Ο θάνατος του συγγραφέα
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 21.09.18 ]Να λοιπόν που ήρθε η ώρα να σου πω κι εγώ δυο λόγια. Πάρ’ το ως αντίδωρο ταπεινό για όσα έκανες για μένα μια ολόκληρη ζωή. Δεν ξέρω γιατί σε λέω φίλε. Πατέρα ή δημιουργό, ίσως θα ’ταν καλύτερα. Σου μιλάω στον ενικό, γιατί χρόνια σχεδίαζα αυτά που ήθελα να σου πω. Έτσι είναι σαν να σε ξέρω από παλιά. Μα, τι παράξενο! Κανείς δεν θυμάται πια το όνομά σου. «Ο πατέρας του Βασίλη» λένε.
Ο νους τέτοιες ώρες τρέχει στα παλιά.
Βαρύς χειμώνας. Έριχνες τη μια ρακή μετά την άλλη στο κρασοπότηρο και την κατέβαζες μονορούφι. Τα χέρια σου έτρεμαν από το κρύο και κάθε τρεις και λίγο παράταγες το μολύβι και τα έτριβες γερά, μέχρι να πάρουνε φωτιά. Έπειτα το έβαζες μέσα στην ξύστρα και το γύρναγες αργά πέντε φορές - όχι περισσότερες – σαν χειρουργικό εργαλείο που χρειάζεται απολύμανση ή το ’ξυνες προσεκτικά, να ’ναι κοφτερό σαν το ξυράφι του κουρέα. Κι όταν το μολύβι σωνόταν κι άλλο δεν είχες, έγραφες με δάκρυα.
Βασίλη. Έτσι με βάφτισες. «Εσύ θα είσαι ο Βασίλης, γιατί ανήκεις στον βασιλιά της τέχνης. Εν αρχή ην ο λόγος», είπες, και μου χάρισες αυτό το όνομα. Ο Θεός, σκέφτηκα, παίρνει και δίνει ζωή. Μόνο αυτός. Εκείνος ο χειμώνας άργησε να φύγει.
Και δίχως κανείς μας να το καταλάβει, ήρθε ο επόμενος κι ο μεθεπόμενος. Άλλωστε, στο χωριό που έμενες, «Ελευθερία» το έλεγαν αν δεν κάνω λάθος –κοντά στα σύνορα Φαντασίας και Λόγου– κρύο και βροχή, φυλακισμένος στο λευκό σπιτάκι σου που ορθάνοιχτο έμενε δίχως κλειδιά στην πόρτα, για να μπαίνουν πού και πού απρόσκλητοι επισκέπτες και μοναχικοί ιχνηλάτες. Μόνος, με την καραμπίνα παρά πόδα, γιατί οι αρκούδες δεν αστειεύονται σ’ αυτά τα μέρη. Δύσκολα χρόνια. Βλαστημούσες και με τσαλάκωνες συνέχεια. «Είσαι ατίθασο παιδί», έλεγες. «Αλλά πού θα μου πας; Θα στρώσεις. Τώρα που σε τσάκωσα, δεν σ’ αφήνω». Ήμουν στ’ αλήθεια, λιγάκι δυσάγωγος για τα δικά σου μέτρα. Το παραδέχομαι. Είχες απαιτήσεις. Πρόβαλλα δικαιώματα. Με πίεζες. Αντιστεκόμουνα. Είχες μάθεις βέβαια διαφορετικά. Όλοι μέχρι τότε ήταν του χεριού σου. Εσύ όριζες τις φωνές, τις σκέψεις, τα θέλω τους. Έπιανες το μολύβι, το σάλιωνες λίγο στην άκρη, και τα πρόσωπα γινόντουσαν σκιές που τις κινούσες ανάλογα με τα κέφια σου. Κάποιοι άρχισαν να μιλούν σαν εσένα. Και συ κολακευόσουν. «Είμαι Θεός», έλεγες και ξανάλεγες «και μπορώ να φτιάχνω τον κόσμο όπως εγώ θέλω».
Με μένα ήταν αλλιώς. Άρχισες να μου δίνεις ελευθερίες. Κάποιες φορές ξεμύτιζα από το σπίτι, να αναπνεύσω βουνίσιο αέρα, να παίξω με το χιόνι, να ουρλιάξω με τη δική μου φωνή, να τραγουδήσω τραγούδια που εσύ μου έμαθες. Όμορφα, ξεχασμένα τραγούδια, που οι άλλοι δεν τα ξέρανε. Να χορέψω χορούς αρχαίους με παράξενα ονόματα. Μια μέρα που άργησα να γυρίσω σπίτι, αλαφιασμένος έτρεξες μες στην παγωνιά και με αναζητούσες και είδες τις πατημασιές στο χιόνι και κατάλαβες. Και με βρήκες κουρνιασμένο να κρύβομαι πίσω από μια πελώρια τελεία, φοβισμένο κοτσύφι που χάθηκε στο λευκό χαρτί. Με σκέπασες με τα εισαγωγικά σου να ζεσταθώ και από τότε ρίχνω πετραδάκια σημαδάκια και έτσι βρίσκω πάντα τον δρόμο της επιστροφής. Τα ξημερώματα έστηνες καρτέρι με το μολύβι σου, να πιάσεις στην ξόβεργα την ομορφιά, αλλά αυτή σου ξέφευγε, και το άλλο πρωί πάλι τα ίδια.
