Το θλιμμένο βλέμμα του παιδιού, το απελπισμένο βλέμμα του πατέρα. Η φωτογραφία που σταμπάρει μια ταινία και μια εποχή. Είναι «ο κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα. Είναι η αφήγηση της ζωής των ανθρώπων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, που δεν έχουν ορατότητα, των ανώνυμων, αυτών που όταν κάποια στιγμή τους χαμογελάει η τύχη, έρχεται ένας κλέφτης για να τους ξαναρημάξει τη ζωή.
Η τύχη χαμογελά στον άνεργο Αντόνιο Ρίτσι, που επιλέχθηκε από το δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι το έχει δώσει ενέχυρο. Θα πει ψέματα ότι έχει και θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο όμως, πρέπει να βρει ένα ποδήλατο. Η γυναίκα του δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και παίρνουν πίσω το ποδήλατό τους.
Πριν χαράξει η μέρα οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος Ρίτσι. Είναι η πρώτη του μέρα στη δουλειά. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτας Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από την αφίσα τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη. Ο κλέφτης χάνεται. Καταστροφή. Από τον παράδεισο στην κόλαση. Η επιβίωση της οικογένειας εξαρτάται από το ποδήλατο.
Την επόμενη μέρα ο Ρίτσι μαζί με το μικρό του γιο αρχίζουν την αναζήτηση στους δρόμους της Ρώμης, στις λαϊκές αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, στις γωνιές της εξαθλίωσης, παντού… Το μεσημέρι πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σε ένα εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι γεμάτο, η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις στιγμή. Ωστόσο, το όνειρο διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση.
Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατο. Οι φτωχοί γείτονές του σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα στο σπίτι του κλέφτη. Ένα σπίτι φτωχικό, ίδιο με εκείνο της οικογένειας του Ρίτσι. Δεν βρίσκουν το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη γειτονιά.
Απελπισμένος πια ο ήρωας αποφασίζει να κλέψει ένα από τα εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Αρπάζει ένα, όμως, καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου μικρού Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα τον λυπηθεί και θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα ξεσπάσει σε ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα χαθεί μέσα στο πλήθος για να γίνει και πάλι ένας από τους «αόρατους» του κόσμου της δυστυχίας…
Βιτόριο Ντε Σίκα
O Βιτόριο Ντε Σίκα γεννήθηκε στη Σόρα του ανατολικού Λάτσιο, από ναπολιτάνους γονείς. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και το 1923 μπήκε στο θίασο της Τατιάνα Πάβλοβα ως ηθοποιός. Στη συνέχεια ίδρυσε δικό του θίασο και συνεργάστηκε με τον Λουκίνο Βισκόντι,
Η γνωριμία του με τον Τσέζαρε Τσαβατίνι, τον βοήθησε στη δημιουργία σημαντικών ταινιών του Ιταλικού Νεορεαλισμού, όπως τα περίφημα, Sciuscià (1946), Κλέφτης Ποδηλάτων (1948), Umberto D. (1952).
Το πάθος του για τον τζόγο και η ανάγκη του για χρήματα τον έκανε να είναι λιγότερο επιλεκτικός απ’ ό,τι θα έπρεπε.
Βραβεύτηκε με 4 Βραβεία Όσκαρ: δύο τιμητικά για το Sciuscià και τον Κλέφτη Ποδηλάτων και 2 Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για την ταινία Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι (1970) και το Χθες, σήμερα, αύριο (1963). Χρυσό Φοίνικα πήρε για το Θαύμα στο Μιλάνο (1951). Άλλες σημαντικές ταινίες που δημιούργησε είναι η Ατιμασμένη (1960) και το Il tetto (1956). Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για το ρόλο του ως Major Rinaldi στην προσαρμογή του A Farewell to Arms (1957) του Έρνεστ Χέμινγουεϊ από τους Τσαρλς Βίντορ και Τζον Χιούστον.
Υπήρξε υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.
Στις 13 Νοεμβρίου 1974, σε ηλικία 73 ετών, ο Βιτόριο Ντε Σίκα πεθαίνει μετά από χειρουργική επέμβαση λόγω καρκίνου του πνεύμονα στο νοσοκομείο Neuilly-sur-Seine στο Παρίσι.