Ο μαγικός Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 28.01.22 ]

Πάντα οι Έλληνες τουλάχιστον, αυτοί της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα, αγαπούσαν ιδιαίτερα τους Ρώσους συγγραφείς, από εκείνη την εποχή στην εφηβεία που μαγευόμαστε από τον κόσμο των βιβλίων, και τα βιβλία ήταν οι σύντροφοι που σμίλεψαν τις ψυχές μας. Μεγαλύτερη αγάπη, ο Ντοστογιέφσκι.

Μας τραβούσαν οι συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου στο έπος των Αδελφών Καραμαζόφ, ο  πρίγκιπας Μίσκιν που ενσάρκωνε την ιδέα  της αγάπης που ταυτίζεται με την αυταπάρνηση, ο Μίσκιν που πάσχει, χαίρεται, συμπονά, ερωτεύεται, αλλά που η πραγματική ζωή τον υπερβαίνει. Θα υποκύψει κι’ αυτός, όπως και η Ναστάσια Φιλίπποβνα και ο Ραγκόζιν, στον αδυσώπητο νόμο των ανθρώπινων παθών, που συχνά οδηγεί στο θάνατο ή στην τρέλλα.

Ο Μπαχτὶν βλέπει στη ντοστογιεφσκικὴ γραφὴ τη συνεχή αντίστιξη του «εγώ» με το  «έτερο», της αρετής με τη φαυλότητα, του ψεύδους με την  αλήθεια, του ιερού με το βέβηλο. Ο Ντοστογιέφσκι δεν κατασκευάζει πρόσωπα, λέει ο Μπαχτίν, αλλὰ το λόγο του προσώπου για τον εαυτὸ του και για τον κόσμο. Πρόκειται για μια ρεαλιστική γραφή σε σχέση με τη συναισθηματική γραφή του Ντίκενς.

 Ο Ντοστογιέφσκι εμπνεύστηκε τον «Ηλίθιο» στις όχθες του Έλβα και τον τελείωσε στις όχθες της λίμνης Λεμάν. Το μυθιστόρημα αυτό επιχειρεί να αναπαραστήσει τον απόλυτα καλό άνθρωπο που ο κόσμος όμως θεωρεί «ηλίθιο». Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον ήρωά του καθώς δανείζει στον πρίγκιπα Μίσκιν τη δική του εμπειρία της επιληψίας και άλλες ιδιότητες.

Γνωστή είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι «Αν καταστρέψεις στον άνθρωπο την πίστη του στην αθανασία της ψυχής θα του αφανίσεις κάθε έννοια ηθικής αξιοπρέπειας». Γράφει επίσης: «Πώς να πραγματοποιήσεις το ιδανικό της «αδελφωμένης ανθρωπότητας», Σοσιαλισμέ, την ίδια στιγμή που κηρύττεις τον «μοναδικό και τον εγωισμό» ως ιδεώδες;»

 Ο συντηρητισμός του Ντοστογιέφσκι Στο «Ημερολόγιο του συγγραφέα», που βλέπουμε έναν Ντοστογιέφσκι αντισημίτη, φονταμενταλιστή ορθόδοξο χριστιανό, εθνικιστή,  έκανε πολλούς να τον κατηγορήσουν πως ήταν ενάντια στην ιδέα της ανθρώπινης χειραφέτησης και πως προτιμούσε αντί αυτής την ανάδυση σε μια εποχή πανσλαβικού τσαρισμού και θρησκευτικής ταπείνωσης. Ποιος όμως μπορεί να κρίνει τον άνθρωπο Ντοστογιέφσκι ο οποίος στην πορεία της ζωής του γνώρισε  εξορίες, φυλακίσεις, ανέχεια και  όμως κατεχόταν από ένα τεράστιο πάθος για την ζωή και τον άνθρωπο; Ποιος ενδιαφέρεται για το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από έναν μεγάλο μυθιστοριογράφο; Μόνο ένας συντηρητικός αδαής. Ο Κ. Παπαγιώργης μιλά για τον αγώνα του Ντοστογιέφσκι κατά των ορθολογικών θεωριών (του σοσιαλισμού και του καθολικισμού μη εξαιρουμένων), «που ουσιαστικά φυσικοποιούν τον άνθρωπο, τον εντάσσουν σε μια απαρέγκλιτη αναγκαιότητα στην οποία μόνο υποκύπτοντας μπορεί να επιβιώσει».

Η ελευθερία του πνεύματος είναι το ύψιστο αγαθό για τον μεγάλο Ρώσο. Στους «Αδελφούς Καραμαζόφ»( εκδ. Γκοβόστη)  παραθέτει τη συνομιλία ιεροεξεταστή–Χριστού: «Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ’ αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο απ’ την ελευθερία»

Στο Υπόγειο γράφει «Είμαι ένας άνθρωπος άρρωστος… Ένας κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός. Νομίζω ότι πάσχω από το συκώτι μου. Εδώ που τα λέμε, δεν σκαμπάζω γρυ σχετικά με την αρρώστια μου και σίγουρα δεν ξέρω από τι πάσχω. Δεν ακολουθώ καμιά θεραπεία …Όχι μόνο κακός αλλά και τίποτα άλλο δεν κατάφερα να γίνω: ούτε κακός ούτε καλός, ούτε κάθαρμα ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ούτε ζωύφιο. Τώρα ζω στην ακρούλα μου, εμπαίζοντας τον εαυτό μου με μια κακιωμένη και ολωσδιόλου άχρηστη παρηγοριά ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ενώ γίνεται κάτι μόνον ο βλάκας... Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το «υπόγειο»… «Στο μίσος μου για τους ανθρώπους της γης μας υπάρχει πάντοτε μια νοσταλγική αγωνία: γιατί να μην μπορώ να τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ;... Και στην αγάπη μου γι' αυτούς μέσα ήταν μια νοσταλγική θλίψη: γιατί να μην μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ;».