Ήξερες καλά τις παγίδες που στήνουν οι λαθροκυνηγοί στο δάσος και μου έδειξες τον τρόπο να τις αποφεύγω. «Είσαι παιδί-πουλί» μου έλεγες με την πνοή σου, «ένα μεταναστευτικό πουλί» και μ’ έμαθες να κάνω μικρές μικρές πτήσεις πάνω από το λευκό χαρτί. Στην αρχή φοβόμουν, δεν ήξερα τι θα πει ζωή έξω από τις παράλληλες γραμμές που ζούσα κι ένιωθα ασφαλής. Σιγά σιγά το συνήθισα και, αγαπημένε μου φίλε, μου άρεσε να με καμαρώνεις, όταν έφευγα από το σπίτι-χαρτί σου και μ’ έβλεπες να ίπταμαι σαν σύννεφο στην καρδιά των ανθρώπων που με λαχτάρα μ’ έπιαναν στα χέρια τους.
Αρρώσταινα και συ στο προσκεφάλι μου, να με γιατροπορέψεις με τα βότανα της τέχνης σου, να μου περάσει ο πυρετός κι ο βήχας. Άγριος καιρός και μια φορά στο γύρισε σε πνευμονία. Άκουγα γατάκια να νιαουρίζουν μες στο στήθος σου, έσκυψα πάνω σου και μου φανήκαν ύαινες που ξέσκιζαν τα σωθικά σου. Τότε με έκανες άγριο κυνηγό κ’ εγώ μία μία τις σκότωσα με το όπλο σου, νεκρές να κείτονται οι σιχαμένες.
Μια μέρα που δούλευες σκληρά με τις λέξεις κι αυτές οι πρόστυχες σού χαμογέλαγαν που γλιστρούσαν απ’ το χέρι σου και ξέφευγαν και δεν μπορούσες να τις πιάσεις - βδομάδες, χρόνια ολάκερα άγριου κυνηγητού – είδα το είδωλό μου στον ίδρο του προσώπου σου και νόμιζα πως έβλεπα εσένα. Τι παράξενο πράγμα, σκέφτηκα. Μου μοιάζεις, είπα. Και γέλασες μ’ ένα γέλιο λυτρωτικό, τέτοιο που δεν είχα ματακούσει. Από τότε ξαφνικά έπαψες να μιλάς – ή καλύτερα – μιλούσες ελάχιστα, όποτε χρειαζόταν για να διορθώνεις τις αβλεψίες μου. «Τώρα θα μιλάς εσύ» μου είπες, «γέρασα πια, κι άλλωστε τι άλλο μπορώ να πω πια εγώ. Εσύ τα λες πιο όμορφα… Εμένα δουλειά μου είναι τα μεταλλεύματα». Για μια και μόνο λέξη ξόδευες τόνους μετάλλευμα μέχρι να βρεις μια μαργαρίτα.
Ο καιρός πέρασε κι εγώ δεν ξέρω πόσο χρονών είμαι. Τι αλλόκοτο, οι περισσότεροι με θυμούνται ακόμα με το μικρό μου όνομα, σε όποια τσέπη κι αν χωθώ, σε όποιο κρεβάτι κι αν τρυπώσω. Με έχουν, λένε, ανάγκη και με καλούν συχνά να τους επισκεφθώ, και τις νύχτες στον ύπνο τους ανάβουνε κεριά-σημάδια, να μην χάσω τον δρόμο. Εμένα βέβαια δεν μ’ έκανες ούτε γιατρό ούτε μάγο ούτε ιερέα, τους λέω. Ένας ηθοποιός, μπορείτε να πείτε, που υποδύεται ρόλους· άνεμος δίχως όγκο και σχήμα. Κι αυτοί επιμένουν. Αλλά τα παρατσούκλια που μου βγάζουν είναι πράγματι δείγμα υψηλής φαντασίας. Με φωνάζουν «Το πείσμα», «Η άρνηση», «Η δύναμη», «Η συντριβή», «Η μνήμη», «Η μεταμέλεια», «Η ήττα», «Η επανάσταση», «Η κραυγή», «Η πατρίδα» και όλους τους χαιρετώ εγκάρδια όταν με καλωσορίζουν, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Βέβαια, δεν έχουν την ίδια γνώμη για τον χαρακτήρα μου. Καλύτερα! Με φωνάζουν «αίνιγμα» και «πρόβλημα άλυτο». Με κυνηγούν κι εγώ το σκάω. Μόλις με φτάσουν, γίνομαι αερικό και πάλι χάνομαι. Μερικοί λένε πως με γνωρίζουν καλά γιατί τους θυμίζω τον ‘πατέρα’ μου, άλλοι λένε «μα, τίνος πήρε αυτό το παιδί; καθόλου δεν φέρνει στον πατέρα του. Εκείνος ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, κλειστός, παραιτημένος, άξεστος. Ένας εξόριστος από τον πολιτισμό και τους ανθρώπους, παρέα με το μηδέν, καταραμένος. Κουβέντα δεν του ’παιρνες. Άσε κι εκείνο το τσιγάρο, δεν το ’βγαζε ποτέ από το στόμα του. Τις νύχτες βάδιζε ολομόναχος μες στα νεκροταφεία, άφοβος κι αγέρωχος. Πώς μπόρεσε να πλάσει κάτι τόσο όμορφο κι αληθινό!» Εγώ όμως ξέρω τι μ’ έκανες, ένα απείθαρχο βαγόνι που εκτροχιάστηκε από τον συρμό και από τότε ταξιδεύει μοναχό του δίχως ράγες και με σπασμένα φρένα, δίχως μηχανοδηγό, σ’ άγνωστη χώρα.
