«Είναι καλύτερα να σβήσεις παρά να ξεθωριάσεις». Με αυτό το στίχο του Neil Young, ο Kurt Cobain έκλεισε το σημείωμα της αυτοκτονίας του. Ήταν μόλις είκοσι επτά χρόνων. Είχε καταξιωθεί ως μουσικός, είχε φανατικούς οπαδούς, είχε αποκτήσει οικογένεια και ό,τι άλλο ήθελε, αλλά έβλεπε τη ζωή του γεμάτη ανία, φυσικό και ψυχολογικό πόνο, καθώς και ανηδονία. Προπάντων ανηδονία.
Μιλάμε για τον τραγουδιστή και κιθαρίστα του συγκροτήματος «Nirvana», τον Kurt Donald Cobain, έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της grunge μουσικής, που η φημολογία τον ήθελε δολοφονημένο ή ακόμα και ζωντανό, κάπου στο Περού! Μέχρι που αναγκάστηκαν οι Nirvana να τη διαψεύσουν. Και όμως οι φήμες και ο μύθος έχουν αιτιολογία, καθώς αποφέρουν κέρδη.
«Πώς θα με περιέγραφα; Απειλούμαι με γελιοποίηση - Είμαι υπερβολικά συνειδητοποιημένος για την ειλικρίνεια της φωνής μου - Μου αρέσει να κάνω σεξ με ανθρώπους - Αγαπώ τους γονείς μου κι όμως διαφωνώ σχεδόν με όλα όσα αυτοί αντιπροσωπεύουν - Καταλαβαίνω και εκτιμώ την αξία της θρησκείας για τους άλλους - Τα συναισθήματά μου επηρεάζονται από τη μουσική - Το πανκ ροκ σημαίνει ελευθερία - Χρησιμοποιώ κομμάτια και τμήματα από άλλες προσωπικότητες για να δημιουργήσω τη δική μου.» Λόγια του Κομπέιν, που γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου το 1967, στο Αμπερντίν της Ουάσινγκτον.
Όταν ήταν 8 ετών, οι γονείς του χώρισαν, ένα γεγονός που ο ίδιος υποστήριζε ότι επηρέασε βαθύτατα τη ζωή του. Σε μια συνέντευξη το 1993, ο Κομπέιν είπε «Θυμάμαι να νιώθω ντροπή για κάποιο λόγο. Ντρεπόμουν για τους γονείς μου. Δεν μπορούσα πια να αντικρίσω κάποιους φίλους μου από το σχολείο, γιατί ήθελα να έχω την κλασική, ξέρετε, συνηθισμένη οικογένεια. Ήθελα αυτή την ασφάλεια.»
Αφού έφυγε από το σπίτι του πατέρα του, αναγκάστηκε να φύγει και από το σπίτι της μητέρας του. Έμενε συχνά σε σπίτια φίλων και περιστασιακά τρύπωνε στην αποθήκη της μητέρας του. Αργότερα υποστήριξε πως όταν δεν μπορούσε να βρει κάπου αλλού να μείνει, ζούσε κάτω από μια γέφυρα του ποταμού Wishkah, μια εμπειρία που ενέπνευσε το τραγούδι "Something in the Way" από το άλμπουμ Nevermind.
Nirvana
Για τα 14α γενέθλιά του ο θείος του τον έβαλε να διαλέξει ανάμεσα σε μια κιθάρα και σε ένα ποδήλατο για δώρο. Ο Κομπέιν διάλεξε την κιθάρα. Άρχισε να μαθαίνει μερικά κομμάτια, συμπεριλαμβανομένων και των "Back in Black" των AC/DC και το "My Best Friend's Girl" των The Cars και σύντομα άρχισε να δουλεύει πάνω σε δικά του τραγούδια.
Όταν σύχναζε στο χώρο εξάσκησης των Melvins, γνώρισε τον Krist Novoselic. Με τον ντράμερ Ντέιβ Γκρολ οι Nirvana βρήκαν τη μεγαλύτερη επιτυχία του με το πρώτο τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε από μεγάλη εταιρία, το Nevermind.
Ο Κομπέιν ήταν αγανακτισμένος με τα άτομα που υποστήριζαν πως ήταν φανς του συγκροτήματος, αλλά τους διέφευγε εντελώς η ιδεολογία της μπάντας.
