Ο μαγικός κόσμος του Ταρκόφσκι

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 04.04.20 ]

Με τους ιερούς τρελούς του, τους αγίους, τους προφήτες και τα ντοστογεφσκικά θέματα της εξιλέωσης, της αποκάλυψης και της εξορίας, της απώλειας πνευματικότητας και ελπίδας, ο κινηματογράφος του Ταρκόφσκι έχει τις ρίζες του στη ρωσική κουλτούρα του 19ου αιώνα. Εκπροσωπεί το πνεύμα της βαθειάς ρωσικής παράδοσης απορρίπτοντας τον σοβιετικό ρεαλισμό. Αντί για ένα λογικό υπόβαθρο επιλέγει ένα ποιητικό και γι αυτό συχνά οι ταινίες του κατατάσσονται στο είδος του ποιητικού κινηματογράφου. Ο ίδιος ωστόσο δεν αποδεχόταν αυτόν το χαρακτηρισμό, που απέδιδε κυρίως σε άλλους σκηνοθέτες όπως στον Φελίνι ή στον Παζολίνι. Στις ταινίες του ισορροπεί μεταξύ μη πραγματικού και πραγματικού χωρίς να είναι σε θέση να καθορίσει τα σύνορα μεταξύ τους. Ισχυρίζεται κατηγορηματικά: «Οι καλλιτέχνες χωρίζονται σε εκείνους που δημιουργούν τον δικό τους εσωτερικό κόσμο και σε αυτούς που δημιουργούν την πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα ανήκω στην πρώτη».

Με μεγάλα plans-sequence και σχεδόν φετιχιστική χρήση του υδάτινου στοιχείου, εξυπηρετεί το όραμά του, την αναζήτηση της γαλήνης. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα  του είναι τα όνειρα, η μνήμη, η παιδική ηλικία, το τρεχούμενο νερό, η φωτιά, η βροχή, οι αναμνήσεις. «Η γέννηση και ανάπτυξη τής σκέψης έχει δικούς της νόμους, και ορισμένες φορές απαιτεί μορφές έκφρασης διαφορετικές από τα πρότυπα τής λογικής σκέψης», γράφει στο Σμιλεύοντας τον Χρόνο, «Κατά τη γνώμη μου ο ποιητικός συλλογισμός είναι πιο κοντά στους νόμους με τους οποίους αναπτύσσεται η σκέψη, επομένως πιο κοντά στην ίδια τη ζωή. Όταν λέω ποίηση δεν εννοώ κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ποίηση είναι ένας ξεχωριστός τρόπος να συνειδητοποιείς τον κόσμο, να συνδέεσαι με την πραγματικότητα. Η ποίηση λοιπόν γίνεται φιλοσοφία που καθοδηγεί τον άνθρωπο όλη του τη ζωή. Ορισμένες στιγμές τής ανθρώπινης ζωής μόνο με την ποίηση μπορούν να αναπαρασταθούν πιστά». «O Ταρκόφσκι για μένα, έγραψε ο Μπέργκμαν, είναι o μεγαλύτερος από όλους μας, αυτός που επινόησε μια νέα γλώσσα, πιστή στην φύση του κινηματογράφου, καθώς συλλαμβάνει τη ζωή ως αντανάκλαση, τη ζωή ως ένα όνειρο».

Γεννημένος το 1932 στο χωριό Ζαβράγιε (Zavraje), ήταν γιος του ποιητή Αρσένυ Ταρκόφσκι. Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά, ενώ για ένα διάστημα συμμετείχε σε γεωλογική αποστολή στην ανατολική Σιβηρία. Από το 1956 φοίτησε για περίπου τέσσερα χρόνια στην κινηματογραφική σχολή VGIK (Ινστιτούτο κινηματογράφου της Σοβιετικής Ένωσης), υπό τις οδηγίες του Μιχαήλ Ρομ. Στις τελικές εξετάσεις παρουσίασε την πτυχιακή του εργασία, που αποτελεί την πρώτη του ουσιαστικά κινηματογραφική δουλειά, με τίτλο Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας, διάρκειας 46 λεπτών (1960).

Η διεθνής αναγνώριση του Ταρκόφσκι ήρθε με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962), η οποία κέρδισε τρεις "Χρυσούς Λέοντες" στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, μεταξύ των οποίων το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας. Επόμενη κινηματογραφική ταινία του Ταρκόφσκι αποτέλεσε η επική παραγωγή Αντρέι Ρουμπλιόφ (1969). Ο Ταρκόφσκι σκηνοθέτησε τις περισσότερες ταινίες του στη Ρωσία. Το 1983 πραγματοποίησε για πρώτη φορά γυρίσματα εκτός της Ρωσίας, στην Τοσκάνη της Ιταλίας, για τις ανάγκες της ταινίας Νοσταλγία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιταλία και αργότερα στη Γαλλία. Συνομίλησε με την επιστημονική φαντασία σε μοντέρνους όρους αναζήτησης, με το Σολάρις και το Στάλκερ. Η τελευταία του ταινία Η Θυσία, γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 κερδίζοντας τέσσερα βραβεία στις Κάννες. Πέθανε την ίδια χρονιά στην Γαλλία από καρκίνο.