Αυτό σου το χρωστάω, φίλε μου αγαπημένε. Εσύ μου το ’μαθες. Μισούσες τα τρένα με τα πολλά βαγόνια που στοιχίζονται πειθαρχημένα πίσω από τη μηχανή, καταδικασμένα να πηγαίνουν αενάως σε προορισμούς οικείους και τροχιές καθορισμένες. Μου ’δειξες πώς να δραπετεύω και να περιπλανιέμαι με μυστικότητα στα πιο απίθανα μέρη: σε εγκαταλειμμένα λούνα παρκ στη μέση του πουθενά, σε ερειπωμένα ξενοδοχεία παράνομων εραστών, στα δάχτυλα των ναυτικών που στρίβουν το τσιγάρο, σε αποστειρωμένα δωμάτια κλινικών, με μιαν εξαίσια – ερωτική θα τολμούσα να πω – παρανομία προς όλα, σαν αυτή του λαθρεπιβάτη, του πρόσφυγα, του επαναστάτη, του ληστή. Και μου ’μαθες να έχω άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου για ν’ αποφεύγω τη σύλληψη και τη βίαιη προσαγωγή στο κρεβάτι του Προκρούστη ή του χειρουργείου, εκεί που οι ειδικοί σε σέρνουν με το ζόρι και σου ανοίγουνε τα σωθικά, για ν’ ανακαλύψουν –λένε– πώς τάχα ζεις χωρίς καρδιά ή να χειρουργήσουν τον όγκο σου. Και στο τέλος σε θανατώνουν χωρίς καν να το αντιληφθούν. «Η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απεβίωσε». Αυτά τα τετριμμένα μονάχα λένε στους οικείους σου και σε παραδίδουν στον ιατροδικαστή τυπικά να πιστοποιήσει την οριστική θανή σου.
Κι ήρθανε νύχτες βροχερές και αξημέρωτες. Κι ήρθανε μέρες που ξεχνούσες τ’ όνομά σου και ανέπνεες με την ανάσα μου. Γιατί δεν ζούσες πια, αλλά σε ζούσα και σε καθοδηγούσα. Κι ήρθανε μικρόψυχοι καιροί. Κι οι άνθρωποι σε λησμόνησαν, σε ξέγραψαν απ’ τα κατάστιχά τους. Σαν να μην έζησες ποτέ. Ούτε μια αράδα δεν γράφανε πια για σένα. Έτσι, τιμήν ένεκεν για έναν δημιουργό που σμίλεψε ανθρώπινους χαρακτήρες, που ύμνησε τον έρωτα, που δόξασε τον Θεό, κι ας μην του απονεμήθηκε ποτέ κάποιο παράσημο ή τίτλος ευγενείας. Στο μέλλον θα λένε: «ήταν ένας επιδέξιος βομβιστής που με εκρηκτικά υπονόμευε τα ύπουλα βολέματα των ανθρώπων. Ένας πολεμιστής με μυδράλιο τις εικόνες και τις λέξεις». Γι’ αυτό και οι βολεμένοι σε μίσησαν. «Χτίζουν το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας κι εμείς χαμπάρι δεν παίρνουμε». Αυτό έλεγες και ξανάλεγες. Αλλά ποιος να σ’ ακούσει. Κρατούσες τη φλόγα και δεν καιγόσουν· γινόσουν παρανάλωμα για τους άλλους.
Πάντα χρωστούσες, σε όλο τον κόσμο χρωστούσες. Και πλήρωνες και τόκους υπερημερίας μέχρι το τέλος. Έφυγες βουτηγμένος σε υπέρογκα χρέη. Το σπίτι σου τώρα είναι ακατοίκητο. Μόνο τα αποτσίγαρα και τα τετράδια υπενθυμίζουν την παρουσία σου.
Κι εγώ, τι ελάχιστο μπορώ να κάνω τώρα εγώ για σένα; Ένα πράγμα σου υπόσχομαι, θα επισκέπτομαι κάθε Άνοιξη τον κήπο σου, να φυτεύω σπόρους τις λέξεις σου. Είναι από καλή σοδειά.
Αιωνία σου η λήθη, καλέ μου συγγραφέα!
Αιωνία σου η λήθη!