Το 1992, σε προσωπικό σημείωμα που συμπεριλήφθηκε στο βιβλιαράκι του δίσκου “Incesticide”, έγραφε: «Πέρυσι, ένα κορίτσι βιάστηκε από δύο απόβλητα, δύο σπατάλες σπέρματος και ωαρίων, ενώ τραγουδούσαν το τραγούδι μας “Polly». Δυσκολεύομαι να συνεχίσω να ζω, γνωρίζοντας ότι ανάμεσα στους θαυμαστές μας, υπάρχει “πλανγκτόν” σαν αυτούς». Στο ίδιο σημείωμα ζητούσε από ανθρώπους που μισούν τους ομοφυλόφιλους, τις γυναίκες και τους ανθρώπους άλλων φυλών, να μην ξανάρθουν σε συναυλίες του συγκροτήματος και να μην αγοράζουν τους δίσκους τους. Τελείωσε το σημείωμα γράφοντας: «Συγγνώμη που γίνομαι τόσο «πολιτικά ορθός», αλλά έτσι αισθάνομαι».
Η πρώτη εμπειρία του Κομπέιν με την ηρωίνη ήταν το 1986, όταν του χορηγήθηκε από τον τοπικό έμπορο ναρκωτικών στην Τακόμα, της Ουάσινγκτον. O Κομπέιν έπαιρνε ηρωίνη σποραδικά για κάποια χρόνια, αλλά το 1990 είχε γίνει πλέον εξάρτηση. Ο Κομπέιν υποστήριξε πως ήταν «αποφασισμένος να αποκτήσει μια συνήθεια» ως ένα τρόπο να ανακουφίσει τον εαυτό του από την κατάσταση του στομαχιού του.
Η μουσική βιομηχανία και η κατασκευή μύθων
Το 1987, σε ένα μυθιστόρημά του με τίτλο «Little Heroes», που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε ως «Η μηχανή του ροκ εν ρολ» από τις εκδόσεις Απόπειρα, ο διορατικός Αμερικανός συγγραφέας Νόρμαν Σπίνραντ περιγράφει μια μουσική βιομηχανία πλήρως αυτοματοποιημένη.
Το κέρδος της βασίζεται σε συγκροτήματα που όλα τους κάνουν σύντομες επιτυχίες χάρη στη νέα τεχνολογία, μέσα από ένα αποστειρωμένο δίκτυο τηλεοπτικών καναλιών και αλυσίδων κλαμπ απόλυτα ελέγξιμο από μια πολυεθνική εταιρεία. Ενώ οι δημιουργοί της πραγματικής μουσικής που «έχει ακόμα ψυχή» είναι αποκλεισμένοι από τα μέσα επικοινωνίας και περιθωριοποιημένοι.
Οι μύθοι των Τζάκσον, Έλβις, Τζίμι Χέντριξ, Μπομπ Μάρλεϊ, είναι κατασκευασμένοι και τροφοδοτούνται από τη μουσική πολυθενική βιομηχανία. Ακολουθούν συλλογές, διασκευές τραγουδιών από άλλους, ρεμίξ των πιο γνωστών επιτυχιών, κακοηχογραφημένες συναυλίες που θεωρούνται ντοκουμέντα, ενθυμήματα, όλα πωλούνται και αποφέρουν κέρδη, ανάλογα με την προστιθέμενη αξία που δημιουργεί ο μύθος. Το σημαντικό είναι ο σταρ να είναι νεκρός ώστε να έχει νόημα η χειρονομία και ταυτόχρονα να μην μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις για τη βεβήλωση της μνήμης του. Σ’ αυτούς τους μύθους υπάγεται και ο Κομπέιν.
Νεκροί αξίζουν περισσότερο
Από τους καλλιτέχνες της μουσικής σκηνής, που ο θάνατός τους δημιούργησε πολύ χρήμα για τις δισκογραφικές εταιρείες, ήταν οι ράπερ Τουπάκ Σακούρ και Notorious Β.Ι.G.
Με έδρα το Λος Αντζελες και γιος μιας πολιτικοποιημένης οικογένειας που ανήκε στους Μαύρους Πάνθηρες ο Τουπάκ, και γέννημα-θρέμμα του Μπρονξ, πρώην βαποράκι ο Notorious Β.Ι.G., σκοτώθηκαν και οι δύο στο απόγειο της καριέρας τους από άγνωστους εκτελεστές.
