Ο Θανάσης, ο Ντάνιελ: Όλες οι μέρες γίναν Κυριακές
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 12.02.23 ]Συννεφιασμένες και μουντές σαν στο τραγούδι του Τσιτσάνη. Αδιάφορες όπως κι οι άλλες μέρες. Κατάλληλες για να χαθεί ο κόσμος μες στην παθητική αδιαφορία τους, καθώς συνωστιζόμαστε και προσκυνούμε στους ναούς του χρήματος και προσευχόμαστε με θέρμη να μην είμαστε εμείς εκείνοι που θα κληρωθούν για ανθρωποθυσία στους βωμούς τους.
Μια Κυριακή (μπορεί και Δευτέρα να ‘ταν, δεν θυμάμαι) το σωματείο ΕΞΑΥΔΑ πρόβαλε την ταινία του Κεν Λόουτς «I Daniel Blake». Κάνουν ένα αφιέρωμα στο περιθώριο. (Μία ταινία έμεινε ακόμα). Πριν από λίγο διάβασα στο Arti για τον νέο των 29 ετών, στο Κερατσίνι, και μου ‘ρθε φλασιά στο μυαλό η ταινία.
Ο Daniel, της ταινίας, 60άρης. Ο Θανάσης, της ζωής, ούτε καν 30. Σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και οι δύο και στην ταινία και στη ζωή. Ο Daniel, της ταινίας, στα γρανάζια του συστήματος συνθλίβεται προσπαθώντας να αποδείξει την ανικανότητά του προς εργασία για λόγους υγείας. Ο Θανάσης, της ζωής, συνέχισε να εργάζεται. Ο Daniel, της ταινίας, καλείται να απαντήσει σε ερωτήσεις του τύπου αν μπορεί να κινεί τα χέρια του σαν να φορά καπέλο ή τα δάχτυλά του σαν να πληκτρολογεί κι αφού μπορεί, του απορρίπτουνε την αίτηση. Ο Θανάσης, της ζωής, συνέχισε να εργάζεται. Ο Daniel, της ταινίας, με τα χίλια ζόρια και δίχως βοήθεια καταφέρνει να κάνει την ηλεκτρονική ρημαδοαίτηση που απαιτείται ώστε να λάβει επίδομα ανεργίας, για την είσπραξη του οποίου απαιτείται επίσης να παρακολουθήσει σεμινάρια σύνταξης βιογραφικού σημειώματος(!) και επιπλέον να μπορεί να αποδείξει ότι ψάχνει για δουλειά επί 35 ώρες τουλάχιστον την εβδομάδα. Ο Θανάσης, της ζωής, συνέχισε να εργάζεται. Ο Daniel, της ταινίας, πεθαίνει στις τουαλέτες του δικαστηρίου λίγο πριν την εκδίκαση της έφεσής του κατά της απορριπτικής απόφασης που αφορούσε την αίτησή του για αναγνώριση της ανικανότητας για εργασία και ενώ οι δικηγόροι τον διαβεβαιώνουν ότι είναι σίγουροι για την ευδοκίμησή της, η οποία για τον ήρωα ισοδυναμεί με αναγνώριση του δικαιώματός του στον αυτοσεβασμό. Ο Daniel, της ταινίας, πέθανε στις τουαλέτες υπερασπιζόμενος μέχρι τέλους τον αυτοσεβασμό του. Ο Θανάσης, της ζωής, πέθανε εργαζόμενος. (πόσο πιο τραγική μπορεί να είναι η Ζωή όταν δεν έχεις καν ψευδαισθήσεις για να σου προδώσει). Στο Κερατσίνι. Στην ίδια περιοχή η φίλη μου κανόνιζε οι ακτινοβολίες στις οποίες υποβαλλόταν να μην επηρεάζουν το ωράριό της. Ούτε να τη μαλώσω δεν είχα κουράγιο. Κι άλλη μια, σαν σήμερα, πήγε να τερματίσει μόνη τη ζωή της. Την πρόλαβαν. Την εμπόδισαν. Της είπανε πως είχε υποχρεώσεις και την πείσανε. Ούτε κι αυτή να τη μαλώσω μπόρεσα, κι ούτε που τόλμησα να της πω πως τάχα η ζωή είναι ωραία. Δεν ήμουν ικανή για τέτοιο ψέμα.
Ο Daniel και ο Θανάσης δεν έχασαν τη ζωή τους. Τους την κλέψανε. (Όσοι έχουν για πατρίδα ένα όνειρο, ένα σπίτι, έναν έρωτα ή ένα παιδικό χαμόγελο, πέφτουνε πάντα θύματα κλοπής, κι όσα δεν παίρνουν οι σεισμοί, έρχονται τα κοράκια). Τους την κλέψανε τη ζωή εκείνοι που έκαναν την εργασία μόχθο και όλες τις μέρες ίδιες, συννεφιασμένες και μουντές κι αδιάφορες και μελαγχολικές σαν Κυριακές ατέλειωτες, κατάλληλες -στο περιθώριο- για να χαθεί ο κόσμος.
Τέλειωσε και το τσίπουρο, γαμώτο. Πώς ουρλιάζουν τώρα; Τώρα πώς εξαύδα;
Σπέρνεις εσύ
άλλος θερίζει
άβουλο, ανυπεράσπιστο
το στάχυ
μπρος στο δρεπάνι
Ξέρει η ζωή.