Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ μας καλεί σε Γυμνό Γεύμα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 05.02.21 ]

«Η μέθοδος για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο ή ένα έθνος είναι να σταματήσεις τα όνειρά του. Με τον ίδιο τρόπο που οι λευκοί αντιμετωπίζουν τους ινδιάνους: σκοτώνοντας τα όνειρά τους, τη μαγεία τους, τα προγονικά τους πνεύματα.», έγραφε ο Γουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ, που γεννήθηκε το 1914 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Χάρβαρντ, προτού αρχίσει την περιπλάνησή του στον κόσμο.

Ο Μπάροουζ έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, από ιδιωτικός ντετέκτιβ μέχρι απολυμαντής. Το 1943, γνωρίστηκε στη Νέα Υόρκη με τους νεαρούς Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ. Οι τρεις τους έμελλε να αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα της λεγόμενης «Γενιάς Μπητ» (Beat Generation), ταράζοντας τα νερά της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας των ‘50s με την προκλητική θεματολογία τους, τους εκφραστικούς πειραματισμούς τους, την αντισυμβατική ζωή τους. Βέβαια, εκείνη την περίοδο, ο Μπάροουζ έγραφε περισσότερο περιστασιακά. Η κύρια "ασχολία" του ήταν ο εθισμός του σε διάφορα ναρκωτικά, ιδίως ηρωίνη, και αργότερα η εναγώνια προσπάθειά του να εντοπίσει το «γιαγκέ», ένα παραισθησιογόνο που πίστευε πως θα του έδινε το χάρισμα της τηλεπάθειας.

Η ζωή του Μπάροουζ άλλαξε δραματικά το1951, στο Μεξικό, όπου κατέφυγε για να αποφύγει τη σύλληψη από τις αρχές στη Λουιζιάνα για κατοχή μαριχουάνας. Καθώς έπαιζε ένα παιχνίδι «Γουλιέλμου Τέλλου» με την επίσης ναρκομανή σύζυγό του, Τζόαν Βόλμερ, αντί να πετύχει το ποτήρι που είχε τοποθετήσει πάνω το κεφάλι της, την πέτυχε κατευθείαν στο κέντρο του μετώπου της. Παραδόθηκε στις αρχές. Τελικά όμως, το έσκασε στις ΗΠΑ και καταδικάστηκε ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία.

Ουσιαστικά από αυτό το σημείο ξεκινάει η συγγραφική καριέρα του Μπάροουζ. Το 1953, κυκλοφόρησε σε underground εκδόσεις το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Junky», που βασίστηκε στις εμπειρίες του με τα ναρκωτικά. Την ίδια χρονιά μετακομίζει στην Ταγγέρη, την πιο κοσμοπολίτικη πόλη του Μαρόκου.

Την εποχή εκείνη, η Ταγγέρη είχε κηρυχθεί «διεθνής ζώνη» και ήταν παράδεισος για κάθε λογής τυχοδιώκτες, εμπόρους ναρκωτικών, κατασκόπους, συγγραφείς, καλλιτέχνες και άντρες που έψαχναν για σεξ με νεαρούς εκδιδόμενους Μαροκινούς. Κινούμενος σε αυτό το σουρεαλιστικό περιβάλλον, σε συχνή αλληλογραφία με τον Γκίνσμπεργκ και υπό την επήρεια ναρκωτικών, ο Μπάροουζ άρχισε να γράφει το «Γυμνό Γεύμα».

Κάνοντας συνεχείς αλλαγές στο χειρόγραφό του ο Μπάροουζ έμοιαζε να είναι ανίκανος να τελειώσει το βιβλίο. Κάτω από τις πιέσεις και την παρότρυνση του Γκίνσμπεργκ, που στο μεταξύ είχε γίνει διάσημος με την ποιητική του συλλογή «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα», ο Μπάροουζ άρχισε τελικά να προωθεί το «Γυμνό Γεύμα» για έκδοση. Πολλοί εκδοτικοί οίκοι, όμως, αντιμέτωποι με τη δύσκολη, ιδιότροπη, ιδιοσυγκρασιακή γραφή του, το απέρριψαν.

Το "Γυμνό γεύμα" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1959 και στην Αμερική το 1962. Οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου συνελήφθησαν λόγω του άσεμνου περιεχομένου του και το στοκ κατασχέθηκε. Tρία χρόνια μετά ακολούθησε η περίφημη δίκη του "Γυμνού γεύματος" και μόλις τον Ιούλιο του 1966 το Aνώτατο Δικαστήριο της Mασαχουσέτης αποφάσισε να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου, με μια ιστορική απόφαση που σημείωσε το τέλος της λογοκρισίας στις HΠA, στο πεδίο της λογοτεχνίας. Το βιβλίο έγινε γρήγορα θρύλος και μαζί με το "Στο δρόμο" του Kέρουακ και το "Oυρλιαχτό" του Γκίνσμπεργκ αποτελούν πλέον την "κoρυφαία τριάδα" της μπητ λογοτεχνίας. Το 1991, κυκλοφόρησε η ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, βασισμένη εν μέρει στο μυθιστόρημα αυτό αλλά και σε άλλα έργα του Μπάροουζ.