Σύμφωνα με ένα παλιό δημοσίευμα του «Guardian», το όνομα του νεκρού Τουπάκ Σακούρ είχε κέρδη στα 4,5 εκατομμύρια δολάρια, βάζοντάς τον στη λίστα των νεκρών αστέρων που το όνομά τους ακόμη πουλάει, από τον Ελβις μέχρι τον Τζίμι Χέντριξ και τον Μπομπ Μάρλεϊ.
Οπότε το συμπέρασμα του βιβλίου της δημοσιογράφου των «L.Α. Times», Κάθι Σκοτ, με τίτλο «The Murder of Biggie Smalls» που κυκλοφόρησε το 2000, δεν φαίνεται τόσο παράδοξο. Γιατί η Σκοτ είχε υποστηρίξει, σε πείσμα όλων των θεωριών περί αντίπαλων συμμοριών και πολέμου ανάμεσα στους ράπερ, ότι οι ίδιες οι δισκογραφικές τους εταιρείες είχαν υπογράψει τα συμβόλαια θανάτου, αφού οι συγκεκριμένοι ράπερ άξιζαν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί. Και για τον Κομπέιν κάποιοι υποστήριξαν ότι δολοφονήθηκε.
Η μανία με τον Κομπέιν
Στις 8 Απριλίου 1994 ένας ηλεκτρολόγος, που είχε πάει να εγκαταστήσει ένα σύστημα ασφαλείας σε ένα σπίτι στην λίμνη Ουάσιγκτον, ανακάλυψε το πτώμα ενός άνδρα. Ο νεκρός είχε αυτοπυροβοληθεί με καραμπίνα. Από εκεί ξεκίνησε να δημιουργείται ο μύθος του Κερτ Κομπέιν, του ρομαντικού δημιουργού που κάτω από συμπτώσεις μεταμορφώθηκε σε ροκ σταρ, αλλά δεν άντεξε το βάρος της ίδιας του της φήμης.
Άλλωστε, ο Κομπέιν ήταν ο ιδανικός μουσικός για να εκπληρώσει το κλισέ περί «Τζέιμς Ντιν της σύγχρονης ροκ εν ρολ σκηνής».
Ήταν ο ευαίσθητος μουσικός που έφτιαξε ένα συγκρότημα σαν τους Nirvana για να παίξει τη μουσική που ήθελε. Χάρη σε ένα τραγούδι -το «Smells Like Teen Spirit»- και με τη βοήθεια του νεοσύστατου μουσικού καναλιού MTV, έγινε σε μια νύχτα ροκ σταρ και ηγέτης ενός κινήματος του grunge, που έδωσε νέα πνοή στο ανεξάρτητο ροκ εν ρολ.
Και ύστερα έδωσε μόνος του τέλος στη ζωή του αρνούμενος να υποκύψει στις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας.
Σε αντίθεση με τους άλλους διάσημους νεκρούς, δεν άφησε πίσω ούτε ακυκλοφόρητα τραγούδια, ούτε μισοτελειωμένους δίσκους.
Οπότε η εταιρεία αρκέστηκε να κυκλοφορεί ζωντανά ηχογραφημένους δίσκους και να επανακυκλοφορεί τους παλιούς όπως το «In Utero», τον πιο προσωπικό δίσκο του Κομπέιν.
Μόνο το 2006 το όνομά του ακούστηκε δίπλα στου Έλβις, όταν βρέθηκε στην κορυφή του καταλόγου των νεκρών σταρ με πολλά κέρδη, καθώς αποκαθήλωσε τον βασιλιά, μετά την πώληση των δικαιωμάτων όλων των τραγουδιών των Nirvana, από τη χήρα του Κέρτνεϊ Λαβ.
Όμως ο μύθος του λειτούργησε αλλιώς, καθώς εδώ και είκοσι χρόνια δεν πωλούνται οι δίσκοι αλλά όλα τα υπόλοιπα. Το ημερολόγιό του μαζί με προσωπικά σημειώματα, οι κάρτες που έστελνε και πάνω από όλα οι εκατοντάδες φωτογραφίες, από τις περιοδείες, όπου όλες έχουν τη λεζάντα «ο Κομπέιν σε ευτυχισμένες στιγμές».
Για τη μουσική βιομηχανία, συνεπώς, «οι νεκροί τραγουδούν καλύτερα»!