Ο τελευταίος κωδικός
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 07.11.17 ]Τη στιγμή που πήγε να τον πληκτρολογήσει, ένα σεντόνι έπεσε μέσα στο μυαλό του!
Ξαφνιάστηκε τόσο, που του ’ρχόταν να γελάσει.
Γέλασε! Γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν ήταν κάτι το παροδικό. Παιχνίδι του μυαλού, πώς το λένε;
Όσο όμως περνούσε η ώρα, και το σεντόνι δεν έλεγε να τραβηχτεί, άρχισε να τα «χρειάζεται».
«Κάτσε», αυτοπαρηγορήθηκε, «ηρέμησε φίλε!! Δε γίνεται, θα τον θυμηθείς. Ένας παλιοκωδικός είναι βρε αδερφέ!»
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί. Με τέτοια όμως προσήλωση, που η κοροϊδευτική φωνή του διπλανού του στο γραφείο, τον έκανε να τιναχτεί με φόρα. «Τι έγινε Κοινέ, κάνουμε και γιόγκα στο γραφείο τώρα;» Κοινός ήταν το επίθετό του. Διόλου κοινό, αλλά αυτό του έλαχε. Σημαδιακό ίσως.
«Να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ!» του αντιγύρισε ενοχλημένα. «Τσούχτρα! Ε, τσούχτρα!», ψιθύρισε από μέσα του.
Όμως αυτό που του συνέβαινε, έπρεπε να το λύσει άμεσα! Ήδη κι ο υπολογιστής μπροστά του, φαινόταν να τα «παίρνει στο κρανίο».
«Αν δε ληφθεί απόφαση σε ένα λεπτό…» τον απειλούσε.
Ξαναμπήκε. Πατάει το γιούζερ νέιμ! Ο κωδικός όμως, άγνωστος χι, τον περίμενε αμείλικτος στη γωνία. Διαφορετικά, οι θύρες δεν άνοιγαν. Και η δουλειά, έπρεπε να γίνει. Το μεσημέρι έπρεπε να παραδώσει. Το αφεντικό, στο μέσα γραφείο, περίμενε.
Είχαν περάσει δέκα λεπτά. Δέκα ανυπόφορα λεπτά αμνησίας. Κι αυτός, είχε αρχίσει να ιδρώνει. Δεν άντεχε και την ύπουλη -κάτω από τα ματογυάλια- ρουφιάνικη ματιά του Σωφρονίδη από δίπλα. Ούτε του Ανετόπουλου από απέναντι. Της Πασαβιόλα, δεν την υπολόγιζε! Γιατί είχε ωραίες γάμπες, και κάθε πρωί με εύσχημο τρόπο, φρόντιζε να τις πλασάρει «όπου δει». Αλλά όχι! Αυτή τουλάχιστον, κακιά δεν ήταν.
«Μωρέ λες;» Μια ξαφνική χαρά τον πλημμύρισε. «Pasavilola!», πάτησε στα πλήκτρα, χωρίς το θαυμαστικό στο τέλος.
«Λάθος ο κωδικός. Ξαναπροσπαθήστε» Τον προειδοποίησε, ο υπολογιστής με το ουδέτερο έως απελπισίας στυλάκι του. Και είχε ελπίσει τόσο! Γιατί συνήθιζε καμιά φορά, να πατάει για κωδικό, κάτι που να του θυμίζει, ένα πράγμα,-ας πούμε – σέξι, ή απλά χαβαλετζίδικο. Και βέβαια, κάποια άλλη φορά, οι γάμπες της πασαβιόλας, του είχαν χρησιμέψει! Όχι όμως τώρα πανάθεμά τες!
Πήρε χαρτί και μολύβι, και βάλθηκε να οργανώσει τη δουλειά του. «Στο γκομενικό, δεν πήγε ο νους σου»; Μάλωσε τον εαυτό του! «Άρα κάτι τέτοιο έχεις χρησιμοποιήσει! Θυμήσου ηλίθιε! Θυμήσου!»
«Τα μπαλκόνια της Σίας! visarola!»
«Λάθος κωδικός . Ξαναπροσπαθείστε»
«Τα καπούλια της Έφης! kapoulia!»
