Ο Μιχαλιός

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 22.03.22 ]

Με μια σφυρίχτρα στο στόμα να δίνει ρυθμό. Εν-δυο, εν-δυο. Ένα στ’ αριστερό! Και οι μαθήτριες, κουρδισμένα στρατιωτάκια, να στροβιλίζονται γύρω από την αυλή και γύρω από τον εαυτό τους σαν τους δερβίσηδες. Όχι, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης φέτος δεν γιορτάστηκε στο σχολείο μας. Παρέλαση, τράπεζα θεμάτων, διεκπεραίωση της ύλης, οργάνωση των επικείμενων εκδρομών.

Οι τελειόφοιτοι ασθμαίνουν και διαμαρτύρονται. Λίγη ξεγνοιασιά, λίγη λιακάδα αποζητούν κι όχι άλλα ερμηνευτικά σχόλια και αναλύσεις επί αναλύσεων για την ατομική συντριβή του ατόμου εντός ενός καταναγκαστικού πλαισίου, που άλλοτε λέγεται στρατός, άλλοτε γραφείο ή κόμμα κι άλλοτε οικογένεια ή κοινωνικά δίκτυα. Ο φιλόλογος επιμένει και γράφει στον πίνακα το ποίημα. Τονίζει ιδιαιτέρως το συγκείμενο: 1919 κι ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Έτσι, σε πείσμα των καιρών, ο Μιχαλιός του Καρυωτάκη φθάνει αυτόκλητος στη συντροφιά μας. Δυο μέτρα παλικάρι, ατσούμπαλος, ασύμμετρος, το ακριβώς αντίθετο του Διγενή Ακρίτα που τώρα τον φαντάζομαι να πολεμά σε κάποια Μαριούπολη. Σίγουρα, καμία σχέση και με τον λοχία Κωστούλα, τον αντιπολεμικό αφηγητή του Μυριβήλη.

 Ο δικός μας Μιχαλιός άνοιξε την πόρτα, χαμήλωσε το κεφάλι (πού το βρήκε τόσο μπόι ο αθεόφοβος!) και άραξε το πελώριο κορμί του σε δυο ξύλινες καρέκλες. Έκανα τις απαραίτητες συστάσεις, ποιος είναι, από πού μας έρχεται και γιατί μας κουβαλήθηκε μια τέτοια μέρα. Εκείνος σιωπηλός, κοίταζε τα τρύπια του άρβυλα, κοκκινίζοντας από ντροπή.

 Η συζήτηση ξεκίνησε διστακτικά αλλά όσο η ώρα περνούσε ζωήρευε. Τα παιδιά ρωτούσαν, διατύπωναν πρωτότυπα ερωτήματα και μόνα τους έβρισκαν τις πιθανές απαντήσεις. Αλήθεια, τι σημαίνει «σε πήρανε στρατιώτη»; ρώτησε η Μαρία. «Κι εσύ, δεν ήθελες να πας; Και τι δουλειά έκανες στο χωριό σου;» συμπλήρωσε ο Κώστας. Εκείνο το «καμαρωτά» τούς φάνηκε ψεύτικο και υποκριτικό, επιβεβλημένο άνωθεν. Ο Μιχαλιός δεν μίλαγε, μόνο το κεφάλι κούναγε όλη την ώρα και μουρμούραγε. Το βλέμμα του καρφωμένο έξω απ’ το παράθυρο. Η Παυλίνα απόρησε τι να σημαίνει άραγε για έναν άντρα να του κληρώνουν τον θάνατο, κι αν μπορούσε ν’ αρνηθεί ή ν’ αντισταθεί σε όλο αυτό, χωρίς να τον πουν κομμουνιστή ή άρρωστο ψυχάκια.

Σε λίγο τα αίματα άναψαν. «Αν η πατρίδα σε χρειάζεται, πρέπει να θυσιαστείς γι’ αυτήν», είπαν τ’ αγόρια με μια φωνή. Να μυηθείς πρέπει στη μαζική τελετουργία που τ’ αγόρια άντρες κάνει –επ’ ώμου!». Το ’φερε η κουβέντα, και να ’σου οι Ρώσοι κι οι Ουκρανοί, οι Σιωνιστές και οι Ναζί, οι παγκόσμιες συνωμοσίες, οι πατρίδες και τα σύνορα, τα ένδοξα παρελθόντα και οι εκκαθαρίσεις -όλα μαζί ένα κουβάρι. Παρ’ ολίγο να πιαστούν στα χέρια. Τα κορίτσια κρατούσαν σταθερά αντιπολεμική στάση -make love, not war- τόσο απλά κι ανώδυνα.

Την έκρυθμη κατάσταση γείωσε η αφελής φωνή της Αθηνάς. «Γιατί στ’ αλήθεια έμεινε έξω απ’ το φέρετρο το ποδάρι σου; Μέτρα δεν πήρανε;» Κι όλοι σκάσανε στα γέλια.

 Όταν το κουδούνι ακούστηκε, ο Μιχαλιός σηκώθηκε απάνω και με παράπονο μου κάνει: «Άσε με να πάω στο χωριό μου, δάσκαλε. Έχω να ταΐσω τις κοτούλες μου».