Ο Ντύλαν, ο Κοέν και τα ψευδο-ερωτήματα

[ ARTI news / Ελλάδα / 14.10.16 ]

Ο Κοέν και ο Ντύλαν. Στο 82 του, ο Leonard Cohen κυκλοφόρησε ένα νέο άλμπουμ και το "New Yorker" κάνει ένα αφιέρωμα-ανασκόπηση στην καριέρα του σπουδαίου μουσικού, συγγραφέα, ποιητή, παραλληλίζοντας την πορεία του με αυτή του Bob Dylan. Τώρα, με την ευκαιρία της απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντύλαν επιχειρείται η αξιοποίηση του αφιερώματος καθώς φιλοξενεί εκτεταμένες δηλώσεις του νέου νομπελίστα για τον Κοέν, αφήνοντας να υφέρπει το ερώτημα γιατί βραβεύτηκε ο Ντύλαν και όχι ο Κοέν;

Ως γνωστόν στον Bob Dylan απονεμήθηκε στις 13 Οκτωβρίου, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας  με κριτήριο "τη δημιουργία [...] νέων μορφών ποιητικής έκφρασης." Αυτό συνέβη, λίγες ώρες αργότερα από την ανάρτηση στην online έκδοση του New Yorker του μεγάλου πορτρέτου για τον Leonard Cohen.

Ο  δημοσιογράφος David Remnick δεν ήξερε ασφαλώς ότι ο Bob Dylan θα λάβει το βραβείο, όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο αυτό και ούτε ότι πολλοί θα αναρωτιούνται γιατί η Σουηδική Ακαδημία επέλεξε να επιβραβεύσει τον Ντύλαν.

Πάντως στο αφιέρωμα, ο Bob Dylan σχολιάζει με ενθουσιώδη λόγια το έργο ενός καλλιτέχνη ο οποίος έγινε διάσημος μετά από αυτόν.

Για την ιστορία ο Λέοναρντ Κοέν ήταν γιος ευκατάστατου εβραίου έμπορου υφασμάτων, τον οποίο έχασε όταν ήταν σε ηλικία έξι ετών. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρυ. Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, όπου συνέχισε να γράφει. Με το μυθιστόρημαBeautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι1966), γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική.

Σε συναυλίες φολκ στις ΗΠΑ το 1967, η τραγουδίστρια Τζούντυ Κόλλινς (Judy Collins) έκανε γνωστό το τραγούδι του Κοέν Suzanne. Έτσι την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Songs of Leonard Cohen. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι δίσκοι, μεταξύ των οποίων και ο δίσκος Songs of Love and Hate που περιέχει το τραγούδι - ύμνο στην αγάπη και τη μοναξιάFamous Blue Raincoat (1971) με την φωνή της Τζένιφερ Γουαρνς (Jennifer Warnes).

Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια κατόπιν αποφάσισε να γίνει βουδιστής, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Αλλά το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους. Το2005, το όνομα του Κόεν βρέθηκε ξανά στις στήλες των εφημερίδων, επειδή ο επί χρόνια μάνατζέρ του τον εξαπάτησε κλέβοντας το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του καλλιτέχνη.

Για να επανέλθουμε στο αφιέρωμα του New Yorker, oι επιρροές μεταξύ Leonard Cohen και Bob Dylan είναι προφανείς. Ο Dylan, ακόμη και στις πρώτες ηχογραφήσεις του, έχει ήδη δεσμευτεί σε μια σουρεαλιστική γλώσσα, ελεύθερων συνειρμών [...]. Τα κείμενα του Leonard Cohen είναι εξίσου υπεύθυνα, εφευρετικά,  ειρωνικά ή εσωστρεφή. Αλλά ήταν πιο σαφή, πιο λιτά, πιο λειτουργικά.

Bob Dylan και Leonard Cohen είχαν παρόμοιες αναγνώσεις ποίησης όπως αυτή του Allen Ginsberg, αλλά και του Irving Layton. Αλλά ο Dylan δέχεται επιρροές από τους γάλλους συμβολιστές ποιητές (Ρεμπώ, Μπωντλαίρ) και τη μεγάλη αγγλική παράδοση (Σαίξπηρ, Blake, Yeats), ενώ τα κείμενα του Cohen κλίνουν προς την προσευχή(Τορά και Zohar), το ξόρκι και τον βουδισμό.

Όταν το New Yorker ρώτησε τον Ντύλαν για το έργο του Κοέν, ο πρώτος δείχνει έναν ενθουσιασμό,  τονίζοντας την «ιδιοφυΐα» του στις μελωδίες, την απλότητά του και την εξαιρετική αρμονική του καθαρότητα. Μάλιστα σε αυτούς που λένε ότι «Η μουσική του Leonard Cohen: είναι ένα μακρύ νανούρισμα της κατάθλιψης», ο Ντύλαν θα αντιτείνει, λέγοντας «Δεν βλέπω καμία απογοήτευση στα κείμενα του Leonard… Αγαπώ όλα τα τραγούδια του, το παλαιότερο και το πιο πρόσφατο.»

Κι εμείς αγαπούμε όλα τα τραγούδια και του Κοέν και του Ντύλαν, και καμία σάπια από καθεστηκυίες σκοπιμότητες Επιτροπή βραβείων δεν πρόκειται να μας παρασύρει σε γελοία ερωτήματα ούτε θα αλλοιώσει την απόλαυσή μας και πολύ περισσότερο ό,τι μας έκαναν. Ή αλλιώς, όπως γράφει ο Ίκαρος Μπαμπασάκης «…Αυτούς τους τροβαδούρους, που δεν παύω να τους ακούω και να τους ξανακούω, λιώνοντας τα βινύλιά τους στο πικάπ, πίνοντας εωθινά ουίσκι με όσους τους αγάπησαν μαζί μου, μιλώντας γι' αυτούς ατελείωτες ώρες στα πιο όμορφα μπαρ της Αθήνας, ναι, αυτούς τους τροβαδούρους θέλω πάντα να θυμάμαι και θέλω πάντα να τους θυμίζω. Έγραψα για τον Κοέν και τον Ντύλαν, για τον Βαν Μόρισoν και τον Νηλ Γιανγκ, για τον μακαρίτη Τζον Λένον και για τον αείμνηστο Τζόνι Κας, γιατί μια ζωή ήσαν για μένα παρόντες με τις μελωδίες τους, με το ήθος τους, με τον τρόπο ζωής τους, με τα στοιχήματα που έπαιξαν και κέρδισαν, με το ότι με έκαναν, κι εμένα, όπως έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, απόγονο της νύχτας και χερουβείμ αρουραίο».