«Λάθος κωδικός. Ξαναπροσπαθείστε»
Άρχισε να στριφογυρίζει ανήσυχα, η ώρα περνούσε! Είδε την Πασαβιόλα, να περνά την πόρτα του δικού τους γραφείου, και να κατευθύνεται, προς του διευθυντή στο βάθος. Κι αν τον «έκοβε» από κει μέσα, και του ζητούσε αν είχε ξεκινήσει; Με τι μούτρα θα έλεγε πώς δεν είχε καν μπει! Από έναν ηλίθιο σκατοκωδικό! Από μια μνήμη που είχε βάλει σκοπό ξαφνικά να του παίξει παιχνίδια!
«Για στάσου μωρέ!», ξαφνικά του πέρασε η σκέψη πως το θέμα σεξ, γκομενικό γενικότερα, ήταν πάνω από χρόνο τώρα, που είχε ατονήσει… Επομένως κάτι άλλο θα είχε σκεφτεί, κάτι που θα είχε να κάνει… με τι;
Τα χασκόγελα του Σωφρονίδη με τον Ανετόπουλο, τον έφεραν στο παρόν. Στο παρόν και… «Αυτό είναι!» του ήρθε να φωνάξει, «πώς δεν το σκέφτηκα! rufianakos!» πληκτρολόγησε με άγρια σχεδόν χαρά!
«Λάθος κωδικός. Ξαναπροσπαθείστε»
Άθελά του, τινάχτηκε επάνω νευριασμένος. Οι άλλοι δυο, τον κοίταξαν. Μάλλον ανήσυχα πλέον. Όντως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τη στιγμή εκείνη, ανοίγει η πόρτα του Μεγάλου, η Πασαβιόλα βγαίνει και το χαμόγελο χαλκομανία, στραβώνει στα παχιά της χείλια, καθώς τον βλέπει χλωμό και όρθιο απέναντί της!
«Σας…. Σας θέλει ο κύριος Μεγάλος! Ο κύριος Διευθυντής!», του κάνει αμήχανα. Για να συμπληρώσει με ευγένεια. Αληθινή όμως: «Έχετε κάτι;»
Δεν της απάντησε, –τι να πει άλλωστε -.Ψέλλισε μόνο ένα: «Εγώ…». Και ξανακάθισε στη θέση του. «Για τελευταία φορά Χριστέ μου! Για τελευταία φορά! Βοήθησέ με!»
skata, πληκτρολόγησε.
«Λάθος κωδικός. Απαιτούνται πάνω από 5 στοιχεία. Ξαναπροσπαθείστε».
Ήταν τότε που ένα βλέμμα-βολίδα, από το βάθος, τον ισοπέδωσε. Φωνή πάντως αυτός, δεν πήρε χαμπάρι! Ο Μεγάλος από την ανοικτή πόρτα του γραφείου του, του ένευε με εκνευρισμό.
«Κοινέ! Είναι ώρα που σου φωνάζω! Βγάλε μια φωτοτυπία αυτά που σου είπα να κατεβάσεις, και έλα από δω! Τώρα όμως!»
Τρεκλίζοντας σχεδόν ξεκίνησε. Με άδεια χέρια. Κάποια χάχανα πίσω του, του κίνησαν την προσοχή, τόσο που του ήρθε να ξανατρέξει στον υπολογιστή και να πληκτρολογήσει hahana. Συγκρατήθηκε όμως. Γιατί συνειδητοποίησε πως κι αυτός, ο υπολογιστής, ήταν με το μέρος τους. Με το μέρος ποιών; Μόνο το βλέμμα της Πασαβιόλα, συνέλαβε στον αέρα, σχεδόν λυπημένο, και κάπως κατευναστικό.
Η απολογία απέναντι στον Μεγάλο, υπήρξε μάλλον τραγελαφική. Από τη μεριά του δηλαδή. Γιατί ο Μεγάλος το πάνω χέρι το είχε.
Φάνηκε να μην απορεί. Ούτε για τα άδεια του χέρια. Ούτε για την φτωχή του μνήμη. Αντίθετα μάλιστα, του πέρασε κιόλας από το μυαλό, πως αυτά που συνέβαιναν σ’ αυτόν, ο Μεγάλος, τα απολάμβανε κιόλας.
