Ο δικός μου νεκρόδειπνος

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 04.01.20 ]

Μου μηνύσανε πως ετοιμάζουνε για χάρη μου ένα αφιέρωμα και θέλουνε, λέει, επειγόντως, ένα κείμενο σαν αυτά που ’γραφα παλιά ξύνοντας βαθιά σαν το μολύβι τη μνήμη, για τον Καλαμά που τον κάνανε Αχέροντα και για τους δικούς μας και για τους δικούς τους που όλα γίνανε ξαφνικά ένα κουβάρι άλυτο σαν εκείνα που πλέκανε τα βράδια η μάνα κι οι αδερφάδες μου.

Πρώτα πρώτα για τους ξενιτεμένους να πω. Για τον Μήτσο τον Ντούλια που τα παλιά τα χρόνια μισόγερτος στην κρεβάτα του μίλαγε για κόσμους μακρινούς πίσω από τον ήλιο, για την ισιότητα και τη δικαιοσύνη, και τον χειμώνα λέγανε πως ναρκωνόταν σα ρώσικη αρκούδα, κι όλο έλεγε για τον Ίκαρο και τα κατορθώματά του και όλα τούτα δεν είναι παραμύθια, χάνονται κάποια στιγμή οι πρωτοπόροι για να ’ρθουν ύστερα οι άλλοι και να βρουν τον δρόμο ανοιχτό, κι όλο διάβαζε και Μαρξ και Λένιν και τη «Διαρκή Επανάσταση», άλλο που δεν φτούρησε όλο αυτό, και όταν υπόγραψε Δήλωση ακόμα κι η Μόσχα, ένας φίλος του, ο Περικλής με το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο, αγύριστο κεφάλι κι αυτός, τι κι αν υπόγραψε η Μόσχα; είπε· ο Περικλής μια φορά δεν υπογράφει. Και για τον Γιάννη που ’φυγε μια μέρα μετανάστης για τη Γερμανία –Ντύσελντορφ και Μπόχουμ και Κολωνίες τα έφαγε με το κουτάλι που λένε- κι ένιωθε σαν το άλογο του Δούκα που του περάσανε την τριχιά στον λαιμό, κι οι Γερμανίδες σου κάνουν μαύρη τη ζωή –όλο τέτοια έγραφε στον φίλο του τον συγγραφέα- και λαχταρούσε να πάρει τα παιδιά του για να δουν το πατρικό του, ο Γιάννης που πατέρα δεν γνώρισε ποτέ, και τώρα, λέει, τον βλέπει καθαρά να στέκεται ασάλευτος, μια μαύρη σκιά, στη βιντεοκασέτα που του έστειλε ο συγγραφέας, κι όλο με κάτι τέτοιες παραφυσικές παλαβομάρες σπρώχνει τα χρόνια του.

Για τέτοιους άντρες θέλω να πω. Για τον Βαγγέλη που χάλασε την υγεία του πάνω στα βουνά, την Ελεύθερη Ελλάδα με τα χέρια του να φτιάξει, κι είχε κράση ασθενική και ζουφιασμένη όταν τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί, και κατέληξε να ρέβει πάνω σ’ ένα κρεβάτι με χαλασμένα τα σωθικά του για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια στα ανήλιαγα διαμερίσματα της Αθήνας και της Ανθούπολης, κι η νοσταλγία του για τα ψηλά βουνά της Μουργκάνας έμοιαζε μόνιμη νοσταλγία θανάτου. Και για τον Λευτέρη που ’φαγε τα νιάτα του εξόριστος σε κάποιο ξερονήσι, με τη λαχτάρα πίσω να γυρίσει για να πλανέψει μελίσσια στα λόγγα τα πυκνά, παρέα με τον αδελφό του τον Δημήτρη, κι απόμεινε καθηλωμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι μ’ ένα χρώμα μπακιρένιο στο πρόσωπο και το καρύδι στον λαιμό ν’ ανεβοκατεβαίνει συνεχώς –ο Λευτέρης, τέκνο βιασμού, που όταν γύρισε άφησε άταφο το κορμί του στο ξερονήσι, να το σκορπίζει ο άνεμος πάνω στα βράχια.

