Ο Δέντρος

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 08.08.21 ]

Είχαμε έναν ψηλό, γέρικο τσέρο στην αυλή μας, είδος βελανιδιάς για όσους δεν γνωρίζουν τη γλώσσα μας. Εμείς όμως τον λέγαμε «ο δέντρος», θες γιατί νομίζαμε πως το αρσενικό γένος ταίριαζε στο ύψος του, θες γιατί δίνοντας του φύλο τον κάναμε μέλος της οικογένειας μας. Ένα μυστήριο όμως κάλυπτε την ύπαρξη του κι ούτε ποτέ μας το έλυσε ο πάππους μας που έχτισε το σπίτι γύρω στο ΄30.

Ήταν εκεί ο δέντρος όταν έσφαζαν τον κόκκορα στα θεμέλια και κρεμούσαν τον σταυρό στα πλιθιά; Αν ναι, πώς βρέθηκε στον τόπο αυτό; Μήπως πριν από ξεχασμένα χρόνια υπήρχε εκεί δάσος βελανιδιάς και ξέμεινε μόνος κι έρημος από τ’ αδέρφια του; Πώς έγινε αυτό και γιατί χάθηκαν τα άλλα δέντρα; Κι αυτός πώς κατόρθωσε ν’ αντέξει τόση μοναξιά και να ψηλώνει;

Αυτά ρωτούσαμε τον πάππου μας μα ούτε κι ίδιος ήξερε την ιστορία του. Μόνο μας έλεγε κάθε φορά «αυτά που βρήκαμε πρέπει να τα τιμάμε». Έτσι έσωσε και τον δέντρο όταν ο πρωτομάστορας του πρότεινε να τον κόψει, γιατί εμπόδιζε το χτίσιμο του πέτρινου αυλόγυρου. Βρήκε τη λύση στα γρήγορα. Η πέτρα του χαμηλού τειχίου σταματούσε στη ρίζα του, ο μισός κορμός θα ήταν μέσα στην αυλή κι ο άλλος μισός θα έβγαινε στον δρόμο. Θα σου γκρεμίζει τον τοίχο με τις ρίζες του, φώναζαν τα μαστόρια. Θα τον χτίζω ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί, απαντούσε ο πάππους μας. Κι έτσι έγινε. Στα χρόνια που ζήσαμε στο πατρικό μας, ο εξωτερικός τοίχος επισκευάστηκε πολλές φορές και μεις χαιρόμασταν τη σκιά της βελανιδιάς μας. Ανάμεσα στα κλαριά της που κλαδεύονταν με περισσή επιμέλεια, πρωτοείδαμε τις φωλιές των πουλιών, τις μάνες να κλωσούν τ’ αυγά τους, τα νεογέννητα, γυμνά από τρίχωμα, να τσιροκοπούν ανυπόμονα περιμένοντας την τροφή στο στόμα. Κάποια μάλιστα βιαστικά, παρατόρικα όπως τα ονόμαζε ο πάππους- τότε δεν ξέραμε την ετυμολογία της λέξης  «παρά την ώρα» - στην πρώτη απόπειρα  να πετάξουν ελεύθερα, έπεφταν στο χώμα ανήμπορα ν’ ανοίξουν τα φτερά τους. Αν ήταν τυχερά και τα βρίσκαμε αμέσως, τ’ ανεβάζαμε με τη σκάλα και τ’ απιθώναμε στη ζεστή φωλιά τους. Αν όμως δεν τα παίρναμε είδηση, γίνονταν απρόσμενος μεζές στις λαίμαργες γάτες της γειτονιάς ή στο σπιτόφιδο, αυτό που έντρομα ανακαλύψαμε μια φορά κουλουριασμένο να κοιμάται στην κουφάλα. Ούτε κι αυτό μας άφησε να το πειράξουμε ο πάππος μας που είχε μυηθεί σε όλα τα μυστικά της φύσης. Είναι φύλακας χρήσιμος, μας έλεγε, αλίμονο σε όποιον τον ξεσπιτώσει, συμφορές και βάσανα τον περιμένουν. Άλλες φορές πάλι τα βρίσκαμε σε μουμιοποιημένη κατάσταση κι αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή με τη σήψη του θανάτου αλλά κι ένα μάθημα ανατομίας των πτηνών. Τα παίρναμε τότε και με τελετουργία δικής μας έμπνευσης τα θάβαμε στη ρίζα του δέντρου για να ΄ναι κοντά στους γονείς τους. Ψευτοκλαίγαμε και λίγο μιμούμενα τις μοιρολογίστρες του χωριού και συνεχίζαμε το παιχνίδι με τη βεβαιότητα πως είχαμε κάνει το χρέος μας.