«Κοίτα Κοινέ, αυτά που μου λες για κωδικό και τα ρέστα, εγώ τα βρίσκω αστεία. Είναι καιρό τώρα, που σε παρατηρώ. Αφηρημένος, στον κόσμο σου. Τις προάλλες μάλιστα, έλειψες αδικαιολόγητα. Εντάξει, εντάξει, τα ξέρω για τη μάνα σου. Μια το εγκεφαλικό, μια το ένα, μια το άλλο. Αλλά και δω η δουλειά πρέπει να βγαίνει. Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Θα μου πεις κοντεύεις πενήντα, είκοσι χρόνια εδώ μέσα… Αλλά και πάλι στο λέω. Οι καιροί αλλάξανε. Ήθελα να στο πω καιρό, όμως σήμερα με τον κωδικό, μου έδωσες την αφορμή…».
«Θα τον θυμηθώ κύριε διευθυντά! Δεν μου έχει ξανατύχει!»
«Εντάξει, εντάξει, δεν είναι εκεί το θέμα! Αλλά αφού το θέτεις κι αυτό, να σου υπενθυμίσω τα εξής. Ο κωδικός, είναι υψίστης ασφαλείας! Σχεδόν υποκαθιστά το άτομο, αν με καταλαβαίνεις, για συγκεκριμένες εργασίες. Αλλάζει με μεγάλη προσοχή κάθε είκοσι μέρες και υπ’ ευθύνη σου! Τα ξέρεις. Κάπου πολύ κρυφά τον σημειώνεις βρε αδερφέ, αφού από μυαλό κουρκούτι! Και μη μου πεις για τους πολλούς κωδικούς που έχει σήμερα ο καθένας μας και τρίχες κατσαρές! Η ασφάλεια προέχει αγαπητέ! Και κωδικός σημαίνει ασφάλεια. Εσύ όμως όλα αυτά στα παλαιότερα των υποδημάτων σου! Και αφού δεν θέλεις να είσαι ασφαλής κύριε, θα σε κάνω ανασφαλή. Απολύεσαι.»
«Μα… για έναν κωδικό!»
«Για την ασφάλειά σου που δεν την υπολόγισες!»
«Συγχωρέστε με κύριε διευθυντά, η μνήμη μου φταίει…»
«Αυτό σημαίνει πως η μνήμη σου δεν θεωρεί την ασφάλειά σου… χμμμ… χμμμ… απαραίτητη!»
«Όχι, πιστέψτε με, θα ηρεμήσω και θα θυμηθώ!»
«Πολύ αργά πλέον. Το σύστημα ήδη σε έχει πετάξει… απέξω!»
«Ποιο σύστημα;»
«Της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ηλίθιε! Ποιό σύστημα νόμισες; Το δικό μου; Και γω ένας κωδικός… συγνώμη, ένα μέλος αυτού του συστήματος είμαι! Πήγαινε τώρα. Η δεσποινίς Πασαβιόλα θα σου εξηγήσει τα της αποζημίωσής σου!».
…………………………………………………………………………..
Σαν έμεινε μόνος του ο Μεγάλος έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο. Η υπόθεση σήκωνε τσιγάρο. Πούρο καλύτερα. Ύστερα, έβγαλε από το συρτάρι του το στικάκι που με την κατάλληλη οσφυοκαμψία, ο –υπεράνω πάσης υποψίας Ανετόπουλος- του έφερνε όποτε αυτός του το ζητούσε. Κάπου εκατό απόρρητοι κωδικοί, σαν ένα ποίημα ευτελές και γελοίο, εμφανίστηκαν στην οθόνη του! «Τον μπαγάσα!», έκανε. «Σεξομανής, εντάξει. Όπως όλοι μας. Μνησίκακος με τους συναδέλφους…. Δεν έχει κι άδικο, το λάκκο του σκάβουνε! Α!! Αυτό το arxidhs! Για μένα σίγουρα! Δε βαριέσαι … Το περίμενα! Ως και του Ανετόπουλου το στικάκι που μου έφερε ο Σωφρονίδης, ένα arxidhs, το έχει μέσα… Φυσικά ο Ανετόπουλος νομίζει πως μόνο αυτός σπάει κωδικούς. Δεν υποψιάζεται τον φίλο του! «
Έτρεξε το ποντίκι κάπως βαριεστημένα: monodromos, apognosi, apelpisia, parafrosini, και κάτι άλλα παρόμοια, κυλίσανε μπροστά του.
«Θα μας βαρούσε καμιά αυτοκτονία εδώ μέσα ο ψυχάκιας!», σκέφτηκε κυνικά.
Του χάρισα λοιπόν και γω τον τελευταίο του κωδικό. Που πολύ καλά, έκανε και τον λησμόνησε .
Liberta, διάβασε στο τέλος.