ο «Εχθρός του ποιητή» κρύβεται μέσα στην λύπη, μέσα στην ίδια του την λύπη και διαφεύγει και χάνεται διαρκώς για πάντα. Καθώς πίσω του ακούγεται ο τρομερός ήχος από μυριάδες καθρέφτες, μυριάδων πολέμων, που γίνονται θρύψαλα. Και σε κόβουν. Και γίνεσαι ο ίδιος η λύπη ενός κειμένου που δεν κατάφερες να γράψεις.