Μην ξεχάσω και κείνο τον Ζαμάνη, βρε παιδί μου· τη μια, θα τον βρεις γιατρό στην Αμαλιάπολη να νοσταλγεί τον Παπαδόπουλο και, την άλλη, αλαφροΐσκιωτο poeta να κυνηγά φαντάσματα σε κάποιο επαρχιακό Μοτέλ, τους λογαριασμούς με το παρελθόν να κλείσει και την αγαπημένη πόλη του οριστικά ν’ αποχαιρετήσει, που πόρνη την κατάντησαν οι Μπόλλες και το σινάφι τους.

Όσο για τις γυναίκες, πώς να ξεχάσεις την όμορφη Λένα που από το χωριό κρύφτηκε στο Κάστρο, παρηγοριά να δίνει στους φαντάρους –για τον άντρα που δεν χόρτασαν τα σκέλια της. Και την Άννα με το σφιχτό κορμί –τη γυναίκα του Χρήστου ντε- που οι συναδέλφισσές της ανήμερα Πρωτομαγιά, σε βάθρο, Αφροδίτη τη στόλισαν, και που καψούρα μεγάλη την είχε ο Δημητράκης ο γιατρός που ξεπουλήθηκε για τα φράγκα μιας Νάντιας, κόρης στρατιωτικού –τρομάρα του.

Μα εγώ για κάτι άλλες γυναίκες θα μιλήσω. Για τη Μαναμεγάλη που όλοι στο χωριό, για το μπόι και τον ίσκιο της, έτσι τη φωνάζαμε, κι η Μαναμεγάλη με την ξύλινη κουτάλα ν’ ανακατεύει όλη την ώρα στη γωνιά το καλαμποκίτικο αλεύρι, μάννα εξ ουρανού για την οικογένειά της στα δύσκολα τα χρόνια, κι όταν έκλεισε τα μάτια της, άφησε μονάχο του τον γερο-Ζήκο ν’ αγναντεύει σιωπηλός τη χιονισμένη Μουργκάνα. Και για τη μάνα μου, την κορυφαία του δράματος να πω, που έβαλε μπροστά τα στήθια σαν ήρθαν να πάρουν τον πατέρα μου, και για τη θεια Μαρίνα και για την ξαδέρφη Κατερίνα που όλες φύγανε νωρίς.

Θέλω κι άλλα να πω. Πολλά. Ξέρω! είναι καιρός να σταματήσω. Θυμάμαι, βρε παιδί μου, κάθε μέρα θυμάμαι. Κι αυτό είναι βάσανο μεγάλο. Τι κάθεσαι και θυμάσαι! μου λένε μερικοί. Μα αν δε θυμάσαι, τους λέω, είσαι ένα μαμούνι σαν την κατσαρίδα του Κάφκα, τον Γκρεγκόρ. Βλέπεις γύρω σου τον κόσμο και τίποτε δεν καταλαβαίνεις. Βραδιάζει, ξημερώνει, μονάχα αυτό. Ούτε πως είσαι ένα μαμούνι καταλαβαίνεις. Γέμισε ο τόπος μαμούνια. Τέτοια τους λέω κι αποσύρομαι στη μουγκή γωνιά μου. Ν’ ανοίξω το ράδιο μπας και ακούσω ένα ηπειρώτικο μοιρολόι –σόλο λαγούτο- και μες στους μπάσους ήχους του αναδευτούν θροΐσματα δέντρων, σιγανά παράπονα, νερά που κυλούν ανάμεσα στα πλατάνια, καμιά σουσουράδα ή έναν μπαγάσα τσαλαπετεινό…

Ουφ… κουράστηκα για σήμερα. Στα μαγαζάκια τ’ ουρανού έχουν τσίπουρο αγνό. Εις το επανιδείν λοιπόν.

*Στη μνήμη του Χριστόφορου Μηλιώνη