Κάτω από τον δέντρο ήταν κι οι τρεις κυψέλες μας. Ο πάππος φορούσε τη μάσκα και με το φυσερό κάπνιζε το μελισσολόι. Άνοιγε τα καπάκια, έβγαζε τις κερήθρες και παρακολουθούσε το γέμισμά τους. Όταν έφτανε η κατάλληλη ώρα -να γιατί το «παρατόρικος» ήταν μεγάλο μειονέκτημα, σχεδόν αμαρτία, εκβίαζε τη φύση αυτός που βιαζόταν ν’ αρμέξει τα δώρα της- μας καλούσε να δούμε πώς έβγαινε το χρυσό παχύρρευστο δώρο τους. Στην αποθήκη, σε στρόγγυλη μηχανή, με την φυγόκεντρο δύναμη, αργότερα μάθαμε τους νόμους της στο μάθημα Φυσική, έρρεε το μέλι και μεις βουτούσαμε τα δάχτυλα στη λιγωτική γλύκα του. Μας έδινε και λίγη κερήθρα να μασήσουμε. Η πρώτη τσίχλα της ζωής γέμιζε το στόμα μας με το άρωμα του κεριού. Ο δέντρος έδινε αυτήν την ευωδιά γιατί κι οι μέλισσες από αυτόν τρυγούσαν την τροφή τους.

Κάτω από τη σκιά του, στο πεζούλι που έφτιαχνε το τειχίο, μαζεύονταν τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια οι γειτόνισσες κι άρχιζαν τον χωρατά. Κουβεντολόι δηλαδή, μασλάτια και χαμπέρια, κουτσομπολιά, πειράγματα, εκμυστηρεύσεις και παράπονα, γέλια και κλάματα, μυστήριες ιστορίες και μεταφυσικές, όλη τους η ζωή, λέξη τη λέξη, πότιζε τις ρίζες του. Άμα τις έπιανε και το παράπονο ή τα μεράκια, τραγουδούσαν κιόλας. Το τι είχαν ακούσει τόσα χρόνια  τα κλαριά του, θα χρειαζόταν σελίδες να τα γράψει. Όμως αυτός διακριτικός, εχέμυθος τα κατάπινε όλα και τα έστελνε με τον αέρα σε μακρινό ταξίδι, γιατί αν μαθαίνονταν όλα όσα είχαν ειπωθεί, πολλά σπίτια θα γκρεμίζονταν.

Τελευταία φορά που έσωσε τον δέντρο ο πάππους από το ξερίζωμα ήταν το ’68, όταν ήρθε το ηλεκτρικό στο χωριό κι οι τεχνικοί θέλησαν να βάλουν στη θέση του τον στύλο της ΔΕΗ. Αδύνατον, τους είπε, και στάθηκε μπροστά του. Από πάνω μου θα περάσετε για να τον κόψετε. Πόσο ψηλός μου φάνηκε τότε κι ο πάππους κι ο δέντρος, σαν να είχαν γίνει ένα σώμα, ένας κορμός.

Τιτίβιζαν και τα πουλιά πάνω του, φώναζαν κι αυτά για το δίκιο τους. Εμείς ευχόμασταν να βγει το σπιτόφιδο, που ο δάσκαλος αργότερα ονόμασε οικουρό όφι, τι περίεργες λέξεις κι αυτές θεέ μου, και να τους τρομάξει όλους. Ακούς εκεί, να κόψουν τη βελανιδιά μας…

Με τα πολλά και με τις γειτόνισσες να υποδεικνύουν άλλο τόπο για την εγκατάσταση του ηλεκτροφόρου στύλου, δεν κόπηκε το δέντρο κι ησύχασε όλη η γειτονιά. Τώρα μάλιστα που φωτιζόταν ο δρόμος, το νυχτέρι των γυναικών στο πεζούλι μας κρατούσε πιο πολύ και το δικό μας το παιχνίδι παρατάθηκε προς τέρψιν όλων των μικρών. Μαζεύαμε  και τα βελανίδια και τα πετούσαμε το ένα στο άλλο παιδί, σαν σφαίρες άκαπνες και άκακες που δεν μπορούσαν να πληγώσουν.

Τα χρόνια περνούσαν, εμείς μεγαλώναμε, η γειτονιά αραίωνε, σπίτια έκλειναν, μάνταλα κλειδώνονταν,  κάποιοι έφευγαν οριστικά, κάποιοι μετανάστευαν σε άλλα μέρη κι ο δέντρος έδειχνε να μαραζώνει. Παιδιά δεν γεννιούνταν πια να παίξουν στη σκιά του. Ο πάππους αδύναμος να τον κλαδέψει  εγκατέλειψε την προσπάθεια και τότε αυτός αραίωσε μόνος του τα κλαδιά του, έρριξε τα φύλλα του κι έγειρε τον κορμό του. Έτσι όμως δεν έβρισκαν ασφαλές καταφύγιο τα πουλιά να χτίσουν τις φωλιές τους και μετακόμισαν κι αυτά σε άλλα δέντρα, πιο μακριά. Σαν χάθηκαν τα πουλιά, εξαφανίστηκε και το φίδι. Κάτι κατάλαβε ο πάππους αλλά και πάλι τίποτε δεν μας είπε όταν τον ρωτήσαμε γιατί πεθαίνει ο δέντρος.

Σ’ ένα χρόνο έφυγε κι αυτός.