Το 2005, το Time magazine περιέλαβε το "Γυμνό γεύμα" στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα από το 1923. Άξονας του βιβλίου η άγρια περιπέτεια του ναρκομανή Ουίλιαμ Λι, που δραπετεύει από τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στην Ταγγέρη, στην κολασμένη "Διαζώνη" των παραισθήσεων, των ουσιών, και του ομοφυλόφιλου, οργιώδους σεξ. Στην ουσία το βιβλίο αποτελεί μια τολμηρή κατάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ασκώντας μια σκληρή κριτική στη δυτική και κυρίως την αμερικάνικη κουλτούρα του μεταφυσικού συντηρητισμού, της βίας, του σεξισμού, της πολιτικής διαφθοράς.

Η εισαγωγή του J. G. Ballard

Στην εισαγωγή του J. G. Ballard σε μία από τις εκδόσεις του βιβλίου σημειώνει: «ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ είναι μια πανδαισία που δεν πρόκειται να ξεχάσετε. Αυτό το καταπληκτικό μυθιστόρημα είναι μια σατιρική αποκάλυψη, μια βόλτα με τρενάκι του τρόμου στην κόλαση, ένα σαφάρι με πρωταγωνιστές τους πιο παράξενους ανθρώπους του πιο παράξενου πλανήτη, εμάς. Λέγεται για τα λογοτεχνικά αριστουργήματα πως η ιδιοφυία τους διαποτίζει την κάθε γραμμή, και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που να επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό από το Γυμνό γεύμα. Ήδη από τις πρώτες αράδες αντιλαμβανόμαστε ότι μας αποκαλύπτεται ένας μοναδικός κόσμος – σατιρικός, παρανοϊκός, φουτουριστικός, παραληρηματικός. Αλλόκοτες και εφιαλτικές σκηνές εκτυλίσσονται ακαριαία, σαν φευγαλέες ματιές σε κάποια εξωτική και παρακμιακή πόλη. Απαιτείται χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως αυτή η παράξενη πόλη είναι η ίδια στην οποία ζούμε και διάγουμε τον κανονικό μας βίο. Εκ πρώτης όψεως το Γυμνό γεύμα κυριαρχείται από δύο άμεσα συνδεδεμένα θέματα, τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία, για τα οποία ο Μπάροουζ είναι αδυσώπητα ειλικρινής. Εικόνες όπως το χάραμα στον υπόγειο, τα φτηνά ξενοδοχεία, το μούδιασμα καθώς περιμένεις το επόμενο φιξάκι και η μελαγχολική αναζήτηση για μια άπιαστη σεξουαλική ευτυχία, όλα αυτά περιγράφουν τον κόσμο τον οποίο περιδιάβαινε ο Μπάροουζ τη δεκαετία του 1950, στη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό και στην Ταγγέρη. Τα ναρκωτικά είναι το απόλυτο εμπόρευμα, έχει γράψει ο Μπάροουζ, αντιμετωπίζοντας τον εθισμό ως τμήμα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας των ιθυνόντων δυνάμεων του κόσμου μας –των κοινοπραξιών των ΜΜΕ, της απέραντης πολιτικής και οικονομικής γραφειοκρατίας, και της ιατρικής επιστήμης που δρα με γνώμονα το κέρδος– και οι οποίες είναι αποφασισμένες να μας μετατρέψουν όλους σε απόλυτα εξαρτημένα άτομα, προκαλώντας μας ταυτόχρονα αμηχανία με την ψευδαίσθηση του παραβατικού σεξ. Ο Μπάροουζ επιλέγει να ξεσκεπάσει βίαια αυτή τη συνωμοσία προσκαλώντας μας όλους σε γεύμα…»

Ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νόρμαν Μέιλερ(ήταν μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Μπάροουζ) έλεγε ότι «ο Γουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μοναδικός εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας, ο οποίος μπορεί να φέρει τον χαρακτηρισμό «ιδιοφυής». Ελάχιστοι, έκτοτε, πήραν τα λογοτεχνικά ρίσκα, εξέλιξαν τόσο ιδιαίτερες πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις... όσο ο Μπάροουζ.