Ο νεο-ρατσιστής Μάικλ Τζάκσον

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.08.17 ]

Ο Μάικλ Τζάκσον είναι ο πρώτος νεορατσιστής εναντίον του ξένου που ήταν ο ίδιος του εαυτός, το δικό του «μαύρο» σώμα. Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1958, και είναι ο πρώτος που διαχώρισε το Εγώ από το Αυτό (id), δηλαδή το σώμα του. Είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που άλλαξε το χρώμα του δέρματός του. Αλλά αν ο Τζάκσον επιχείρησε τη λεύκανση του σώματός του, ο Ομπάμα και πολλοί άλλοι αφροαμερικανοί (το 10% της θετικής διάκρισης) πέτυχαν τη «λεύκανση» του πνεύματός τους. Αλλά πέρα από την τρομερή αυτή σύγκρουση με το χρώμα ενός μισητού σώματος, ο Μάικλ Τζάκσον είναι το κατ’ εξοχήν πρότυπο ενός νέου τύπου ανθρώπου που είναι πάντα νέος και δεν γερνάει ποτέ. Είναι η ιδεοληψία της παντοτινής νεότητας και του συνδρόμου του Πήτερ Παν, που παύει να είναι σύνδρομο από τη στιγμή που γίνεται γενικευμένη μόδα ως τρόπος ζωής. Ναι, ο Τζάκσον είχε ένα βάναυσο πατέρα που τον έλεγε «χονδρομύτη» και αυτό του δημιούργησε το παιδικό τραύμα και τις εκατοντάδες πλαστικές στη μύτη του ώσπου δεν είχε πια μύτη. Αυτή, όμως, είναι μια ψυχαναλυτική προσέγγιση που μπορεί να εξηγεί κάποια σημεία από την τραγωδία του τραγουδιστή, αλλά δεν εξηγεί την τεράστια πίεση μιας γιγαντιαίας βιομηχανίας που εκτός από μουσική παρήγαγε και πρότυπα ζωής. Γιατί πριν ο Τζάκσον καταστρέψει το σώμα είχε καταστρέψει την ψυχή του. Κι όπως επισημαίνει ο καθηγητής Μπ. Μπάρμπερ 
«Οι καινούριες εταιρείες του τηλετομέα της πληροφόρησης-ψυχαγωγίας δεν αγνοούν και δεν καταστρέφουν την ψυχή, αλλά μάλλον την απορροφούν, την αποσυνθέτουν και στη συνέχεια την ανασυνθέτουν. Μετατρέπουν την ψυχή σ’ ένα μηχανισμό που είναι πιο επιρρεπής στην κατανάλωση...». Ο Τζάκσον ήταν συνεπώς ένα εργαλείο απορρόφησης, αποσύνθεσης και ανασύνθεσης ψυχών.
Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια έγινε στην Αθήνα μια έκθεση με τίτλο «Νέο είναι κάθε τι ενδιαφέρον». Εκεί είδα και την περίφημη κατασκευή του Jeff Koons, Michael Jackson and Bubbles. Τότε είχε ξεσηκωθεί μεγάλος θόρυβος για τον ιδεολογικό χαρακτήρα των εκτεθειμένων έργων που θεωρήθηκε καταναλωτικός, ψυχογραφικός και εφιαλτικά κιτς. Όλα γενικά τα στοιχεία παρέπεμπαν στην τέχνη όπως την εννοεί η Αμερική, δηλαδή ότι τάχα ενδιαφέρον είναι μόνο το νέο! Αυτή η άποψη έχει ήδη κυριαρχήσει παντού παρά της επί μέρους αντιστάσεις. Βέβαια, και η ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πρωτοπορία του 19ου αιώνα ήταν μία φυγή προς τα εμπρός, αλλά με την έννοια ότι η θέαση του παρόντος γίνεται μέσω του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος. Και τότε το κριτήριο της νεωτερικότητας ήταν πολλές φορές ο μόνος και ενίοτε παράλογος όρος της καλλιτεχνικής αξίας. Σήμερα, η λεγόμενη μεταμοντέρνα αισθητική κινείται μεταξύ πρωτοτυπίας και μνήμης. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι διακρίνεται από το ΑΓΧΟΣ του ΝΕΟΥ, ως μοναδικού κριτηρίου της δημιουργίας. Συνεπώς, το «παλιό» είναι πλήρως απαξιωμένο από αισθητική και κατ’ επέκταση από πολιτισμική και εσχάτως από ανθρωπολογική άποψη. Ένας καλλιτέχνης αν θέλει να παρουσιάζει «ενδιαφέρον» πρέπει να είναι «νέος», όχι από την άποψη του έργου του, δηλαδή του περιεχομένου, αλλά από την άποψη της εικόνας του, της μορφής του. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από τη διαρκεί ανάγκη των καλλιτεχνών -ιδιαίτερα των ποπ- να αλλάζουν «λουκ», να μεταμορφώνονται. Το πρόβλημα, όμως, συνίσταται στη συνεχή επιτάχυνση. Παλιά ένα πολιτιστικό προϊόν είχε μια μεγάλη διάρκεια, σήμερα όμως λόγω της ταχύτητας παραγωγής και κατανάλωσης η διάρκεια αυτή τείνει στο βαθμό μηδέν. Σε λίγο ένας καλλιτέχνης θα παράγει το «νέο» μόνο μία φορά. Με άλλα λόγια με όρους κατανάλωσης κάθε καλλιτεχνικό προϊόν αλλά και κάθε καλλιτέχνης θα είναι μίας χρήσης. Αυτή η αντίληψη καταλήγει σε μια ρατσιστική αντιμετώπιση κάθε τι παλιού, ακόμη κι αν πρόκειται για ανθρώπους. Τα γηρατειά εκλαμβάνονται ως προσωπική προσβολή. Η αγωνία της φθοράς του σώματος αρχίζει από όλο και μικρότερες ηλικίες. Ο πανικός καθίσταται μέγας μπροστά στη δυναστευτική θεά της «νεότητας». Ο χρόνος εκείνος που ξαποστάζει μέσω της σοφίας την ψυχή στην άκρη του βίου, δεν υπάρχει. Το «Ωραίο», ως συνδεδεμένο με την ώρα-εποχή, όπου ο καθένας είναι καλά στην «ώρα» του έχει εξαφανισθεί. Ο χρόνος ακυρώνεται. Η μέση ηλικία ή τα γηρατειά είναι πια συνώνυμα της παρακμής, της μελαγχολίας, της απόσυρσης και γι’ αυτό εξορίζονται. Γι’ αυτό ο Τζάκσον δεν άντεξε να ζήσει παραπάνω.