Στον Ντοστογιέφσκι  δεσπόζουσα είναι η επίσης η «μεταφυσική της οδύνης». Ο Ρασκόλνικοβ στο « Έγκλημα και Τιμωρία» γονατίζει μπροστά στη Σόνια και της φιλάει τα πόδια λέγοντας: «Γονάτισα όχι μπροστά σου, αλλά μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα που υποφέρει». Αυτό που τον προβληματίζει είναι η ύπαρξη του πόνου, και μάλιστα του άδικου πόνου. Ερωτήματα όπως αν η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στο φόνο, παρουσιάζονται στο πρόσωπο του Ρασκόλνικοφ. Ο ήρωας αυτός, χωρίς ξεκάθαρη πολιτική θέση ή ιδεολογία, θαυμαστής του Ναπολέοντα, σέρνει μια απελπισία στα όρια του μηδενισμού, είναι ένας «φυγάνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης στο βιβλίο του  για τον Ντοστογιέφσκι ( εκδ. Καστανιώτη). Πολλά είναι τα εξωτερικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν το έγκλημά του: η φτώχεια, ο στρυφνός και αντιπαθητικός χαρακτήρας της γριας-εκμεταλλεύτριας, η οικτρή οικονομική κατάσταση της μητέρας και της  αδελφής που αναγκάζεται να «πουληθεί» για τους δικούς της ανθρώπους. Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν προβάλλεται ιδιαίτερα. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν όχι όμως ως καθοριστικά κίνητρα του ήρωα, αλλά ως παράγοντες που δεν τον εμποδίζουν να δράσει διαφορετικά. Ο Ντοστογιέφσκι μάς τον δείχνει να οδηγείται σχεδόν υπνωτισμένος προς το φόνο. Γιατί σκότωσε ο Ρασκόλνικοφ; Ούτε κι ο ίδιος το ξέρει. Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένας άνθρωπος που υψώνει την ελευθερία της βούλησης ενάντια σε ό,τι ο ίδιος θεωρεί κατεστημένο. Μπορεί να φοβάται, αλλά νιώθει αθώος. Αυτό που τον βασανίζει δεν είναι οι τύψεις, οι ενοχές ή η λύπηση, αλλά το ότι είναι δειλός. Λέει στη Σόνια: «σκότωσα για να ληστέψω ή ήθελα και να βοηθήσω τη μητέρα μου ή ήθελα να γίνω Ναπολέοντας ή για ν’ ανακαλύψω τότε, κι όσο γινόταν πιο γρήγορα, αν είμαι μια ψείρα σαν όλους τους άλλους ή ένας άνθρωπος».

Γράφει σε ένα γράμμα στη γυναίκα του, στις 12/24 Μαΐου 1867:  «Άνια, αγαπημένη, φίλη, σύζυγε, συγχώρησέ με, μη με πεις παλιάνθρωπο! Είμαι εγκληματίας, έπαιξα κι έχασα όλα όσα μου έστειλες, όλα, ως την τελευταία δεκάρα. Χτες τα έλαβα κι αμέσως πήγα και τα έπαιξα»( Φ. Ντοστογιέφσκι, Εγώ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι -μετ. Πάνος Σταθόγιαννης- Printa 2011). Στο παραπάνω  βιβλίο γράφει ότι την Άννα Καρένινα τη βρίσκει ανιαρή, ενώ για τον Πόλεμο και Ειρήνη είναι αντιφατικός. Παραπονιέται ότι οι εκδότες πλήρωσαν τον Τολστόι πεντακόσια ρούβλια  για την Άννα Καρένινα ενώ σε αυτόν ούτε 250  ρούβλια δεν ήθελαν να δώσουν: «Οι ταλαντούχοι συγγραφείς μας Τολστόι και Γκοντσάροφ οι οποίοι με υψηλή καλλιτεχνικότητα περιέγραψαν την (οικογενειακή) ζωή των μεσαίων στρωμάτων, θεωρούσαν ότι περιέγραφαν τη ζωή της πλειονότητας. Κατά την άποψή μου, ακριβώς αυτοί ήταν που περιέγραψαν τη ζωή των εξαιρέσεων. Αντίθετα, ενώ η ζωή τους είναι η ζωή των εξαιρέσεων, η δική μου ζωή είναι ζωή του γενικού κανόνα. Σε αυτό θα πειστούν οι επόμενες γενιές, οι οποίες θα είναι πιο αμερόληπτες, και θα αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Πιστεύω σ’ αυτό».

 Στα 1882 ο κόσμος αιφνιδιάζεται: «Ο Θεός είναι νεκρός», διαλαλεί ο Νίτσε. Κι εμείς που αγαπήσαμε τον Νίτσε, δεν παύουμε να μαγευόμαστε από τον Ντοστογιέφσκι  ίσως γιατί, όπως το διατύπωσε ο Νίτσε το 1889, «Φοβάµαι ότι δεν θα απαλλαχτούµε από τον Θεό επειδή ακόµη πιστεύουµε στη γραµµατική»...