Ο Μοράβια, και τα ήσυχα, ψυχαναλυτικά, αστικά, θρίλερ του
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Κόσμος / 28.11.18 ]Κάθε καλοκαίρι από τη στιγμή που τον ανακάλυψα, σχεδόν εμμονικά διάβαζα Μοράβια. Συνήθεια που έμεινε μέχρι τώρα, καθώς στην παλιά βιβλιοθήκη του σπιτιού στη Ζαχάρω, ξαναβρήκα τον «Παράδεισο». Ο Παράδεισος είναι μια συλλογή 35 διηγημάτων του Μοράβια με ηρωίδα το καθένα μια γυναίκα.
Τυχαία όμως η επιλογή Μοράβια σχεδόν πάντα το καλοκαίρι; Το σκέφτηκα αρκετά και κατέληξα πως το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα, φαινομενικά ήσυχο, και επιδερμικό, ταιριάζει με μια εποχή που έχει συνδυαστεί με τη χαλάρωση του πνεύματος και την οριζοντίωση του κορμιού δίπλα στη φύση. Χρησιμοποίησα τη λέξη «φαινομενικά», γιατί έτσι φαίνεται, ενώ δεν είναι! Τα διηγήματά του, μοιάζουν με κατσαρόλα που χοχλάζει ήσυχα, σχεδόν αθόρυβα, αλλά πάντα έχεις την αίσθηση ότι το καπάκι θα εκτιναχθεί με την πρώτη ευκαιρία. Έτσι δε γίνεται μήπως και με τις πιο στυγνές εγκληματικές πράξεις; Κυοφορούνται για χρόνια, και ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, το πιο απεχθές «μοιραίο».
Έτσι δομούνται σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες του Μοράβια! Πέρυσι τέτοιο καιρό, σε κάποιες διαδικτυακές ιστοσελίδες, είχα γράψει για τους Αδιάφορους. Αδιάφοροι έως θανάτου! Άτομα μιας συγκεκριμένης πάντα τάξης, συνήθως, -με ελάχιστες εξαιρέσεις-, οι ήρωες του Μοράβια αφορούν άτομα μιας υψηλά ιστάμενης, από την άποψη της ευμάρειας τάξη, που πλήττουν αφόρητα μέσα στην πλήξη τους. Που καθίστανται ικανά ακόμη και για την πιο ειδεχθή πράξη προκειμένου να βρουν το κίνητρο ζωής που θα τους δώσει νόημα στην γλίσχρα καθημερινότητά τους.
Ο Μοράβια, υπήρξε πολυγραφότατος, παρόλο που δεν πήγε ποτέ σχολείο, ούτε και σπούδασε. Ο ίδιος θεωρεί την προσωπική του περιπέτεια με την υγεία του, -στην εποχή της εφηβείας του ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω φυματίωσης των οστών-, καθώς και το μίσος του για το φασισμό, τους δυο βασικότερους μοχλούς εκκίνησης για το έργο του. Σε όλα τα δημιουργήματά του, η επίδραση της υπαρξιστικής ιδεολογίας κυρίως μέσω των καφκικών έργων, αλλά και της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόυντ είναι εμφανής.
Η θεματολογία του, κινείται σχεδόν πάντα στους κύκλους της λεγόμενης υψηλής κοινωνίας, αλλά και των μικροαστών της εποχής του μεσοπολέμου, αλλά και αργότερα. Η ανάδειξη του βαθύτερου εκμαυλισμού του πνεύματος, των προθέσεων και των πράξεων των ανθρώπων που περιγράφει γίνεται με ένα τρόπο ήσυχο, διόλου επιδεικτικό ή καταγγελτικό, (γνώρισμα και των λοιπών υπαρξιστών), με τέτοιο τρόπο μάλιστα που πολλές φορές γίνεται και ενοχλητικός εξαιτίας της –εντελώς σκόπιμης κατά την άποψή μου-, νωθρότητάς του! Αυτό παρατηρείται κυρίως στους «αδιάφορους», αλλά και σχεδόν σε όλα του τα έργα. Όσες φορές και να διαβάσει κανείς Μοράβια, έχει την αίσθηση μιας μάζας γλοιώδους να τον τυλίγει, όχι απαραίτητα δυσάρεστης πάντα, που όμως όσο προχωρά το έργο γίνεται αποπνιχτική και επικίνδυνη, σαν βόας σε εναγκαλισμό θανάτου.
Στον «Παράδεισο», ο επηρεασμός από τη Φροϋδική θεωρία, γίνεται εμφανής, σε όλα τα διηγήματά του. Όμως αλήθεια, πώς χρησιμοποίησαν οι αστοί και η τάξη τους γενικότερα τον μεγάλο ψυχαναλυτή και τις ερμηνείες του; Μήπως τελικά τον «κατανάλωσαν» κι’ αυτόν με τον τρόπο τους; Ασφαλώς! Ξεχειλίζει η καμουφλαρισμένη σε ένα λεπτό είδος χιούμορ ειρωνεία του Μοράβια, κάθε φορά που κάποια ηρωίδα του οικειοποιείται κάποια από τις Φροϋδικές θεωρίες, οιδιπόδειο, μετάθεση, προβολή, εξιδανίκευση, για να δώσει νόημα στην υπόσταση ή στο γονεϊκό, συζυγικό, η κοινωνικό της ρόλο!
Είναι πραγματικά απολαυστικός ο συγγραφέας περιγράφοντας τις περιπέτειες του Φρόυντ στις αριστοκρατικές συνοικίες της Ρώμης, Παριόλι και Φρεντζένε, μιλώντας για καταναλωτικούς έρωτες με παράπλευρη και απαραίτητη σύγχρονη κατανάλωση σικ ενδυμάτων, περιγράφοντας την αφόρητη κοινοτοπία καθημερινών εκφράσεων στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και την προσφυγή στην ψυχανάλυση μόνο και μόνο για επιβράβευση τελικά του ναρκισσιστικού εαυτού που κανονικά θα έπρεπε να θεραπεύεται! Οι ηρωίδες του Μοράβια εδώ, γυρεύουν τον εαυτό τους με ένα τρόπο άτσαλο, επιτηδευμένο, πολλές φορές προκλητικό και βίαιο, αλλά συνάμα και βαθιά συντηρητικό! Κατά βάθος είναι σαν να μην θέλουν να ξεφύγουν. Απλώς ζητούν την αναγνώρισή τους, μέσα στη ατέλειά τους, και την ευτελή, άνευ νοήματος ζωή που βιώνουν. Απαιτούν σχεδόν μέσω της αλλαγής των υπολοίπων να «ειδωθεί» ο παραμελημένος ή και στραπατσαρισμένος εαυτός τους, πράγμα βέβαια εκ προοιμίου αποτυχημένο. Υπάρχουν βέβαια και ελάχιστες εξαιρέσεις! Εγώ ας πούμε μέσα σε αυτό το υπέροχο συνονθύλεμα τύπων γυναικών, ανακάλυψα δυο-τρεις που κάνουν τη διαφορά!
Δεν θα τις αναφέρω όμως. Ο καθένας (η καθεμία), ας τις ανακαλύψει μόνος του!