Το έργο του Ταρκόφσκι χαρακτηρίζεται από έντονα προσωπικά και μεταφυσικά στοιχεία, με επιρροές από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Αργοί ρυθμοί, εικόνες εξαιρετικής αισθητικής και σταθερά απόμακρα και μακράς διάρκειας πλάνα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά των ταινιών του. Οι ταινίες του είναι βαθύτατα  ατμοσφαιρικές και χαρακτηρίζονται συχνά από την έλλειψη γραμμικής αφήγησης, τους ποιητικούς συνειρμούς ή την «ονειρική λογική». Συχνά απομονώνει και ενισχύει έναν βασικό ήχο πάνω από άλλους: οι ήχοι των καμπάνων, της χορωδίας, της ανθρώπινης φωνής, του γέλιου, του κλάματος και της αναπνοής, το στάξιμο του νερού, το ξέσπασμα της φωτιάς, ένα κουδούνισμα ή ένας καρδιακός παλμός, βήματα, στάσιμα ή ρέοντα νερά, μεταξύ άλλων. Χρόνος η στιγμή. Και  ο στόχος του η καταβύθιση στο συναίσθημα και στο όνειρο. Σταδιακά ανέπτυξε μία προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, που αποκαλείται συχνά και ως γλυπτική του χρόνου. Σύμφωνα με αυτή, ο Ταρκόφσκι πίστευε πως ένας από τους κύριους στόχους του κινηματογράφου ήταν η καταγραφή της αληθινής ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Θεωρούσε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του κινηματογράφου είναι ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Γι' αυτό χρησιμοποιούσε τον αργό ρυθμό και τα μεγάλα πλάνα, για να δώσει στον θεατή την αίσθηση του χρόνου που περνά και χάνεται, αλλά και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της κάθε στιγμής.

 Το κλειδί σε αυτήν την κινηματογραφική γλώσσα σχετίζεται με την αντίληψή του για την «ποιητική λογική», στην οποία η μαγεία νοείται ως μια εναλλακτική αναπαράσταση της πραγματικότητας, που είναι ένα οργανικό στοιχείο των ονείρων, των μοντέλων σκέψης και των μηχανισμών μνήμης. Αυτή η έννοια οδηγεί σε μια  προσπάθεια να αναδημιουργηθεί μια αυθεντική αίσθηση της ακεραιότητας της πραγματικότητας μέσω μιας μαγικής εμπειρίας. Παραπέμπει στο μυστήριο ή το θαύμα που διεισδύει ανεπαίσθητα στην καθημερινή ζωή, την ποίηση που διασπά τους συνηθισμένους δεσμούς μεταξύ αντικειμένων. Υπάρχουν πολλά που συμβάλλουν σε αυτή την εμφάνιση πνευματικής και ιερής ουσίας, όπως πχ η χρήση θρησκευτικής μουσικής (παραπομπές από τον Βέρντι και  τον Μπαχ), προσευχές και κείμενα (για παράδειγμα από το Βιβλίο της Αποκάλυψης το ευαγγέλιο του Λουκά στο Stalker), ή σειρά θρησκευτικών εικόνων. Ο Ταρκόφσκι έκανε επίσης αξιοσημείωτη χρήση έργων ζωγραφικής σε πολλές από τις ταινίες του: Durer στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν», μεσαιωνικές εικόνες στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ», Breughal στο “Solaris”, Leonardo da Vinci στη «Θυσία», Piero della Francesca  στη «Νοσταλγία». Υπάρχουν χώροι που έχουν νόημα που αντιστοιχούν στον φανταστικό, μαγικό ή ιερό χώρο και χρόνο. Πρόκειται για το Solaris, τη μαγική Ζώνη με το Δωμάτιο που δίνει τις ευχές στον Stalker, ή το σπίτι της Μάγισσας στη Θυσία. Η μεταφυσική, η πολυσήμαντη φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ζητήματα πίστης και θυσίας, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αποτελούν τις βασικές θεματικές που διαπότισαν τη φιλμογραφία του.

Σκοπός της Τέχνης, θεωρεί ότι «είναι να εξηγήσει γιατί ζει ο άνθρωπος, ποιο είναι το νόημα της ύπαρξης του. Να εξηγήσει στους ανθρώπους για ποιούς λόγους εμφανίστηκαν σ’ αυτόν τον πλανήτη, ή τουλάχιστον να τους θέσει το ερώτημα. «Ο άνθρωπος, έγραφε, («Σμιλεύοντας τον χρόνο») είναι απασχολημένος να κυνηγά φαντάσματα και να προσκυνά είδωλα. Στο τέλος όλα καταλήγουν σ’ ένα, και μάλιστα απλό στοιχείο, το μόνο στο οποίο μπορεί να υπολογίζει στη ζωή του: την ικανότητα να αγαπάει. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί μες στη ψυχή και να γίνει ο υπέρτατος παράγοντας που καθορίζει το νόημα της ζωής ενός ανθρώπου. Έργο μου είναι να κάνω το θεατή που βλέπει τις ταινίες μου να συνειδητοποιήσει την ανάγκη του να αγαπάει και να τον αγαπούν, να καταλάβει ότι τον καλεί η ομορφιά κοντά της».